Ενα ερώτημα προέκυψε από όλη την αρθρογραφία για το έθνος και την εθνική ταυτότητα με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. Τι εξυπηρετεί η εμμονή ορισμένων διανοητών μας για την ανατροπή της ισχύουσας αντίληψης για την εθνική ταυτότητα, αφ’ ης στιγμής δεν διαγράφεται στον ορίζοντα μια νέα πρόταση που να βοηθά την ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα το μέλλον;
Ακόμη και αν δεχθούμε πως η παρούσα εννοιολόγηση της «εθνικής ταυτότητας» απέκτησε τη σημερινή της σημασία μέσα στα νεωτερικά συστήματα ταξινόμησης που συγκρότησαν την έννοια «έθνος – κράτος», προς τι το εγχείρημα για την «ανακαίνιση» (είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Α. Λιάκος σε άρθρο του στο Βήμα, 6/3/2005) μιας εμπεδωμένης ήδη στην κοινή συνείδηση «αλήθειας»;
Επιπρόσθετα, είναι άξιο απορίας, γιατί οι «ανακαινιστές» δεν ερμηνεύουν με τα ίδια αναλυτικά εργαλεία την επιλογή τους για την αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας; Γιατί δεν εξηγούν με σαφήνεια ποιες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες επιβάλλουν την εξασθένηση της εθνικής ιδεολογίας στην Ελλάδα και την «ανακαίνιση», μέχρι σημείου εκθεμελιώσεως, της εθνικής ταυτότητας;
Οι όροι «έθνος», «εθνικισμός», «εθνική ταυτότητα» εισέρχονται στο πεδίο της επιστημονικής εντρύφησης πάντοτε υπό την πίεση ευρύτερων σκοπιμοτήτων που συνδέονται με την ίδρυση, ενίσχυση ή απαξίωση του κράτους. Η θέση αυτή επαληθεύτηκε τις τελευταίες δεκαετίες, όταν στη σκέψη της Δύσης επικράτησε η αντίληψη πως η τεχνολογική διάχυση της επικοινωνίας προσέκρουε στα θεσμικά όρια του έθνους – κράτους.
Ωστόσο, στις μέρες μας, ακόμη και φανατικοί οπαδοί της υπερεθνικής οικουμενικότητας επανέφεραν στον πολιτικοφιλοσοφικό προβληματισμό το ιδεώδες της πατρίδας μιλώντας για τον «πατριωτισμό του πολίτη»· ήτοι για μια εθνική ταυτότητα η οποία οικοδομεί την οικουμενική της διάσταση πάνω στην τοπικότητα της πατρίδας.
Εάν λοιπόν η ανασκόπηση της εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας συνόδευσε πάντοτε ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες, δεν θα έπρεπε αυτές να αναλυθούν για τη σημερινή ελληνική κοινωνία και πολιτική;
Η συνήθης απάντηση είναι πως η εθνική ταυτότητα ερείδεται στη λογική του συγγενούς και του όμοιου και όχι της διαφορετικότητας. Η άρση της συνεπώς θα διευκολύνει σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης την κατανόηση και την αλληλεγγύη ανάμεσα στον Ελληνα και τον μετανάστη. Αυτή η απάντηση δεν πείθει διότι, κατά κανόνα, η εχθρότητα προς τον ξένο κρύβει μια τραυματισμένη προσωπική και κοινωνική ταυτότητα και είναι δυστύχημα που στην ανάλυση αυτών των ταυτοτήτων έχει εγκύψει μόνον αποσπασματικά ο ελληνικός στοχασμός. Στερούμεθα πανελλαδικής κοινωνικής έρευνας που να αποδεικνύει τα προσκόμματα που θέτει η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας στην κοινωνική ευημερία και στη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας μεταξύ των Ελλήνων, ή αυτών και των εγκατεστημένων ήδη στην Ελλάδα μεταναστών. Οσες δε σχετικές έρευνες έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι κυρίως ιστορικές, όχι κοινωνιολογικές, και μικρού βεληνεκούς, περιορισμένες ως επί το πλείστον στην πρόσφορη προς τούτο περιοχή της Μακεδονίας.
Επιπρόσθετα, η πολιτική εμπειρία πείθει πως η ισχυροποίηση του έθνους-κράτους συμβάλλει στην διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας κατά τη συμμετοχή της στο μοναδικό πείραμα υπερεθνικής ενοποίησης που επιχειρείται σήμερα στον κόσμο, και αναφέρομαι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Προς τι λοιπόν το υποκειμενικό πάθος για τον εξοβελισμό της εθνικής ταυτότητας και μάλιστα από την παιδική συνείδηση; Η κοινωνία μας έχει απομακρυνθεί από επικίνδυνους μεγαλοϊδεατισμούς ώστε να ανησυχούμε για αναβίωση ρομαντικών εθνικισμών.
Η απάντηση στις απορίες μας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο είδος και στον τρόπο παραγωγής νέας γνώσης όπως συντελείται σήμερα διεθνώς και κατ’ επέκταση στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο.
Αναφορικά με το είδος της γνώσης, νομίζω ότι η σαγήνη που άσκησε ο μεταδομισμός και κυρίως ο κονστρουκτιβισμός ως μεθοδολογία προσέγγισης και κατανόησης της πραγματικότητας, είναι από τις βασικές αιτίες αποξήλωσης ζωτικών συλλογικών αναπαραστάσεων, καθώς εστίασε στον τρόπο συγκρότησής τους. Σύμφωνα μ’ αυτόν, συλλογικές αναπαραστάσεις όπως η συνείδηση, η ταυτότητα, το έθνος κ.λπ. παράγονται και εμπεδώνονται κοινωνικά, μεταφέρονται δε στις επόμενες γενεές ως αυθύπαρκτες οντότητες.
Η αντίρρησή μας δεν αφορά την κοινωνική δόμηση της πραγματικότητας, αλλά την αντίληψη μιας τάσεως πως η κοινωνική θέσμιση, ή «κατασκευή», είναι κατ’ εξοχήν προϊόν του λόγου, πράγμα που νομιμοποιεί την πεποίθηση πως δύναται να αποδομηθεί μέσω της δια-λόγου μάθησης. Παραβλέπεται σ’ αυτή την περίπτωση η ικανότητα της θεσμικά εγκατεστημένης κοινωνικής κατασκευής ν’ αποκτά αυτοδυναμία και να λειτουργεί στο εξής ανεξάρτητα από τον κατασκευαστή της. Και σ’ αυτή την παράβλεψη φαίνεται πως προέβησαν οι παρ’ ημίν θεωρητικοί του έθνους και της εθνικής ταυτότητας υιοθετώντας βασικά ένα γλωσσικό κονστρουκτιβισμό.
Μόνο όταν ένας θεσμός φθάνει στο σημείο να εμποδίζει την επιβίωση της ομάδας, αναπτύσσονται αντίθετες κοινωνικές πρακτικές που εν τω χρόνω επιβάλλουν τις δικές τους κοσμοεικόνες, ανατρέποντας έτσι τις υφιστάμενες. Ο ιστορικός που θα διακρίνει τη δρομολόγηση αυτών των νέων πρακτικών νομιμοποιείται να επανερμηνεύσει το παρελθόν προκειμένου να συνεισφέρει στην έλευση του καινούργιου. Οσο η δια-λόγου απομύθευση της εθνικής ταυτότητας δεν συμβάλλει στη συνειδητοποίηση και υπέρβαση των προβλημάτων που εμφανίζει μια κοινωνική θέσμιση για το παρόν και το μέλλον μιας κοινότητας, τόσο θα πρέπει να περιορίζεται στις ερωτηματοθεσίες μιας επιστημονικής ειδικότητας χωρίς αξιώσεις να νοηματοδοτεί με νέο περιεχόμενο τον κοινωνικό βίο.
Αναφορικά με τον τρόπο δημιουργίας επιστημονικής γνώσης σε χώρες ευρισκόμενες στο περιθώριο της έρευνας όπως η Ελλάδα, θα λέγαμε πως, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, επικρατεί η μεταφορά θεωρητικών σχημάτων από τα δυτικά κέντρα έρευνας.
Αυτά τα σχήματα μεταφέρονται και επιβάλλονται ως νάρθηκες στο σώμα της ελληνικής πραγματικότητας την οποία, αν και αγνοούμε, πιστεύουμε ότι είμαστε σε θέση να την αποσυνθέτουμε και ανασυνθέτουμε αφηγηματικά. Ετσι όμως, αντί να μεταβάλλονται οι απηρχαιωμένοι θεσμοί μας, αναπαράγονται πρόσκαιρες θέσεις πνευματικής εξουσίας, οι οποίες ως μαγνήτης έλκουν οπαδούς. Το αποτέλεσμα είναι εισαγόμενα ρεύματα ιδεών να διαγράφονται πάνω σε ετεροτοπίες εγκαταλελειμμένες ήδη από τους πρωτοπόρους της δυτικής σκέψης.
* Η κ. Ιωάννα Τσιβάκου είναι καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου.