Ενώ απομένουν μόλις τρεις εβδομάδες πριν από τις πρόωρες εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου, η εκλογική κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης, αν και σχετικά αποδυναμωμένη, σε σύγκριση με το 2004 δεν δείχνει να ανατρέπεται. Η μαζική θερινή πολιτική δυσαρέσκεια, που εκδηλώθηκε με αφορμή τις φετινές πυρκαγιές, δεν φαίνεται να προκάλεσε τη μονιμότερη μεταστροφή του εκλογικού σώματος. Ούτε όμως και η παρατεταμένη μονοθεματική αντιπαράθεση για την υπόθεση των ομολόγων (τη διαφθοράς), δείχνει να ωφελεί την αντιπολίτευση, αντιθέτως, μάλλον συμπαρασύρει και αυτήν. Με βάση τη (στατιστική) εκτίμηση της εταιρείας Public Issue, η οποία βασίζεται στη χρονοσειρά των τηλεφωνικών ερευνών πρόθεσης ψήφου που πραγματοποιεί η εταιρεία VPRC, τόσο η εκλογική επιρροή της Ν.Δ., όσο και η αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ παραμένουν σήμερα, σε σύγκριση με τον περασμένο Ιούλιο, αμετάβλητες και υπολογίζονται, αντιστοίχως σε 42,5% και σε 38,5%.
«Αντεστραμμένο 1996»
Είναι ολοφάνερο ότι η αθροιστική επιρροή των δύο κομμάτων διακυβέρνησης καταγράφεται σήμερα σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα (81%) από εκείνα του 2004 (85,9%). Μάλιστα, το σημερινό ποσοστό που εμφανίζεται μειωμένο κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες βρίσκεται εγγύτερα στο αντίστοιχο των εκλογών του 1996 (79,3%), όταν ο ελληνικός δικομματισμός είχε καταγράψει το χαμηλότερο ποσοστό της 25ετίας, οδηγώντας για πρώτη φορά στην πλέον πολυκομματική (5κομματική) Βουλή της μεταπολίτευσης. Σήμερα, η εκτίμηση κοινοβουλευτικών εδρών που προκύπτει με βάση την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος συνεπάγεται επίσης 5κομματική Βουλή: Ν.Δ. 154 έδρες, ΠΑΣΟΚ 103, ΚΚΕ 20, ΣΥΝ 14, ΛΑΟΣ 9 (βλέπε διάγραμμα). Γι’ αυτό και αν η πρόβλεψη για την κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών επιβεβαιωθεί από το νέο εκλογικό αποτέλεσμα, διόλου αβάσιμα το νέο πολιτικό τοπίο που αναδεικνύεται μπορεί κάλλιστα να παρομοιαστεί με ένα «αντεστραμμένο 1996».
Η «ψαλίδα», ωστόσο, μεταξύ των δύο κομμάτων παραμένει στις 4 εκατοστιαίες μονάδες υπέρ της Ν.Δ. Είναι αυτονόητο, ότι η εν λόγω εκτίμηση για το επερχόμενο εκλογικό αποτέλεσμα διαφοροποιείται ριζικά από το σύνολο εκείνων των εκτιμήσεων, από τις οποίες προκύπτει σχετική ισοδυναμία μεταξύ των δύο κομμάτων, ακόμη και (σε δημοσκοπήσεις του Ιουνίου) διαφορές μικρότερες της μιας εκατοστιαίας μονάδας!
Σχετικά με αυτό το ζήτημα, το οποίο αποτέλεσε -συστηματικά από τον Μάρτιο του 2005 και εξής- πεδίο εφαρμογής μιας καθαρά προπαγανδιστικής χρήσης των δημοσκοπήσεων, θα πρέπει να τονιστεί το εξής: Με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση της κρίσης των υποκλοπών (Φεβρουάριος – Απρίλιος 2006, 2%), που συνέπεσε χρονικά με το μέσον του εκλογικού κύκλου, η διαφορά των δύο κομμάτων, ουδέποτε περιορίσθηκε σε ποσοστό μικρότερο των 2,5 εκατοστιαίων μονάδων. Η διαφαινόμενη διατήρηση του συσχετισμού μεταξύ των δύο κομμάτων οφείλεται, όχι στη θετική εικόνα της κυβέρνησης, αλλά κυρίως στις αδύνατες επιδόσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πράγματι, η σύγκριση των δύο βασικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ), σε όλους τους κρίσιμους -πέραν της πρόθεσης ψήφου- δείκτες που αποτυπώνουν τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος (καλύτερη κυβέρνηση, καταλληλότερος πρωθυπουργός, παράσταση νίκης) αποβαίνει συντριπτικά εις βάρος του ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, και σημαντικότερο, σε σύγκριση με την αντίστοιχη προεκλογική περίοδο του 2004, τόσο η εικόνα του κόμματος, όσο και η εικόνα του αρχηγού τους είναι σαφώς επιδεινωμένες (βλέπε σχετικά διαγράμματα).
Ο χρόνος των εκλογών
Η πολιτική δυναμική, η οποία -υπό τη σημαντική και διαρκή πίεση μιας σημαντικής μερίδας των Μέσων Ενημέρωσης- οδήγησε στις πρόωρες εκλογές, δεν φαίνεται να εναρμονίζεται με τις διαθέσεις των πολιτών και το κοινό αίσθημα. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι τέσσερις στους δέκα ερωτηθέντες (42%) θεωρούν «λάθος» την πρόωρη προκήρυξη των εκλογών, ενώ, παράλληλα, ένας στους δύο (51%) εξακολουθεί ακόμη και μετά την προκήρυξη των εκλογών να τάσσεται υπέρ της κανονικής διεξαγωγής τους, τον Μάρτιο του 2008 (βλέπε διαγράμματα). Επιπλέον, το ενδιαφέρον για τις εκλογές (56%) παραμένει σήμερα χαμηλότερο, σε σύγκριση με την αντίστοιχη χρονική στιγμή του 2004 (66%, -10%).
Από την άλλη πλευρά, όλοι οι δημοσκοπικοί δείκτες που αποτυπώνουν τη ρευστότητα της ψήφου (π.χ. απόφαση ψήφου, βαθμός βεβαιότητας, κ.ά.) δεν δείχνουν να διαφοροποιούνται σημαντικά από το 2004. Αντιθέτως, όπως υποδηλώνει σαφώς ο εξαιρετικά σημαντικός δείκτης της παράστασης νίκης, το αποτέλεσμα της επερχόμενης αναμέτρησης, δείχνει σήμερα να προεξοφλείται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, από ό,τι το 2004.
Λάθος οι πρόωρες εκλογές
Αποστάσεις από την απόφαση της κυβέρνησης για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες παίρνει η πλειονότητα των πολιτών, δηλώνει, ωστόσο, ότι θα πάει στις κάλπες και θα ψηφίσει. Συγκεκριμένα, το 42% χαρακτηρίζει μάλλον λάθος τις εκλογές στις 16 Σεπτεμβρίου, έναντι 30% που τη χαρακτηρίζουν μάλλον σωστή και 24% που τη χαρακτηρίζουν ούτε σωστή, ούτε λάθος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόλυτη πλειοψηφία (51%) θα προτιμούσε να εξαντληθεί η τετραετία και να διεξαχθούν οι εκλογές τον Μάρτιο του 2008, ενώ το 30% τάσσεται υπέρ του Σεπτεμβρίου και το 19% δεν παίρνει θέση. Παρά ταύτα, το 94% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι «σίγουρα ή μάλλον ναι» θα ψηφίσει έναντι μόλις 5% που επιλέγει την αποχή, λέγοντας ότι δεν θα προσέλθει. Ανάλογη ήταν η εικόνα και στις εκλογές του 2004. Τότε, το 93% δήλωνε ότι θα συμμετάσχει.
Ενδιαφέρεται το 56%
Αυξημένο, παρά την εποχή, κρίνεται το ενδιαφέρον των πολιτών για την επικείμενη εκλογική μάχη, παραμένει ωστόσο μικρότερο σε σχέση με το 2004. Πάνω από τους μισούς πολίτες, (ποσοστό 56%) δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται «λίγο, αρκετά ή πολύ» για τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου. Αντιθέτως, το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται ανέρχεται στο 43%. Μικρές είναι οι διαφοροποιήσεις του βαθμού ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης με βάση τις κομματικές τους προτιμήσεις. Ενδιαφέρον δείχνει το 66% των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, το 65% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, όπως και του Συνασπισμού, ενώ σε αυτούς του ΚΚΕ μειώνεται στο 55%. Εξαίρεση αποτελούν οι ψηφοφόροι του ΛΑΟΣ, καθώς μόλις το 21% δηλώνει ότι ενδιαφέρεται για την αναμέτρηση. Στις εκλογές του 2004, το ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωναν ότι ενδιαφέρονται ήταν 66% έναντι 33% όσων αδιαφορούσαν.
Το 31% δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους δύο
Τη Νέα Δημοκρατία εμπιστεύεται η κοινή γνώμη ως την καλύτερη κυβέρνηση για τη χώρα, ωστόσο μεγάλο είναι και το ποσοστό αυτών που πιστεύει ότι κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας. Συγκεκριμένα, το 38% εμπιστεύεται τη Νέα Δημοκρατία έναντι μόλις 21%, που προτιμά το ΠΑΣΟΚ, ενώ το 31% κανένα από τα δύο κόμματα. Πάντως, έξι στους δέκα (62%) προεξοφλούν την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας έναντι 13%, που θεωρούν ότι θα νικήσει το ΠΑΣΟΚ. Τα ποσοστά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με την παράσταση νίκης την προεκλογική περίοδο του 2004 (47%). Τέλος, οι 8 στους 10 (ποσοστό 80%) έχουν καταλήξει τι θα ψηφίσουν στην αναμέτρηση της 16ης Σεπτεμβρίου.
Βεβαιότητα για το αποτέλεσμα
Παρά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου και την παράσταση νίκης, το 48% της κοινής γνώμης εκτιμά ότι το εκλογικό αποτέλεσμα «μάλλον παίζεται». Αντιθέτως, το 42% πιστεύει ότι οι εκλογές έχουν ήδη κριθεί. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τις εκλογές του 2004, όταν μόλις ένας στους τρεις ψηφοφόρους προέβλεπε συγκεκριμένο νικητή. Αντιστοίχως, περιορίζεται το ποσοστό όσων βλέπουν ντέρμπι, καθώς έφθανε το 59% το 2004. Τη μεγαλύτερη βεβαιότητα για το εκλογικό αποτέλεσμα (σ.σ. προεξοφλώντας νίκη του κόμματος που επιλέγουν) εκφράζουν οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. (64%). Αντιθέτως, την εκτίμηση ότι η εκλογή δεν έχει κριθεί, εκφράζει το 68% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ενώ σχεδόν μοιρασμένοι εμφανίζονται οι ψηφοφόροι ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΛΑΟΣ.
* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph. D, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εταιρειών VPRC & Public Issue.