Οι πολίτες αυτής της χώρας στις επικείμενες εκλογές θα ψηφίσουν, πρωτίστως, τον αυριανό πρωθυπουργό. Αυτό σημαίνει ότι οι εκτιμήσεις τους για τις ικανότητες του κ. Κώστα Καραμανλή ή του κ. Γ. Παπανδρέου να κυβερνήσουν αποδοτικά για τον τόπο, θα κατευθύνουν στην ουσία τις ψήφους. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ψήφος είναι πολυσύνθετη και συνεπώς κριτήριά της θα αποδειχθούν, επίσης, οι δεσμεύσεις των πολιτικών αρχηγών για ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που να εγγυάται την προκοπή του τόπου στην επόμενη τετραετία και ακόμη περισσότερο η αποτίμηση που κάνουν οι πολίτες για την ποιότητα του κυβερνητικού έργου που επιτελέστηκε στα τρισήμισι χρόνια και για το εποικοδομητικό ή όχι της τακτικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οσον αφορά το επιτελεσθέν έργο από την κυβέρνηση Καραμανλή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ισχυρό χαρτί της, που θα παίξει καθοριστικά στις εκλογές, θα είναι η οικονομία. Αν θυμηθούμε την περίφημη φράση του Μπιλ Κλίντον, που έγινε το σύνθημα της νίκης του στη δεύτερη τετραετία, το περίφημο: «It’s the economy, stupid» ή την ελληνική του παράφραση: «Ο κόσμος ψηφίζει με κριτήριο την τσέπη του», τότε δεν υπάρχει πιο πειστική συνηγορία υπέρ της κυβερνήσεως από τα επιτεύγματά της, μικρά ή μεγάλα, στον χώρο της οικονομίας.
Σκληροί οι αριθμοί…
Ασφαλώς και η ελληνική οικονομία δεν έλυσε όλα τα προβλήματά της, με πρώτο τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, με δεύτερο τον ανίκανο και ενίοτε διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό και τρίτον την κυριαρχική επιρροή της διαπλοκής ή μάλλον την παντοδυναμία των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Παρά τις καθυστερήσεις, όμως, ή και τα λάθη στους στρατηγικούς αυτούς τομείς, στα τριάμισι χρόνια επετελέσθη σημαντικό έργο, που εξασφάλισε στην οικονομία ένα νοικοκύρεμα στα δημόσια οικονομικά, μια απελευθέρωση της αγοράς και των δημιουργικών δυνάμεων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, γεγονός που εκφράζεται με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και, τέλος, και ίσως το κυριότερο, μια σταθερή βελτίωση των εισοδημάτων που είναι εμφανής στην κίνηση της αγοράς αλλά και στον τρόπο ζωής της πλειοψηφίας των πολιτών.
Παρότι ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου εκφράζει υπερηφάνεια για το έργο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ της τελευταίας 20ετίας, δεν μπορεί να συγκρουσθεί με τους σκληρούς αριθμούς που τον διαψεύδουν. Το δημόσιο χρέος π.χ. από 29,7% του ΑΕΠ το 1981 εκτοξεύθηκε στο 108,5% το 2004. Το βιοτικό μας επίπεδο ως ποσοστό του μέσου κοινοτικού μειωνόταν για πολλά χρόνια. Ηταν 77,5% του μέσου κοινοτικού ορίου το 1981, κατέβηκε στο 67,2% το 1983, στο 66,3% το 2000 και στο 73,6% το 2003. Παρά τους σημαντικούς πόρους από την Κοινότητα. Παρά τον ιλιγγιώδη δανεισμό. Η ανεργία από 4% το 1981 εκτοξεύθηκε στο 11,3% το πρώτο τρίμηνο του 2004, η δραχμή υπέστη τρεις υποτιμήσεις και συνεχή διολίσθηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι από 327.000 το 1981 έφθασαν τις 596.000 το 2004. Η Νέα Δημοκρατία παρέλαβε τον Μάρτιο του 2004 μια οικονομία σε κατάσταση δημοσιονομικού εκτροχιασμού, με υψηλή ανεργία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και μεγάλες περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες.
Τα επιτεύγματα
Ούτε ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής, ούτε ο αρχιτέκτονας της νέας οικονομικής πολιτικής κ. Γ. Αλογοσκούφης ισχυρίσθηκαν ποτέ ότι έλυσαν όλα τα προβλήματα. Και λάθη, ειδικά στη σύνθεση και την αποδοτικότητα της κυβέρνησης υπήρξαν και καθυστερήσεις μεγάλες σημειώθηκαν. Χρειάσθηκε π.χ. να περάσουν τριάμισι χρόνια και να φθάσουμε στις εκλογές για να κατατεθεί ένα πρώτο χωροταξικό σχέδιο, ενώ οι ΔΕΚΟ συνεχίζουν να παράγουν ελλείμματα που πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Ομως, παρ’ όλα αυτά ένα είναι βέβαιο, η κυβέρνηση σταμάτησε τον κατήφορο της οικονομίας. Γύρισε σελίδα και με τις πρώτες μεταρρυθμίσεις της ώθησε τα πράγματα προς τα εμπρός. Αν θα θέλαμε να σταθούμε σε ορισμένα από τα σημαντικά επιτεύγματα του κυβερνητικού έργου θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε τα εξής:
– Τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται πλέον στον σωστό δρόμο. Η κυβέρνηση παρέλαβε το 2004 δημόσιο έλλειμμα ίσο με 7,9% του ΑΕΠ με αποτέλεσμα το 2005 η χώρα να τεθεί υπό κοινοτική επιτήρηση. Νοικοκυρεύοντας τις δαπάνες και βελτιώνοντας τα έσοδα, χωρίς σοβαρές νέες φορολογικές επιβαρύνσεις, πέρυσι για πρώτη φορά από την ένταξή μας στην Ευρωζώνη, το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Στο 2,6% και εφέτος, ακόμη πιο χαμηλά στο 2,4%. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε μια πορεία σταθερής αποκλιμάκωσης σε σχέση με το ΑΕΠ. Από 108,5% το 2004, φέτος αναμένεται να περιορισθεί στο 100% του ΑΕΠ. Και εκείνο που έχει πολιτική βαρύτητα είναι ότι ο κ. Κώστας Καραμανλής βαδίζει προς τις εκλογές χωρίς τα δημαγωγικά πακέτα παροχών που σημάδεψαν όλη την οκταετία Σημίτη και τα οποία συνεχίζει ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου μοιράζοντας υποσχέσεις για παροχές χωρίς αντίκρισμα.
– Η ανάπτυξη είναι δυναμική και ενισχύεται. Ο ρυθμός ανάπτυξης, για την οποία καταστροφολογούσε με κακεντρέχεια το ΠΑΣΟΚ το 2004, είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη: 3,7% το 2005, 4,3% το 2006, 4,6% το πρώτο τρίμηνο εφέτος. Το 2006 η ελληνική οικονομία ήταν, μαζί με εκείνες της Ιρλανδίας, της Φινλανδίας και του Λουξεμβούργου, μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «15». Ταυτόχρονα, όμως, βελτιώνονται τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης. Είναι γνωστό ότι στα τελευταία χρόνια του ΠΑΣΟΚ η ανάπτυξη τροφοδοτούνταν βασικά από τα μεγάλα δημόσια έργα που γίνονταν εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τώρα η ανάπτυξη προέρχεται από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και των εξαγωγών. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ως ποσοστό του κοινοτικού μέσου όρου θα αγγίξει φέτος το 80% και με την αναθέωρησή του που εγκρίνει εντός των ημερών η Eurostat θα περάσει το 95%. Καλύπτουμε το έδαφος που χάσαμε για 25 ολόκληρα χρόνια.
Αυτή η υψηλή ανάπτυξη διαχέεται δίκαια στην κοινωνία και τις περιφέρειες της χώρας. Ετσι:
– Η ανεργία μειώνεται στο 9,1% στο πρώτο τρίμηνο του 2007 έναντι 11,3% το πρώτο τρίμηνο του 2004.
– Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξάνεται κατά 4% το 2006 έναντι 3,4% το 2005 και έναντι ετήσιας αύξησης 1,8% κατά μέσον όρο στην τελευταία 8ετία του ΠΑΣΟΚ.
Τέλος, στην επιχειρηματική αγορά, η φορολογική μεταρρύθμιση και η βελτίωση του κλίματος έχουν οδηγήσει σε έναν οργασμό δραστηριοποίησης με βελτίωση της κερδοφορίας, συγχωνεύσεις μονάδων και κυρίως επέκτασή τους στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.