Κυβέρνηση με εύθραυστη πλειοψηφία

Κυβέρνηση με εύθραυστη πλειοψηφία

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν δεν ήταν δέκα ημέρες αφότου, στα τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου του 1990, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχοντας πάρει ψήφο εμπιστοσύνης κατέθεσε τα πρώτα της νομοσχέδια και μεγάλη κυβερνητική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον πρωθυπουργό ετοιμαζόταν για ταξίδι στο εξωτερικό, μάλλον στη Βόννη.

– Και τι θα γίνει, κύριε πρόεδρε, αν η αντιπολίτευση σας καταθέσει μια πρόταση ονομαστικής ψηφοφορίας; Ο Αθανάσιος Τσαλδάρης, πάντα προσηνής, χιουμορίστας και σαρκαστικός, έμεινε κυριολεκτικά άφωνος μπροστά στην αυτονόητη δημοσιογραφική μας ερώτηση.

«Αυτό δεν το είχα σκεφτεί», είπε απλά, σήκωσε το πορτοκαλί τηλέφωνο και άλλαξε ολόκληρο τον σχεδιασμό συζητήσεως του νομοσχεδίου, προκειμένου να βρίσκεται σύσσωμη η κυβέρνηση πίσω, όποτε και αν ετίθετο θέμα ψηφοφορίας.

Ο εφιάλτης αυτός ακολούθησε τον συμπαθή -τον συμπαθέστερο  κατά κοινή ομολογία- πρόεδρο της Βουλής για τρία ολόκληρα χρόνια. Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι με την πάροδο του χρόνου έπαψε απλώς να χάνει την κλασική του εκείνη έκφραση ηρεμίας, αρχοντιάς και ευζωίας που τον διέκρινε, και να «τα ρίχνει» στον δυστυχή Κ. Σημαιοφορίδη, γραμματέα της Κ.Ο. «για να συμμαζέψει τον λόχο». Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι του 1993 η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά χρονικά ψηφοφορία -σε ασήμαντη πάντως διάταξη- από ισοψηφία μην καταφέρνοντας να ελέγξει τους βουλευτές της.

Με επιστολική ψήφο

Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει κι εκεί που παλαιότερα κυβερνητικός βουλευτής ή υπουργός, όχι να λείψει, ούτε καν να αρρωστήσει δεν εδικαιούτο σε μια κρίσιμη ψηφοφορία, μια απλή διάταξη στον κανονισμό της Βουλής για επιστολική ψήφο βουλευτών που απουσιάζουν στο εξωτερικό, έλυσε τα χέρια της εκάστοτε κυβερνώσης πτέρυγας. Αυτές όμως οι σκέψεις έρχονται στον νου εν όψει των επερχόμενων εκλογών, με τους διαμορφούμενους πολιτικούς συσχετισμούς και τον νέο υπό δοκιμασία εκλογικό νόμο. Με εκτιμήσεις που κινούνται στα ακραία -πλην όμως υπαρκτά- ενδεχόμενα της ακυβερνησίας ή της εξασφαλίσεως πλειοψηφίας 151-153 ψήφων, το ορατό κατά τις δημοσκοπήσεις ενδεχόμενο πεντακομματικής Βουλής βγάζει στον αέρα σενάρια της επόμενης ημέρας.

Κι η μεν ακυβερνησία κατά συγκλίνουσες εκτιμήσεις απομακρύνεται, διόλου όμως το ενδεχόμενο της ισχνής πλειοψηφίας, που για δεύτερη φορά προβάλλει ως πιθανή μετά το 1989-93. Το σύστημα της υπερενισχυμένης στις εκλογές του 1977 δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα στη Ν.Δ. που πρώτευσε με 41,8% (171 έδρες), παρ’ ότι έξι ακόμη κόμματα και σχηματισμοί μπήκαν στη Βουλή (ΠΑΣΟΚ, ΕΔΗΚ, ΚΚΕ, Εθνική Παράταξη, Συμμαχία, Κόμμα Νεοφιλελευθέρων). Η αναλογική όμως του 1989 οδήγησε μετά δύο εκλογικές αναμετρήσεις σε ακυβερνησία παρά τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά του πρωτεύσαντος κόμματος της Ν.Δ. Χρειάστηκε η «ψήφος Κατσίκη» του Απριλίου 1990 και λίγο αργότερα μια περίεργη νομική ερμηνεία για τα αδιάθετα των μονοεδρικών στο Ιόνιο για να περάσει η μία από τις δύο έδρες του ΠΑΣΟΚ στην Κέρκυρα στη Νέα Δημοκρατία, για να συγκεντρωθούν οι πολύτιμες 152 ψήφοι. Ενας αστάθμητος παράγοντας τον οποίο ποτέ δεν επιδίωξε ως σύμμαχο η τότε κυβέρνηση ήσαν οι δύο ανεξάρτητοι μουσουλμάνοι βουλευτές, που σε γενικές γραμμές τη στήριξαν, χωρίς πάντως ποτέ να είναι καθοριστική η ψήφος τους. Κανένα επίσης πρόβλημα δεν αντιμετώπισε η κυβέρνηση του κ. Σημίτη στην πεντακομματική Βουλή στις εκλογές του 1996, όταν με τον εκλογικό νόμο Κούβελα με 41,49% πήρε 162 έδρες, ενώ σήμερα με το ίδιο ποσοστό και τα ίδια αθροίσματα ποσοστών των μικρών κομμάτων (ΚΚΕ-5,61%, ΣΥΝ-5,12% και ΔΗΚΚΙ-4,43%) η πλειοψηφία του πρώτου κόμματος θα ήταν εύθραυστη.

Σε τεντωμένο σχοινί

Το βέβαιο είναι ότι αντί των 164 βουλευτών που διέθετε η σημερινή κυβέρνηση από τις εκλογές του 2004, η ισχνή πλειοψηφία των 151-156 βουλευτών που θα πάρει όποιος εκλεγεί, θα δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση πίεσης και πολιτικών εκβιασμών. Αν δεν ανελήφθη από τη σημερινή κυβέρνηση το πολιτικό κόστος για βαθιές και επώδυνες μεταρρυθμίσεις με 164 βουλευτές, θα γίνει τώρα με την ενδεχομένως οριακή σχεδόν πλειοψηφία; Το προηγούμενο της περιόδου 1990-93 δείχνει ότι τα πάντα ήταν μια σχοινοβασία για την εξασφάλιση των εσωκομματικών ισορροπιών. Το θερμό καλοκαίρι του 1993, όταν τα κατεπείγοντα νομοσχέδια έδιναν και έπαιρναν και τα μετέπειτα στελέχη της Πολιτικής Ανοιξης έκαναν αντάρτικο, ο κομματικός μηχανισμός προχώρησε και σε κραυγαλέες παραβιάσεις του κανονισμού για να μη χάσει τη δεδηλωμένη. Εκεί στα τέλη Ιουλίου του ’93, η κυβέρνηση που στόχευε και σε πρόωρο εκλογικό αιφνιδιασμό όταν ευνοούσαν οι περιστάσεις, έφερε σημαντικότατα νομοσχέδια για τις ιδιωτικοποιήσεις ΟΤΕ και ΔΕΗ και την είσοδο ιδιωτών στις μονάδες παραγωγής ρεύματος. Η συστηματική άρνηση και καταψήφιση σημαντικών ή επίμαχων άρθρων από τα μετέπειτα στελέχη της ΠΟΛΑΝ Νικ. Κλείτο και Δ. Σταμάτη (τον μετέπειτα νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας και σημερινό υποψήφιο της Ν.Δ.) οδήγησε σε αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις τους από τη σύνθεση των τμημάτων. Ενα μήνα αργότερα, με το καθεστώς αυτό η τότε κυβέρνηση δεν άντεξε.  

Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου σαφέστατα δεν θα είναι δυνατόν να καταφύγει σε παρόμοιους χειρισμούς, όταν στο τραπέζι θα βρίσκονται το ασφαλιστικό ή τα μεγάλα θέματα της παιδείας και των αποκρατικοποιήσεων. Αντίθετα, αυτά θα απαιτούν και συναίνεση και κοινή συνισταμένη, κάτι που θα καταστήσει αναγκαίους άλλους χειρισμούς ή και συμμαχίες που ενδεχομένως να σηματοδοτήσουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Πάντως, για τη νέα κυβέρνηση το στενό μαρκάρισμα θα φανεί από την αρχή από αυτούς που δεν θα υπουργοποιηθούν. Σ’ αυτούς θα προστεθεί ο υπόγειος πόλεμος φθοράς των εσωκομματικών αντιπάλων, των δελφίνων και διαδοχολογούντων που θα γεννηθούν και στα δύο κόμματα -και από την πίεση των συμφερόντων και των λόμπι- σε μία άκρως ρευστή πολιτική κατάσταση που θα δημιουργηθεί εν όψει και της προεδρικής εκλογής του 2010.

Επιστρέφουν στην πηγή

Ο αστάθμητος παράγοντας αυτών των εκλογών είναι ο ΛΑΟΣ, εφόσον μπει στη Βουλή. Η ιστορία έχει δείξει ότι πόλοι και σχηματισμοί διαμαρτυρίας χωρίς σαφείς αρχές, προερχόμενοι από τα σπλάχνα ευρύτερων παρατάξεων, μετά από κάποιο διάστημα φυλλορροούν προς τις πρωτογενείς πηγές τους, αφού είναι βέβαιο ότι δεν θα έχουν κανένα μέλλον. Φάνηκε με τις περιπτώσεις της ΔΗΑΝΑ και της ΠΟΛΑΝ, στελέχη των οποίων επέστρεψαν όπως όπως στη Ν.Δ., ενώ το ΔΗΚΚΙ διασπάστηκε κοινοβουλευτικώς νωρίς και έκτοτε χωρίς αρχηγό παλινδρομεί ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ, στον Συνασπισμό και στο ΚΚΕ. Τα ακροδεξιά κόμματα εξάλλου κατά παράδοση δεν είχαν καμία τύχη, αφού τα μόνα κοινοβουλευτικά απομεινάρια τους αφομοιώθηκαν από τη Ν.Δ. και έσβησαν μετά το 1980. Ολα αυτά μένουν να φανούν μετά τις 16 Σεπτεμβρίου. Δεν θα είναι πάντως σε καμία περίπτωση μια πληκτική Βουλή αυτή που θα προκύψει…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή