Φόβο και αμηχανία έδειξε άλλη μια φορά η Αθήνα

Φόβο και αμηχανία έδειξε άλλη μια φορά η Αθήνα

6' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εάν προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε την ελληνική αντίδραση για το επεισόδιο στα νερά της Καρπάθου, οι κατάλληλες λέξεις είναι φόβος έναντι της Τουρκίας και αμηχανία για το δέον γενέσθαι. Την πρώτη ημέρα η κυβέρνηση ήταν τόσο φοβισμένη και αμήχανη, που απέφυγε επιμελώς κάθε έκφραση καταγγελίας ακόμη και αυτής καθ’ αυτής της κατασκοπευτικής επιχείρησης και του επιθετικού ελιγμού, ο οποίος είχε το γνωστό τραγικό αποτέλεσμα. Και όχι μόνο αυτό. Μαρτυρεί έλλειμμα εθνικού αυτοσεβασμού το γεγονός ότι την ώρα που είχε χαθεί ένας Ελληνας πιλότος πάνω στην εκτέλεση του καθήκοντός του, οι επίσημες δηλώσεις είχαν έναν αυτοεπαινετικό, σχεδόν θριαμβικό χαρακτήρα.

Το επιχείρημα ότι με τους υπεύθυνους χειρισμούς απετράπη η επαπειλούμενη κρίση είναι υπερβολικό. Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες να προέκυπτε ευρύτερο θερμό επεισόδιο ήταν εξ αρχής αμελητέες. Το μετακεμαλικό καθεστώς δεν χαρακτηρίζεται από τυχοδιωκτισμό ούτε αντιδρά σπασμωδικά. Συντηρεί την ένταση για πολιτικούς λόγους, αλλά κρίση προκαλεί μόνο όταν το έχει σχεδιάσει για να εγείρει επεκτατικές διεκδικήσεις και να εγγράψει σχετικές πολιτικές υποθήκες. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν και η κρίση του 1987 και -με διαφορετικό τρόπο- η κρίση στα Ιμια.

Δεν ήταν προσχεδιασμένο

Το επεισόδιο στην Κάρπαθο, αντιθέτως, ήταν αποτέλεσμα της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά όχι προσχεδιασμένο. Γι’ αυτό, τόσο οι αρχηγοί ΓΕΕΘΑ όσο και οι υπουργοί Εξωτερικών δεν δυσκολεύθηκαν καθόλου να συμφωνήσουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άμεση συνεννόηση ήταν επιβεβλημένη. Οπως επιβεβλημένο ήταν να μη γίνουν εμπρηστικές δηλώσεις. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Στο γεγονός ότι υπό το κράτος του φοβικού συνδρόμου της, η Αθήνα αυτοεγκλωβίζεται σε ένα πολιτικοψυχολογικό κλίμα, το οποίο συρρικνώνει την γκάμα των ρεαλιστικών επιλογών της και την καθιστά απελπιστικά εύκολο αντίπαλο.

Ας σημειωθεί ότι η Αγκυρα ακούει με ειρωνικά χαμόγελα τις επαναλαμβανόμενες ανούσιες και αμήχανες ελληνικές παροτρύνσεις να αλλάξει πολιτική. Είναι αλήθεια ότι η τουρκική συμπεριφορά δεν συνάδει με την ιδιότητα της υποψήφιας προς ένταξη χώρας και ότι έρχεται σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας. Δεν παράγεται, όμως, πολιτικό αποτέλεσμα με διαπιστώσεις.

Οταν η κυβέρνηση είδε ότι η γραμμή της πλήρους υποβάθμισης του θέματος δεν πέρασε στην κοινωνία, διαφοροποίησε τη ρητορική της. Εστω και με καθυστέρηση, ο πρωθυπουργός άφησε να αιωρείται η απειλή ότι η Ελλάδα ενδέχεται να σταματήσει να υποστηρίζει την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Επειδή, όμως, παρόμοιες προειδοποιήσεις διατυπώνονται κάθε φορά που εκδηλώνονται τουρκικές προκλήσεις, έχουν χάσει την πολιτική τους εμβέλεια. Ηχούν σαν λόγια χωρίς αντίκρισμα. Εκτός και αν θεωρηθεί ότι στόχο έχουν όχι να στείλουν μήνυμα στην Αγκυρα, αλλά να κατευνάσουν την ελληνική κοινή γνώμη.

Το κρίσιμο έλλειμμα

Η ελληνική πολιτική ελίτ δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει ότι είναι στρατηγικός της στόχος η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία. Η επιδίωξη αυτή, όμως, δεν μπορεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο πολιτικής. Για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων δεν αρκεί η πρόθεση της μιας πλευράς. Απαιτείται και η βούληση της άλλης. Και εκεί είναι ακριβώς το κρίσιμο έλλειμμα. Ολα δείχνουν ότι η Αγκυρα θα συνεχίσει την εξαναγκαστική της διπλωματία, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι οι προκλήσεις.

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι οι καλές σχέσεις είναι προς όφελος και των δύο κρατών και όχι μόνο της δικής μας πλευράς. Η επισήμανση θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Ορισμένοι πολιτικοί, δημοσιογραφικοί και ακαδημαϊκοί κύκλοι έχουν την τάση να θεωρούν ότι η Αθήνα πρέπει να εξαγοράζει την ύφεση και να προωθεί την προσέγγιση, αφ’ ενός προσαρμοζόμενη εμμέσως στις τουρκικές απαιτήσεις και αφ’ ετέρου κάνοντας φαινομενικά ανώδυνες υποχωρήσεις.

Η πολιτική αυτή επικαλείται ένα μεταμοντέρνο ιδεολόγημα για τις διεθνείς σχέσεις, που έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Επί της ουσίας, υποδηλώνει ότι οι υποστηρικτές της αντιλαμβάνονται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με όρους ανισοτιμίας. Και ακριβώς γι’ αυτό, όπως με αναμφισβήτητο τρόπο έχουν όλα αυτά τα χρόνια αποδείξει τα γεγονότα, το μόνο αποτέλεσμα είναι η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας, η οποία με τη σειρά της καθιστά πιθανότερη την κρίση.

Το επεισόδιο της περασμένης Τρίτης μπορεί να ήταν στατιστικώς αναμενόμενο, αλλά έφερε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο το χρόνιο πρόβλημα των τουρκικών προκλήσεων και το υφιστάμενο έλλειμμα στον τρόπο αντιμετώπισής τους. Επιβεβαίωσε για μία ακόμα φορά πόσο λάθος ήταν το κυρίαρχο δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ότι η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας θα αποτελούσε την αφετηρία μιας διαφοροποίησης στη συμπεριφορά της.

Η αλήθεια είναι ότι η Αγκυρα δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις της. Στόχος της ήταν και παραμένει να διανύσει την ενταξιακή της πορεία με όλες τις επεκτατικές διεκδικήσεις της στο τραπέζι. Επειδή, όμως, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα παραμένουν στην ίδια γραμμή πλεύσης, διακατεχόμενα από τον ίδιο φόβο και την ίδια αμηχανία. Οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι και τα δύο έχουν μετατρέψει τους πόθους σε πραγματικότητα, ότι έχουν μετατρέψει μία θεμιτή εκτίμηση σε πολιτικό στερεότυπο. Για την ακρίβεια σε δόγμα.

Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που παραβιάσθηκε το άλφα-βήτα των διεθνών σχέσεων: η Αθήνα δεσμεύθηκε εκ των προτέρων και χωρίς λόγο να υποστηρίξει ενθέρμως και άνευ όρων την τουρκική ένταξη! Υπενθυμίζουμε ότι το ελληνικό «ναι» τον Δεκέμβριο 2004 δεν διασυνδέθηκε ούτε καν με την άρση της απόφασης του τουρκικού Κοινοβουλίου να χαρακτηρίσει αιτία πολέμου την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων.

Ο απολογισμός αυτής της πορείας, που μετράει πια αρκετά χρόνια και ως εκ τούτου επιδέχεται αξιολόγηση, είναι πενιχρός. Ακόμα και οι θερμοί υποστηρικτές της ακολουθούμενης πολιτικής δεν μπορούν να το αρνηθούν. Γι’ αυτό και συστήνουν υπομονή, παραπέμποντας στις θετικές αλλαγές, οι οποίες θα προκύψουν στο μέλλον. Το μέλλον, άλλωστε, έχει το πλεονέκτημα ότι δεν διαψεύδει εκ των προτέρων καμία προσδοκία.

Η απόφαση του Ελσίνκι

Οπως είναι γνωστό, η στρατηγική της «εξημέρωσης του θηρίου» δρομολογήθηκε και εφαρμόστηκε πρώτα από τους Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου. H «γαλάζια» κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τη συνεχίζει, με τον δικό της τρόπο. Για να διαφοροποιηθεί από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ έχει οχυρωθεί πίσω από το επιχείρημα ότι ο Κ. Καραμανλής εγκατέλειψε τη «σωτήρια» πρόβλεψη που υπήρχε στην απόφαση του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999).

Υπενθυμίζουμε ότι εκείνη η απόφαση περιλάμβανε μία γενική σύσταση, που απευθυνόταν κυρίως στην Ελλάδα και την Τουρκία (χωρίς να τις αναφέρει ρητά), να διαπραγματευθούν τις υπάρχουσες συνοριακές διαφορές τους και άλλα συναφή θέματα. Προσέθετε, μάλιστα, ότι εάν δεν καταφέρουν να τις επιλύσουν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα εξετάσει την κατάσταση και θα παραπέμψει τις διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Ο Γ. Παπανδρέου κατηγορεί την κυβέρνηση Καραμανλή, επειδή τον Δεκέμβριο 2004 δεν ζήτησε την παραπομπή των διμερών προβλημάτων στη Χάγη. Αποσιωπά, όμως, ότι η παραπομπή θα αφορούσε τα πάντα και όχι μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Με άλλα λόγια, θα αφήναμε στα χέρια ορισμένων δικαστών να κρίνουν κυριαρχικά μας δικαιώματα και πρώτα απ’ όλα τις «γκρίζες ζώνες», δηλαδή την παραχώρηση ή όχι ελληνικού εδάφους.

Τα χωρικά ύδατα

Ακόμα, όμως, και στην απίθανη περίπτωση που παραπεμπόταν μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, θα προέκυπτε και πάλι ανήκεστος βλάβη στα εθνικά συμφέροντα. Δεδομένου ότι η Ελλάδα, λόγω της τουρκικής απειλής, δεν έχει τολμήσει να θέσει θέμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της στα 12 μίλια, η Χάγη θα αποφάσιζε την οριοθέτηση με βάση τα υφιστάμενα χωρικά ύδατα των έξι μιλίων. Το Διεθνές Δικαστήριο, όμως, έχει αποφανθεί στην υπόθεση Κατάρ κατά Μπαχρέιν, ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων επέκταση. Αυτό πρακτικά σημαίνει απεμπόληση του δικαιώματος που η Ελλάδα έχει από το Δίκαιο της Θάλασσας. Ενα δικαίωμα που εάν ασκηθεί θα ακυρώσει αυτομάτως όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο.

Η διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης Σημίτη και της κυβέρνησης Καραμανλή είναι ότι η πρώτη επιδίωκε διακαώς μια συνολική διευθέτηση με την Αγκυρα.

Η επιβολή του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο θα ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα. Τον Δεκέμβριο 2004 θα ζητούσε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να παραπέμψει τα ελληνοτουρκικά στη Χάγη. Ηταν έτοιμος όχι μόνο να απεμπολήσει το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, αλλά και να αναλάβει το ρίσκο απώλειας ορισμένων βραχονησίδων. Θεωρούσε ότι μία απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα γινόταν δεκτή με λιγότερες εσωτερικές αντιδράσεις. Η απροθυμία της κυβέρνησης Καραμανλή να ακολουθήσει αυτήν την οδό μπορεί να αναπαράγει το αδιέξοδο και να προκαλεί αμηχανία στην Αθήνα, αλλά τουλάχιστον απέτρεψε σοβαρούς κινδύνους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή