Τα δεδομένα του προβλήματος είναι λίγο πολύ γνωστά και οι αναγνώστες της «Καθημερινής» είναι πλήρως ενημερωμένοι για τις διαστάσεις και τις επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία από την εκδήλωση φαινομένων πιστωτικής κρίσης, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά με προεκτάσεις και σε τράπεζες της Γερμανίας και της Βρετανίας. Οι εξαίρετες αναλύσεις της κ. Ζέζας Ζήκου στην εφημερίδα μας, νομίζω ότι έχουν δώσει απαντήσεις στα περισσότερα ερωτήματα των αναγνωστών της «Καθημερινής».
Απομένει όμως να δούμε την περίπτωση της χώρας μας και να σταθούμε με περισσότερη υπομονή στη στάθμιση κινδύνων και απειλών, που ίσως διατρέχουμε, όταν είναι γνωστό το φαινόμενο του ντόμινο και επίσης ότι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης οι κρίσεις, οικονομικές, νομισματικές ή ακόμη και χρηματιστηριακές, μεταδίδονται σε όλες τις γωνιές της Γης, όπως παλαιότερα οι επιδημίες.
Οι πιο κατάλληλοι για να απαντήσουν στα ερωτήματα και τις ανησυχίες μας είναι φυσικά οι τραπεζίτες. Πρώτον, γιατί η κυρίως κρίση στις ΗΠΑ και οι προεκτάσεις της στη Γερμανία και τη Βρετανία ξεκίνησαν από τις τράπεζες. Οι αμερικανικές τράπεζες, που ασυλλόγιστα είχαν εμπλακεί στη subrime αγορά στεγαστικών δανείων, δηλαδή δανείων υψηλού ρίσκου και χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητος, προκάλεσαν την κρίση που επεκτάθηκε γρήγορα στα hedge fund, που οι ίδιες είχαν ιδρύσει για να αυξήσουν τις αποδόσεις τους. Και ακριβώς ως αντίδραση στην κρίση αυτή, οι μεγάλες αμερικανικές και πολυεθνικές τράπεζες διέκοψαν απότομα τη χρηματοδότηση προς Εquity Funds, Ηedge Fund, προγράμματα συγχώνευσης και εξαγορών εταιρειών, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μια μίνι πιστωτική κρίση και να εισέλθουν σε φάση διαταραχής και αναστάτωσης οι κεφαλαιαγορές.
Δεύτερον, γιατί οι τραπεζίτες είναι οι πρώτοι που εισπράττουν και συνεπώς εκτιμούν την έκταση της κρίσης. Διότι ως γνωστόν, η αναστάτωση στις αγορές που προκάλεσε η κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων σε ΗΠΑ, Γερμανία, Βρετανία εκφράσθηκε σε πρώτο στάδιο με μια συρρίκνωση της κατανάλωσης και αναστολής υλοποίησης επιχειρηματικών επενδύσεων, αφού η πτώση στα χρηματιστήρια μείωσε περιουσίες ιδιωτών αλλά και Ταμείων, τραπεζών, κ. λπ.
Οι Ελληνες τραπεζίτες λοιπόν στο σύνολό τους δεν πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία θα υποστεί πιέσεις από την κρίση της Αμερικής. Χωρίς να αποκλείονται προσωρινές αναταράξεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών (άλλωστε η άνοδός του τα τελευταία δύο χρόνια είναι τόσο μεγάλη που πολλοί θα μπουν στον πειρασμό να ρευστοποιήσουν κάποιες μετοχές), η οικονομία σαν παραγωγή και το τραπεζικό μας σύστημα διέρχονται φάση ακμής και ισχυροποίησης και συνεπώς αποτελούν απόρθητα αναχώματα.
Οπως μας εξηγεί ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς κ. Μιχ. Σάλλας καμιά ελληνική τράπεζα και ιδιαίτερα οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες που κυριαρχούν στην αγορά (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) δεν έχουν επενδύσει στη subrime αγορά στεγαστικών δανείων. Δεν έχουν επενδύσει ούτε απευθείας ούτε μέσω ελεγχόμενων αμοιβαίων κεφαλαίων. Υπάρχει βέβαια ένα χαμηλό ποσοστό από τα χορηγούμενα στεγαστικά δάνεια που απειλείται από επισφάλειες, αλλά είναι τόσο μικρό ώστε να μη συνιστά απειλή.
Ακόμη οι ελληνικές τράπεζες διανύουν τώρα την καλύτερη ίσως φάση ανάπτυξης και ισχυροποίησής τους. Η κερδοφορία τους είναι ζηλευτή και το ενεργητικό τους (για τις τέσσερις τράπεζες) ισοδύναμο με 230 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο και το συνολικό ΑΕΠ της χώρας. Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις ΗΠΑ η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών είναι υψηλή.
Οπως μου προσθέτει ο κ. Σάλλας, ο ίδιος σαν Τράπεζα Πειραιώς πήρε τους τελευταίους μήνες 1.250 εκατ. ευρώ από τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων, 500 εκατ. από ειδικά ομόλογα και με την αύξηση κεφαλαίου θα μπουν στο ταμείο του άλλα 1.350 εκατ., ενώ τα 1.200 εκατ. φθάνει και η αύξηση κεφαλαίου της Eurobank. Ταυτόχρονα, τόσο οι νομισματικές αρχές, αλλά και τα τμήματα διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών είναι σε εγρήγορση, ώστε η ανησυχία επηρεασμού της χώρας μας να μοιάζει αδικαιολόγητη.