Το μέλλον της ευρωπαϊκής οικογένειας

Το μέλλον της ευρωπαϊκής οικογένειας

13' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ημέρα της Ευρώπης και η επέτειος των 25 ετών από την ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ε. στάθηκε η αφορμή για να φιλοξενεί σήμερα η «Κ» τρία ενδιαφέροντα κείμενα, μέσα από τα οποία εκφράζεται ένας κοινός προβληματισμός για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικογένειας. Ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λιονέλ Ζοσπέν -στο βιβλίο του «Ο κόσμος όπως τον βλέπω», που παρουσίασε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα- εκτιμά ότι η ακολουθούμενη πολιτική, μετά την ΟΝΕ, χρήζει άμεσης επαναπροσαρμογής. «Η ισχύς της ηπείρου μας», υπογραμμίζει, «είναι το μορφωτικό, επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό της» και στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει την ανάγκη ευελιξίας των αποφάσεων προκειμένου η Ευρώπη να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τις ΗΠΑ. Πολλές από τις απόψεις τού κ. Ζοσπέν υιοθετεί η πρώην επίτροπος της Ελλάδος στις Βρυξέλλες κ. Αννα Διαμαντοπούλου. Στο βιβλίο της «Η έξυπνη Ελλάδα», που θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Τετάρτη, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ εκφράζει τον έντονο προβληματισμό της για τη Στρατηγική της Λισσαβώνας, που στόχευε σε μια πιο ανταγωνιστική οικονομία βασισμένη στη γνώση και στη βιώσιμη ανάπτυξη. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν επιδεικνύουν σήμερα την απαιτούμενη πολιτική βούληση για να πετύχουν όσα υπέγραψαν στη Λισσαβώνα. Τέλος, ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. κ. Κωστής Χατζηδάκης σε άρθρο του εστιάζει τις παρατηρήσεις του στον τρόπο με τον οποίο ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων πολιτών εξακολουθεί να αντιμετωπίζει -και σήμερα δυστυχώς- την Ε.Ε. «Η Ελλάδα», λέει, «από προτεταμένη την παλάμη, οφείλει να μετατραπεί σε μια χώρα που θα συνδιαμορφώνει δυναμικά το κοινωνικό και οικονομικό ευρωπαϊκό μοντέλο».

Λιονέλ Ζοσπέν* : Ε.Ε.: Η μεγάλη πρόκληση μιας νέας ανάπτυξης

Η πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσει η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η επιστροφή σε μια συνεχή οικονομική ανάπτυξη. H Ευρώπη δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτε αν παραμείνει μια ζώνη με αργούς ρυθμούς ανάπτυξης και οι ΗΠΑ, που η οικονομία τους είναι εξίσου ώριμη με τη δική μας, γνωρίζουν πώς να προσφέρουν κίνητρα στην οικονομική τους δραστηριότητα. Από αυτήν την άποψη η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρών που είναι οικονομικά λιγότερο αναπτυγμένες μπορεί να της δώσει μια νέα δυναμική, με την προϋπόθεση ότι δεν θα επιβαρύνουν το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως η Ανατολική Γερμανία επιβάρυνε τη συνολική επίδοση της γερμανικής οικονομίας.

Η επανεύρεση εκ μέρους μας μιας πιο δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης προϋποθέτει ότι θα εκμεταλλευτούμε τα πλεονεκτήματά μας. Οι αναπτυξιακοί συντελεστές στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το στάδιο της ανάπτυξής της όσο και τη χαμηλή δημογραφική της αύξηση, είναι μάλλον ποιοτικοί παρά ποσοτικοί. H ισχύς της ηπείρου μας είναι το μορφωτικό, επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό της. Πρέπει να ενισχύσουμε, προωθώντας σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης τον τομέα της έρευνας – ανάπτυξης, δίνοντας προτεραιότητα στην ανώτατη παιδεία, ιδίως στις θετικές επιστήμες, και υιοθετώντας ευνοϊκές βιομηχανικές πολιτικές σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. H ανάπτυξή μας δεν θα αποκτήσει πάλι υψηλούς ρυθμούς αν προσπαθήσουμε να ανταγωνιστούμε τις αναδυόμενες οικονομίες μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς ή περιορίζοντας τα κοινωνικά δικαιώματα – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική μας εξέλιξη. Εξάλλου, μια τέτοια κίνηση θα επηρέαζε την κατανάλωση στις χώρες μας, στις οποίες ήδη μειώνεται η ζήτηση εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος.

Απεναντίας, πρέπει να στρέψουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο στη δεκαετία του 1970, μετά την αύξηση του πληθωρισμού και των δημόσιων ελλειμμάτων, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες ευνόησαν το πάγωμα των οικονομιών και την ισοσκέλιση των ισοζυγίων. Αλλά ο διψήφιος πληθωρισμός νικήθηκε και ο μέσος όρος του δεν υπερβαίνει πλέον το 2% ή 3% εδώ και αρκετά χρόνια. Φυσικά, δεν πρέπει να αποδεχτούμε μια επιστροφή του πληθωρισμού στα υψηλά ποσοστά των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Ωστόσο, δεν είναι επίσης λογικό να παραβλέπουμε τους πραγματικούς κινδύνους της οικονομικής στασιμότητας και της ανεργίας και να εστιάζουμε την προσοχή μας στον δυνητικό κίνδυνο του πληθωρισμού.

Είναι επιβεβλημένο η Ευρωπαϊκή Ενωση να υιοθετήσει μια ισορροπημένη οικονομική πολιτική. Στη διάλεκτο των οικονομολόγων ονομάζεται ευφυής policy mix («μεικτή πολιτική») και βασίζεται στον συνδυσμό αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών (δηλαδή, πολιτικών που είναι περιοριστικές σε περιόδους αύξησης και πιο γενναιόδωρες σε περιόδους ύφεσης) με μια αποφασιστική νομισματική πολιτική. O συνδυασμός αυτός συνεπάγεται την ύπαρξη ενός ήρεμου διαλόγου ανάμεσα στις εθνικές οικονομικές αρχές, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εν όψει της καθιέρωσης του ενιαίου νομίσματος, υιοθετήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η αρχή της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε σχέση με τις διάφορες κυβερνήσεις. Σήμερα, η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ένα θέμα το οποίο δεν πρόκειται να επανεξετάσουν οι εταίροι μας. Αλλά ανεξαρτησία δεν σημαίνει κωφότητα. H Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα δεν είναι υπεράνω των κανόνων που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας και επιβάλλουν σε κάθε φορέα εξουσίας να ενημερώνει την κοινή γνωμη, να μην αποφασίζει προτού ακούσει όλες τις απόψεις που εκφράζονται, αλλά και να λογοδοτεί. H διαχείριση ενός ενιαίου νομίσματος, ιδίως με τις σημερινές διακυμάνσεις του δολαρίου, είναι πολύ πιο λεπτό ζήτημα από τη διαχείριση ενός εθνικού νομίσματος. Στις ΗΠΑ, η πολιτική εξουσία, την οποία αντιπροσωπεύει ο πρόεδρος ή το υπουργείο Οικονομικών, συζητεί συχνά και διακριτικά με τον πρόεδρο του Ομοσπονδιακού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Με αυτόν τον τρόπο, είναι εφικτή η χάραξη μιας κοινής πορείας για τη δημοσιονομική πολιτική (που την καθορίζει η κυβέρνηση) και τη νομισματική πολιτική (που την καθορίζει το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών). Θα ήταν ευκταίο να υιοθετηθεί και στη Ζώνη του Ευρώ μια παρόμοια μόνιμη πρακτική ανάμεσα στις αρμόδιες κυβερνήσεις και στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η οποία θα είχε διακριτικό χαρακτήρα, δηλαδή χωρίς να γίνονται άκαιρες δηλώσεις.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι είναι επιβεβλημένη μια αντιστροφή του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε το ζήτημα. Δεν είναι το ευρωπαϊκό μοντέλο που βάζει φρένο στην ανάπτυξη, αλλά μάλλον ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης που εξασθενίζει το ευρωπαϊκό μοντέλο. H αμφισβήτηση αυτού του μοντέλου δεν συμβάλλει στην εξέλιξή του. Διότι χρειαζόμαστε ένα σύστημα που θα είναι οικονομικά αποδοτικό και κοινωνικά δίκαιο, αν θέλουμε η δημοκρατική ζωή να είναι ομαλή, να αποτελούμε σημείο αναφοράς για τον υπόλοιπο κόσμο και να συμβάλλουμε στον έλεγχο της παγκοσμιοποίησης.

* Ο Λιονέλ Ζοσπέν είναι πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας.

Αννα Διαμαντοπούλου*: Η μοναξιά της Στρατηγικής της Λισσαβώνας

Στα μέσα του δρόμου προς το 2010, η Στρατηγική της Λισαβόνας φαίνεται πως δεν είναι πια περιβόητη. Το τρίτο κατά σειρά μεγαλεπήβολο οικονομικό σχέδιο για το μέλλον της Ευρώπης, μετά τη γένεση της Κοινής Αγοράς το 1957, δεν δείχνει να συγκινεί τους Ευρωπαίους πολίτες.

Τα δύο προηγούμενα μεγάλα σχέδια ήταν ο μεγάλος στόχος της περιόδου 1985 – 1992 για τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς και ο στόχος της περιόδου 1991 – 1999 για τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ. Στην περίπτωση της ενιαίας αγοράς ο στόχος δεν προέβλεπε μόνο την κατάργηση των συνόρων στη διακίνηση των αγαθών, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, αλλά και μια ισχυρή πολιτική ανταγωνισμού, αυστηρές προδιαγραφές των διακινούμενων προϊόντων, πολιτική προστασίας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, αυστηρές διατάξεις για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και μια πολιτική κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, η οποία έδινε τη δυνατότητα σε όλες τις χώρες και σε όλες τις περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης να επωφεληθούν από τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς.

Αντίστοιχα, στην περίπτωση του ενιαίου νομίσματος, ο στόχος δεν προέβλεπε μόνο την από κοινού άσκηση του εκδοτικού προνομίου, αλλά έθετε ως προϋπόθεση την υψηλού επιπέδου νομισματική σταθερότητα -χαμηλά επιτόκια και χαμηλό πληθωρισμό- καθώς και υψηλού επιπέδου δημοσιονομική διαχείριση, περιορισμένα δημόσια ελλείμματα και χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. Σε κάθε περίπτωση, το ενιαίο νόμισμα έπρεπε να διασφαλίζει την αγοραστική δύναμη των συναλλασσομένων.

Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις η πραγματοποίηση αυτών των στόχων απαιτούσε την αναθεώρηση των ιδρυτικών συνθηκών της E.E.. Αυτό σήμαινε την εκδήλωση μιας πολύ ισχυρής πολιτικής βούλησης για την επίτευξή τους, απαιτούσε τη δημιουργία μηχανισμών διακυβέρνησης και διαχείρισης τόσο της αγοράς όσο και του νομίσματος και βέβαια απαιτούσε την υποστήριξη και τη συναίνεση ή τουλάχιστον την ανοχή των Ευρωπαίων πολιτών.

Ας δούμε, λοιπόν, τώρα ποια είναι η αντιστοιχία της στρατηγικής, της διαδικασίας και των στόχων της Λισσαβώνας με τα δύο προηγούμενα μεγάλα ευρωπαϊκά εγχειρήματα.

Οι στόχοι της Λισαβόνας επιδίωκαν την ανάδειξη της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσα σε μια δεκαετία -από το 2000 μέχρι το 2010- στην πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο, σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση, στη βιώσιμη ανάπτυξη, με πλήρη απασχόληση και με κοινωνική συνοχή. Επί πέντε ολόκληρα χρόνια αυτοί οι στόχοι αναλύονταν σε επιμέρους στόχους για την ανάπτυξη και τη μεγέθυνση, για την απασχόληση, για την εκπαίδευση, για την κοινωνική συνοχή και τη φτώχεια, για την έρευνα και την τεχνολογία και για ό,τι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Εντούτοις, όσο περισσότερο φιλόδοξοι και πολυάριθμοι γίνονταν οι στόχοι τόσο περισσότερο απουσίαζαν τα ειδικά μέσα και οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την πραγματοποίησή τους. Στο εύλογο ερώτημα «πώς θα πραγματοποιηθούν όλοι αυτοί οι στόχοι;», η απάντηση που δινόταν ήταν ότι οι στόχοι θα πραγματοποιηθούν αν εφαρμόσουμε με επιτυχία όλες τις πολιτικές που ούτως ή άλλως εφαρμόζαμε μέχρι σήμερα. Στην ουσία, η Λισαβόνα είχε μόνο στόχους, αλλά δεν είχε στρατηγική ούτε υπήρχε κάποια ειδική διαδικασία για την προσέγγισή τους πέρα από τις τρέχουσες διαδικασίες υλοποίησης των κοινοτικών πολιτικών. H πολιτική βούληση που εκφράστηκε στα προηγούμενα δύο σχέδια εξακολουθεί να απουσιάζει από τους στόχους της Λισαβόνας. Τα μηνύματα των στόχων της δεν συγκινούν τους Ευρωπαίους πολίτες, παρά τα προφανή οφέλη που προσκομίζουν. Αυτό συμβαίνει επειδή τα οφέλη είναι υπερβολικά αυτονόητα. Το ερώτημα της αντικατάστασης του εθνικού νομίσματος από ένα διεθνές νόμισμα είναι και πραγματικό και κατανοητό. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για την αντικατάσταση της εθνικής αγοράς από μια διεθνή. Αντίθετα, το ερώτημα αν προτιμάει κανείς την πλήρη απασχόληση από την ανεργία, την ανταγωνιστικότητα από την αποβιομηχάνιση και την καταστροφή του περιβάλλοντος από την προστασία του είναι ρητορικό, ίσως και αστείο. Κανείς φυσικά δεν διαφωνεί, αλλά δεν θεωρεί και ότι του προτείνεται κάποιο σημαντικό σχέδιο, ιδιαίτερα όταν δεν περιγράφεται το πώς θα το πετύχει.

Το τραγικό συμπέρασμα είναι ότι η Λισαβόνα δεν έχει ούτε φίλους ούτε εχθρούς. Δεν συνδέθηκε άμεσα με τις διαδικασίες ενοποίησης και ενοποιημένης διακυβέρνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Δεν συνδέθηκε με την οικονομική συνοχή της E.E., δεν συνδέθηκε με τον στόχο μιας προωθημένης οικονομικής ένωσης, δεν συνδέθηκε με την αγορά και το νόμισμα ως επόμενο στάδιο μιας ενιαίας πορείας. H ενδιάμεση αναθεώρηση που έγινε πρόσφατα αποτελεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης, αλλά και μια ομολογία αποτυχίας. Αντικαθιστά σιωπηλά τον στόχο του 2010 με τριετή προγράμματα. Αρα, δεν θα αναφερόμαστε πια σε ένα σχέδιο, αλλά σε μια πορεία. Θα μπορέσει αυτή η πορεία να βγάλει τη Λισσαβώνα από την απέραντη μοναξιά της ή θα πρέπει να πειστούμε ότι απλώς μια ευρωπαϊκή στρατηγική με λεπτομερή σχέδια, χωρίς ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και ουσιαστικές πολιτικές δεσμεύσεις, χωρίς κίνητρα και κυρώσεις δεν είναι πλέον αποτελεσματική; H μεγάλη ανεργία και η οικονομική στασιμότητα ίσως αποτελέσουν την αφορμή για μια επανέναρξη του διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης.

Η κοινωνική προστασία και η κοινωνική συνοχή πρέπει να αναβαθμιστούν στο πλαίσιο της νέας Ευρώπης των 25. Στο πλαίσιο της επικουρικότητας, η ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, αλλά και η ανοιχτή μέθοδος συνεργασίας θα πρέπει να ιδωθούν με νέο πνεύμα. Οι τρεις πιλοτικές προσπάθειες, στις οποίες είχα την τύχη ως επίτροπος να αναλάβω την πρωτοβουλία, δηλαδή η ευρωπαϊκή πολιτική για την απασχόληση, η ευρωπαϊκή πολιτική ενάντια στον αποκλεισμό και στη φτώχεια και η πρώτη προσπάθεια ανοιχτού συντονισμού για τις μεταρρυθμίσεις στα συστήματα κοινωνικής προστασίας, δείχνουν την αναγκαιότητα για πιο πολλά και πιο τολμηρά βήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

* Η κ. Αννα Διαμαντοπούλου είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην επίτροπος της Ελλάδας στην Ε.Ε.

Κωστής Χατζηδάκης*: Από τους φόβους του ’81 στη δυναμική του σήμερα

Μαθητής Λυκείου στην Κρήτη, το 1981, θυμάμαι πολλούς συμμαθητές μου να φοβούνται ότι με την ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ θα ξεριζωθούν οι ελιές μας. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, οι ελιές έγιναν ακόμα περισσότερες και η καλλιέργειά τους έγινε -λόγω των επιδοτήσεων- σχεδόν μονοκαλλιέργεια. Ωστόσο, εάν τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν επέμενε, κόντρα στο ρεύμα και τη λογική του πολιτικού κόστους, και γινόταν δημοψήφισμα, η Ελλάδα ίσως και να μην είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ. Ο Καραμανλής συνέχιζε με θάρρος να στηρίζει την ευρωπαϊκή επιλογή επικαλούμενος τα οφέλη που θα προέκυπταν από την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια: σταθεροποίηση της δημοκρατίας και οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα του αγροτικού τομέα.

Σήμερα, με ψυχραιμία μπορούμε να αποτιμήσουμε τα οφέλη αυτής της επιλογής: Τρία δισ. ευρώ κάθε χρόνο στους αγρότες και τρία δισ. ευρώ μέσω του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Κοινό νόμισμα με τους Γερμανούς και τους Γάλλους. Η Κύπρος στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και κινητικότητα στο Κυπριακό για τον ίδιο λόγο. Ολοι οι γείτονές μας, αλλά και η Τουρκία, γνωρίζουν πλέον ότι ο δικός τους δρόμος προς τις Βρυξέλλες περνάει αναγκαστικά και από την Αθήνα. Θα προσέθετα, δε, και κάτι άλλο: η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια κρατάει τις ελληνικές κυβερνήσεις, λιγότερο ή περισσότερο, μακριά από λαϊκίστικους πειρασμούς και δημαγωγικά μονοπάτια.

Ευρωσκεπτικισμός αναμφίβολα υπάρχει σε ένα όχι αμελητέο τμήμα του πληθυσμού. Συντελούν σε αυτό οι μέτριες επιδόσεις της χώρας μας στην οικονομία όλα αυτά τα χρόνια. Η υψηλή ανεργία όμως και οι σχετικά χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν οφείλονται στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την οποία ορισμένοι συνεχώς μέμφονται. Οφείλονται αποκλειστικά στις δικές μας «τριτοδρομικές» επιλογές του παρελθόντος. Την ίδια στιγμή, άλλες χώρες είχαν πολύ πιο θετική πορεία γιατί εφάρμοσαν ένα καλύτερο μείγμα οικονομικής πολιτικής, αξιοποιώντας παράλληλα αποδοτικότερα τους κοινοτικούς πόρους. Η Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά ως μοντέλο συνεργασίας και ανάπτυξης έχει πετύχει. Παρά την γκρίνια που προκαλούν τα ελλείμματα στις διάφορες πολιτικές της, αποτελεί μια «ήπια» υπερδύναμη και έναν πόλο έλξης όλων των ευρωπαϊκών κρατών που δεν ανήκουν σε αυτήν. Ολα αυτά έρχονται να υπογραμμίσουν την ορθότητα της στρατηγικής επιλογής του Καραμανλή στη δεκαετία του 1970, αλλά και να καταδείξουν ότι οι κριτικές για την Ευρώπη του σήμερα επικεντρώνονται στο δέντρο χάνοντας το δάσος.

Η ευρωπαϊκή πορεία όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν εύκολη. Στο ευρωπαϊκό ποδήλατο κάθονταν τότε δέκα, ενώ σήμερα βρίσκονται είκοσι πέντε ποδηλάτες. Κάποιοι από αυτούς επιθυμούν να πάνε πιο γρήγορα και κάποιοι πιο αργά. Αλλοι θέλουν να στρίψουν δεξιά, ενώ άλλοι αριστερά. Επειδή όμως σε κανέναν δεν συμφέρει το ποδήλατο να πέσει, μιας και όλοι βρίσκονται πάνω σε αυτό, η Ευρώπη με μικρότερες του επιθυμητού ίσως ταχύτητες προχώρησε μπροστά, επηρεάζοντας λιγότερο ή περισσότερο τη ζωή όλων μας.

Στην Ελλάδα, όταν μιλάμε για την Ευρώπη εστιάζουμε περισσότερο είτε σε θέματα που έχουν σχέση με τα κοινοτικά ταμεία είτε σε ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις με τους γείτονές μας. Ορθώς μας απασχολούν αυτά τα ζητήματα. Είναι όμως σαφές ότι η Ευρώπη είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Επί πλέον, η σημερινή Ελλάδα, παρά τις καθυστερήσεις και τις χαμένες ευκαιρίες των τελευταίων ετών, δεν είναι η Ελλάδα του 1981. Σήμερα έχουμε ενώπιόν μας μια πιο πλούσια χώρα σε μια διαφορετική και με περισσότερες αρμοδιότητες Ε.Ε. Είναι ανάγκη, λοιπόν, όχι μόνο να εκμεταλλευτούμε τις μελλοντικές ευκαιρίες, αλλά και να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο μας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Σήμερα το διακύβευμα δεν είναι η σταθεροποίηση της δημοκρατίας, αλλά η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας και η ποιότητα ζωής των πολιτών.

Είναι ανάγκη, λοιπόν, να προσαρμόσουμε τις οικονομικές μας επιλογές σε αυτά που ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, υιοθέτησαν με επιτυχία. Να γίνουμε ανταγωνιστικοί και να εκμεταλλευτούμε με αυτόν τον τρόπο τη δυναμική της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς (σήμερα το 50% των εξαγωγών μας στα δέκα νέα κράτη-μέλη κατευθύνεται σε ένα μόνο κράτος, την Κύπρο!). Παράλληλα, θα πρέπει να συμμετάσχουμε δημιουργικά στη διαμόρφωση όλων των πολιτικών που επηρεάζουν τον Ευρωπαίο πολίτη: την πολιτική μεταφορών, του περιβάλλοντος, τα μέτρα για την εσωτερική αγορά, την πολιτική για την προστασία του καταναλωτή κ.ο.κ. Ολα αυτά είναι εξίσου εθνικά θέματα για την Ελλάδα του σήμερα μαζί με τα ζητήματα των αγροτών, της περιφερειακής ανάπτυξης και των Βαλκανίων.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι η Ελλάδα οφείλει να μετατραπεί από μια χώρα με προτεταμένη την παλάμη σε μια χώρα του πυρήνα της Ε.Ε. Μια χώρα που θα συνδιαμορφώνει δυναμικά το ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Μια χώρα που θα έχει καταλυτικό ρόλο στη μετατροπή των Βαλκανίων σε μια γειτονιά ειρήνης κα συνεργασίας. Μια χώρα που θα ωθήσει μαζί με τις άλλες δυνάμεις το ευρωπαϊκό ποδήλατο να προχωρήσει με μεγαλύτερες ταχύτητες, έτσι ώστε συντομότερα να φτάσουμε σε αυτό που εύχονται οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες: σε μια Ε.Ε. με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και με κοινή εξωτερική πολιτική. Το 1981 ήταν σημαντικό να προστατεύσουμε το εισόδημα των ελαιοπαραγωγών. Σήμερα μαζί με αυτό έχουμε μπροστά μας πολύ περισσότερες και πολύ πιο σύγχρονες προκλήσεις. Καιρός να τις αντιμετωπίσουμε. Χωρίς αρνήσεις, φοβικά σύνδρομα και δογματισμούς. Αλλά με όραμα, σχέδιο και πολιτικό θάρρος.

* Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή