Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει πλέον ότι η χώρα βαδίζει στον δρόμο της συνήθους εξαιρέσεως της συνταγματικής επιταγής περί πλήρους τετραετούς βίου της Βουλής.
Οπως καταδεικνύει η στατιστική κατά τα τελευταία 61 χρόνια, δηλαδή μετά τον πόλεμο, οι 21 από τις 22 εκλογικές αναμετρήσεις δεν έγιναν «στην ώρα τους». Μόνον τον Ιούνιο του 1989 σημειώθηκε συμπλήρωση πλήρους τετραετίας. Ολες οι άλλες, ακόμη και αυτές του 1950, του 1981 ή του 2004 για τις οποίες το πρόωρο ήταν για ελάχιστες ίσως ημέρες, διεξήχθησαν νωρίτερα είτε με την επίκληση συνήθων εθνικών λόγων, είτε λόγω πολιτικής αστάθειας ή εσωκομματικών ανατροπών. Η σημερινή αυθαιρέτως διατυπούμενη θέση ότι εκλογές που γίνονται μέσα στο τελευταίο εξάμηνο της τετραετούς κυβερνητικής θητείας δεν θεωρούνται πρόωρες, είναι εφεύρημα και αυτό ελληνικό. Ισως να μην υπάρχει στην περίπτωση αυτή το φαινόμενο του αιφνιδιασμού, αλλά όχι ότι δεν είναι πρόωρες.
Είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολιτικούς και επιστήμονες. Μάλιστα με την ευκαιρία της τελευταίας προ έτους αναθεωρητικής του Συντάγματος διαδικασίας, στο πλαίσιο του διαλόγου, προτάθηκε -χωρίς να πάρει τη μορφή επισήμων προτάσεων- από βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων, είτε η με ρητή συνταγματική δέσμευση επιβολή της τετραετίας είτε η ακύρωση του «ευεργετήματος» του πολιτικού αιφνιδιασμού με το να αφορά η Βουλή που προκύπτει από πρόωρες εκλογές, μόνον το συνταγματικώς απομένον διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση της τετραετίας και όχι μια νέα τετραετία.
«Δυσαρμονία»
Το άρθρο του Συντάγματος που κάνει τη σχετική πρόβλεψη για πρόωρη διάλυση της Βουλής (αρθ. 41) ανατράπηκε στην αναθεώρηση του 1986 σε σχέση με την διατύπωση του 1975. Καταργήθηκε η γνωστή αντικοινοβουλευτική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να διαλύει τη Βουλή, επικαλούμενος την «προφανή δυσαρμονία της προς το λαϊκό αίσθημα». Η διατύπωση μετά την αλλαγή διέκρινε μόνον δύο περιπτώσεις πρόωρης διάλυσης του Κοινοβουλίου:
Πρώτον, αν η σύνθεση της Βουλής δεν μπορεί να διασφαλίσει κυβερνητική σταθερότητα. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει μέσα στην ίδια περίοδο του βίου της εκλεγείσας Βουλής, να έχουν παραιτηθεί ή καταψηφιστεί δύο κυβερνήσεις. Από τη στιγμή που θα έχει διοριστεί τρίτη κυβέρνηση, σύμφωνα με τις διερευνητικές εντολές του άρθρου 37 του Συντάγματος, πληρούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για διάλυση της Βουλής, λόγω ελλείψεως κυβερνητικής σταθερότητας και η τελευταία αυτή κυβέρνηση είναι η κυβέρνηση που θα διενεργήσει τις εκλογές.
Δεύτερον, όταν το ζητεί η κυβέρνηση που έχει πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και επικαλείται την αντιμετώπιση κρισίμου εθνικού θέματος για το οποίο απαιτείται ανανεωμένη λαϊκή εντολή. Αν και στο παλαιό άρθρο του Συντάγματος του 1975 ο πρόεδρος μπορούσε να εκτιμήσει και να αρνηθεί, μετά το 1986 είναι υποχρεωμένος να δεχθεί. Απλώς αυτού του είδους η διάλυση δεν μπορεί να γίνει δύο -προφανώς συνεχόμενες- φορές για το ίδιο θέμα, ενώ η Βουλή που έχει εκλεγεί ύστερα από διάλυση της προηγουμένης, δεν μπορεί να διαλυθεί για ένα χρόνο.
Το Κυπριακό ήταν ο κύριος λόγος πρόωρης προσφυγής στις κάλπες από τη μεταπολίτευση. Το επικαλέσθηκε το 1977 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1996 ο Κ. Σημίτης και το 2004 και πάλι ο Κ. Σημίτης. Το 1985 η απόφαση ήρθε στο κλίμα της εκλογής Σαρτζετάκη και της επιδιωκόμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Εθνικούς λόγους επικαλέστηκε και ο Κ. Μητσοτάκης το 1993 για να μην «πέσει» μέσα στη Βουλή την ίδια ημέρα ανεξαρτητοποίησης του Γ. Συμπιλίδη και παραίτησης του Α. Γεροντόπουλου. Ενισχυμένος με το αξίωμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ μετά το συνέδριο του κόμματός του και λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία των Τ. Ισαάκ και Σ. Σολωμού στη Δερύνεια, τον Αύγουστο του 1996 σε μια φορτισμένη κατάσταση και έπειτα από συμμετοχή του στο Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου, ο κ. Σημίτης ζήτησε εκλογές, έχοντας πεισθεί ότι θα έπρεπε να πάει σε πρόωρες.
Σε αντίθεση με το καλοκαίρι του 1996 που ήταν πράγματι υπαρκτός ο αιφνιδιασμός, τα έτη 2000 και 2004 είχαμε long play ανεπίσημη προεκλογική περίοδο. Ηδη από τον Φεβρουάριο του 2000 ανεκοίνωσε ο κ. Σημίτης ότι οι εκλογές θα γίνονταν στις 9 Απριλίου. Εδώ ευθέως έγινε επίκληση του εθνικού θέματος «των διαπραγματεύσεων για τους όρους ένταξης στην ΟΝΕ». Αλλά και το 2004 ήδη από τις 7 Ιανουαρίου ανήγγειλε ο κ. Σημίτης αλλαγές στη αρχηγία του κόμματός του, αλλά και εκλογές στις 7 Απριλίου. Επίκληση έγινε και τότε του Κυπ ριακού εν όψει της τυπικής εντάξεως της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.