Δύσπιστη προς την Τουρκία η κοινή γνώμη

Δύσπιστη προς την Τουρκία η κοινή γνώμη

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι βασικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινής γνώμης για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν διαμορφωθεί σε βάθος χρόνου και δεν είναι εύκολο να ανατραπούν. Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικές εκτιμήσεις και γνώμες, για μια σειρά θεμάτων που άπτονται των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει αποδειχθεί επανειλημμένως ότι παρακολουθούν τις διακυμάνσεις της συγκυρίας των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και επηρεάζονται σημαντικά από αυτές. Αυτό συνέβη και τώρα.

Στην περίοδο μετά το 2000, η ανασφάλεια απέναντι στην Τουρκία, που διακατείχε κατά την προηγούμενη δεκαετία την ελληνική κοινωνία, σαφώς υποχώρησε. Είναι ενδεικτικό ότι το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου, το οποίο κατά τον Απρίλιο του 1999 εθεωρείτο πιθανό («πολύ» ή «αρκετά»), από το 41% των ερωτηθέντων, στην παρούσα μέτρηση του βαρόμετρου της VPRC (Ιούνιος 2006) καταγράφεται στο 24%. Ωστόσο, ύστερα από μια διετή περίοδο «εφησυχασμού», που ακολούθησε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την απόρριψη του σχεδίου Ανάν στο ελληνοκυπριακό δημοψήφισμα του Απριλίου 2004, οι κοινωνικές ανησυχίες και τα «φοβικά» σύνδρομα απέναντι στη γείτονα φαίνεται να ενισχύονται εκ νέου. Λόγω του πρόσφατου επεισοδίου, το 48% των ερωτηθέντων εκτιμά σήμερα ότι σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί, 42% ότι παραμένουν στάσιμες και μόλις 6% ότι έχουν βελτιωθεί. Εικόνα αρκετά διαφορετική, από την αντίστοιχη του Δεκεμβρίου 2004, όπου το 17% του κοινού εκτιμούσε ότι οι διμερείς σχέσεις είχαν βελτιωθεί, 53% ότι παρέμειναν στάσιμες και μόνο 26% ότι είχαν επιδεινωθεί.

Η ένταξη στην E.E.

H σχετική επιδείνωση στις σχέσεις των δύο χωρών, επιδρά και στις στάσεις του κοινού απέναντι στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για πρώτη φορά, σε μέτρηση της τελευταίας διετίας, η ελληνική κοινή γνώμη διχάζεται σε τέτοιο βαθμό, αναφορικά με τις επιπτώσεις της τουρκικής ένταξης για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Στην παρούσα μέτρηση, το 60% των ερωτηθέντων, δηλαδή 6 στους 10, τάσσονται κατά της ένταξης της Τουρκίας, ενώ παράλληλα αυξάνεται και το ποσοστό των πολιτών (63%, έναντι 59% τον Δεκέμβριο του 2004), που θεωρεί ότι σε περίπτωση κυπριακού βέτο για την ένταξη, η Ελλάδα θα πρέπει να συνταχθεί με τη στάση της Κύπρου. H σημασία των προηγούμενων διαπιστώσεων είναι προφανής, καθότι η υποστήριξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας αποτέλεσε κατά την πρόσφατη περίοδο ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. H αυθόρμητη κοινωνική αντίδραση, απέναντι στην ένταξη της Τουρκίας, είναι συνολικά αρνητική και έχει επηρεασθεί χωρίς αμφιβολία από το δυσμενές κλίμα που εκδηλώνεται ανοικτά στις χώρες της E.E. μετά το γαλλικό και ολλανδικό δημοψήφισμα. Σε γενικές γραμμές, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα θεωρεί την ένταξη της γείτονος αρνητική και για την Ευρώπη, διότι εκτιμά, πλειοψηφικά τόσο ότι αυτή θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, όσο και ότι θα αποδυναμώσει την ασφάλεια της Ευρώπης.

Οι στάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προσδιορίζονται περισσότερο από κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες και λιγότερο από αμιγώς πολιτικούς ή κομματικούς. Σε γενικές γραμμές, οι δημογραφικοί παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία και το επίπεδο εκπαίδευσης των ερωτωμένων, καθώς επίσης και ο θρησκευτικός παράγων (για τη διερεύνηση της σχέσης των ερωτωμένων με την Εκκλησία χρησιμοποιείται στις έρευνες κοινής γνώμης η συχνότητα εκκλησιασμού) είναι εκείνοι που πρωτίστως ερμηνεύουν τις στάσεις του κοινού. Το ίδιο ισχύει και για τον βαθμό επαφής και γνωριμίας με τον «Αλλο» (προσωπική επαφή με τη χώρα ή διατήρηση διαπροσωπικών σχέσεων). Σχεδόν σε όλα τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το εκλογικό σώμα τείνει να διαιρείται / διαχωρίζεται στη βάση αυτών των παραγόντων και όχι στη βάση των κομματικών του προτιμήσεων. Κατά κανόνα, οι άνδρες, οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, τα περισσότερο μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού, καθώς και οι μη-εκκλησιαζόμενοι, τείνουν να διακατέχονται από μικρότερη φοβία και ανασφάλεια απέναντι στην Τουρκία και να διάκεινται περισσότερο ευνοϊκά στην προοπτική προσέγγισης με τη γείτονα και επίλυσης των διαφορών. Και αντιστρόφως, οι γυναίκες, οι νέοι, τα λιγότερο μορφωμένα και εύπορα κοινωνικά στρώματα, καθώς και οι τακτικά εκκλησιαζόμενοι («ο λαός της Εκκλησίας») διακατέχονται από μεγαλύτερη φοβία απέναντι στη γείτονα και διάκεινται περισσότερο αρνητικά στην προοπτική προσέγγισής της.

* O κ. Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας PhD, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εταιρειών VPRC και Public Issue.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή