Ποτέ οι εκλογές δεν ήταν αμιγώς μία αναμέτρηση πολιτικών προγραμμάτων. Και δεν θα μπορούσαν να είναι, αφού πάντα η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών επηρεάζεται και από μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως η εκτίμηση για τις ικανότητες, την αξιοπιστία και το ήθος των κομμάτων και ιδιαιτέρως των υποψηφίων πρωθυπουργών. Το πρόβλημα με την παρούσα μάχη είναι η σχεδόν παντελής απουσία της προγραμματικής αντιπαράθεσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι ούτε ο Κώστας Καραμανλής ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους για μία σειρά κρίσιμα ζητήματα. Και όταν υποχρεώνονται να αναφερθούν σε αυτά, καταφεύγουν σε μία χωρίς πολιτικές γωνίες γενικολογία. Συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή φοβούνται το πολιτικό κόστος. Φοβούνται, δηλαδή, ότι εάν δηλώσουν τις πραγματικές προθέσεις τους θα έλθουν σε αντίθεση με τις προσδοκίες μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο επίπεδο της κάλπης.
Στην… περίμετρο
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ασφαλιστικό. Τα όσα ανακοίνωσε αυτές τις ημέρες ο πρωθυπουργός, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό επανάληψη εκείνων που έλεγε το 2004. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι προτάσεις του κινούνται στην περίμετρο και όχι στον πυρήνα του προβλήματος. Παρεμφερής είναι και η στάση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ενα δεύτερο παράδειγμα είναι το Σκοπιανό. Ο Κώστας Καραμανλής είχε παλαιότερα προειδοποιήσει επανειλημμένως τη σλαβομακεδονική ηγεσία ότι εάν δεν βρεθεί οριστική λύση για το πρόβλημα της ονομασίας η Ελλάδα θα εμποδίσει με βέτο την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ. Σήμερα, αποφεύγει επιμόνως να πει οτιδήποτε γι’ αυτό το ζήτημα. Προφανώς, επειδή μετεκλογικά δεν πρόκειται να κάνει πράξη την απειλή του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αντιπολίτευση, εκμεταλλεύεται το αδύνατο σημείο του αντιπάλου του για να τον στριμώξει και να πλήξει την αξιοπιστία του.
Από δεοντολογικής απόψεως, το μεμπτό δεν είναι εάν ο ένας ή ο άλλος αρχηγός υποστηρίζει τη μία ή την άλλη πολιτική. Το μεμπτό είναι ότι αποφεύγουν να εκθέσουν την πολιτική τους στους πολίτες, ώστε αυτοί να ψηφίσουν, γνωρίζοντας τις προθέσεις των υποψηφίων πρωθυπουργών. Η ανανέωση της λαϊκής εντολής, που ζητάει ο Κώστας Καραμανλής σε μεγάλο βαθμό είναι λευκή επιταγή. Επειδή, όμως, αυτός κυβερνά, έχει δώσει δείγματα γραφής. Αυτά, βεβαίως, δεν προδικάζουν τις μετεκλογικές κινήσεις του, αλλά οπωσδήποτε δίνουν τη δυνατότητα μίας αξιολόγησης.
Η τακτική του ΠΑΣΟΚ
Δεν συμβαίνει το ίδιο με το ΠΑΣΟΚ. Η δική του τελευταία κυβερνητική θητεία αποδοκιμάσθηκε στις εκλογές του 2004. Τώρα θα κριθεί από τα πεπραγμένα του στην αντιπολίτευση. Τι κάνει ένα κόμμα για να διεκδικήσει την επιστροφή του στην εξουσία, έχοντας, μάλιστα, αλλάξει και αρχηγό; Το πρώτο είναι να γυρίσει σελίδα, αφήνοντας το κυβερνητικό παρελθόν του να το κρίνει η ιστορία.
Τι έκανε το ΠΑΣΟΚ; Ακόμα και τώρα οι «πράσινοι» υπερασπίζονται όχι μόνο τις θετικές, αλλά και πολλές από τις αρνητικές πτυχές της περιόδου Σημίτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δίνουν μάχη από μειονεκτική θέση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τακτική της Ν.Δ. είναι να παρασύρει το ΠΑΣΟΚ σε συγκρούσεις για το παρελθόν. Και σε πολλές περιπτώσεις το έχει καταφέρει. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κώστας Καραμανλής επανειλημμένως κατέβασε από το ράφι υποθέσεις του 2000-04 κυρίως για να εξισορροπήσει αρνητικές εντυπώσεις από «αμαρτίες» της δικής του κυβέρνησης.
Το δεύτερο καθήκον της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Για να το καταφέρει πρέπει να επεξεργασθεί ένα νέο πολιτικό σχέδιο για τη χώρα, το οποίο να καταλήγει σε μία δέσμη συγκεκριμένων, καινοτόμων και εύληπτων προτάσεων. Είναι αυτές ακριβώς οι προτάσεις, που με κάθε δυνατό τρόπο πρέπει να διαχυθούν στην κοινωνία.
Τι έκανε το ΠΑΣΟΚ; Καθυστέρησε πολύ να εκπονήσει πρόγραμμα. Και όταν το εκπόνησε, αυτό παρέμεινε ένα κείμενο χωρίς αιχμές και χωρίς καμμία πολιτική λειτουργία και εμβέλεια. Η Χαριλάου Τρικούπη χρειαζόταν μερικά κείμενα για να λέει ότι έχει πρόγραμμα. Οχι μια προγραμματική πλατφόρμα, η οποία να λειτουργήσει σαν ο ένας από τους δύο πυλώνες της προεκλογικής εκστρατείας της. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και ενημερωμένοι πολίτες αγνοούν παντελώς το «πράσινο» πρόγραμμα.
Για να αποκτήσει εμβέλεια ένα πολιτικό σχέδιο δεν αρκεί μόνο να έχει καινοτόμες προτάσεις. Πρέπει ταυτοχρόνως το κόμμα που το προτείνει να είναι αξιόπιστο. Επειδή το ΠΑΣΟΚ έχει παρελθόν, για να διαμορφώσει ένα νέο πιο ελκυστικό πρόσωπο ο Γιώργος Παπανδρέου όφειλε να έχει κάνει ανανέωση στο στελεχικό δυναμικό. Επειδή δεν υπάρχει διοικητικός τρόπος αποστρατείας, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αρχηγικά του προνόμια για να περιθωριοποιήσει τους φθαρμένους και αντιστρόφως να προωθήσει όσα στελέχη διακρίθηκαν για την αποτελεσματικότητα και το ήθος τους.
Τι έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου; Αντί να βάλει με θεσμικό τρόπο το μαχαίρι στο κόκαλο, άφησε το κόμμα στην κατάσταση παρακμής που το κληρονόμησε. Το μόνο που φρόντισε ήταν να προωθήσει ένα κύκλο δικών του ανθρώπων, που έχουν μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Και όχι μόνο αυτό. Ο ίδιος περιχαρακώθηκε στο περιβάλλον του, αφήνοντας έμπειρα, ικανά και έντιμα στελέχη έξω από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτό εκ των πραγμάτων μείωσε την επιτελική αποτελεσματικότητα της Χαριλάου Τρικούπη και βεβαίως αποξένωσε όσους ένιωθαν παραγκωνισμένοι.
Αντιπολιτευτικά κενά
Η τρίτη αποστολή κάθε αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να εκμεταλλεύεται τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνώντων για να πλήξει την πολιτική τους απήχηση. Τι έκανε σε αυτό το επίπεδο ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ; Προσπάθησε να το κάνει με έναν τρόπο που δεν του πάει. Σωστά έβαλε στο ράφι το μεταμοντέρνο προφίλ του, αλλά λανθασμένα υιοθέτησε μια παλιομοδίτικη αντιδεξιά ρητορική. Ενώ η «γαλάζια» κυβέρνηση του έδωσε πολλές και χειροπιαστές ευκαιρίες να την απαξιώσει πολιτικά, αυτός επέμεινε σε ένα γενικόλο, κραυγαλέο και κατά κανόνα ισοπεδωτικό αντιπολιτευτικό στυλ, που όχι μόνο δεν πείθει, αλλά και απωθεί.
Πολλοί ασκούν κριτική στον Γιώργο Παπανδρέου, επειδή έχει μετατρέψει σε αιχμή του αντιπολιτευτικού δόρατός του το σκάνδαλο των ομολόγων. Ορισμένες φορές, η κριτική αυτή υποκρύπτει την ιδιοτέλεια «πράσινων» στελεχών», που φοβούνται μήπως για συμψηφισμό εντυπώσεων η Ρηγίλλης αποκαλύψει δικά τους παλιά ανομήματα. Πολλοί, όμως, την υιοθετούν είτε από μία αντίληψη πολιτικού καθωσπρεπισμού είτε αντιπαραθέτοντας τις καταγγελίες για τα ομόλογα με τον προγραμματικό λόγο.
Στην πραγματικότητα, αυτά τα δύο είναι συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά. Υπηρετούν δύο διαφορετικές ανάγκες: Το ένα έχει ως στόχο να πλήξει τον αντίπαλο και το άλλο να πείσει ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Η «πράσινη» ηγεσία έχει ευθύνη, που το Κίνημα είναι ότι «γυμνό» στο προγραμματικό επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι κακώς πράττει στο αντιπολιτευτικό. Απλώς, για την κατάκτηση της εξουσίας η αντιπολίτευση είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Ο διεκδικητής της εξουσίας πρέπει και να πείσει ότι μπορεί να λύσει προβλήματα. Οταν μία κυβέρνηση έχει πίσω της μόνο μία τετραετία, είναι εξαιρετικά σπάνιο να πέσει μόνο από το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου.