Τα καφενεία δεν σερβίρουν πια πολιτική

Τα καφενεία δεν σερβίρουν πια πολιτική

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο κ. Γιώργος κουνάει τα ζάρια ν’ αλλάξει το γούρι. Με κοιτά καχύποπτα – «δεν κατάλαβα τι μας ήρθατε εδώ», λέει. «Στη δική μου την πλάτη θα βγάλετε μεροκάματο; Αμα είναι, για κάθε απάντηση να με πληρώνετε!», κάνει, και με το ύφος του δηλώνει πως δεν αστειεύεται. «Μη δίνετε σημασία, είναι πικραμένος», κάνει ο αντίπαλός του, ο Δημήτρης, «το τάβλι τον πίκρανε! Οπου να ‘ναι θα το αλλάξει κιόλας, μπας και κερδίσει!». Οι υπόλοιποι κρυφογελούν – «τέτοια οικονομική πολιτική θα εφαρμόσει και το ΚΚΕ άμα βγει Γιωργάκη;», τον πειράζει κάποιος. Από δίπλα του ο κ. Νίκος πετιέται: «Αμα ήσασταν δημοσιογράφοι απ’ την «Αυγή», που την παίρνει ανελλιπώς, θα καθόταν να σας πει και την ιστορία της ζωής του!», λέει και γελάει.

Αν ερχόμουν στο ίδιο καφενείο δύο ή τρεις δεκαετίες πριν, πάλι τους ίδιους ανθρώπους θα έβρισκα εδώ -αλλά το κλίμα δε θα έμοιαζε καθόλου με το σημερινό, «το ξεθυμασμένο», όπως το λέει ο κ. Δημήτρης, που οι υπόλοιποι τον αποκαλούν «πρόεδρο». «Είναι πρόεδρος του κέντρου Νεότητας», μου εξηγεί ο κύριος Νίκος από δίπλα – «και βγήκα με 75% παρακαλώ», κάνει ο κ. Δημήτρης κατεβάζοντας τα γυαλιά χαμηλά στη μύτη. Αν κρίνω απ’ το ύφος του, για εκείνες τις εκλογές είχε πιο πολύ άγχος απ’ ό,τι για τις αυριανές. «Εκπολιτισθήκαμε! Με τα χρόνια δεν τσακωνόμαστε πια», λέει. «Θυμάμαι εγώ παλιά», συμπληρώνει ο κ. Νίκος, «όταν ερχόμασταν με τα πούλμαν απ’ το χωριό, μας πετούσαν πέτρες απ’ τις γέφυρες για να μη φθάσουμε στην κάλπη!».

Η πολιτική, βεβαίως, παραμένει το αγαπημένο θέμα συζήτησης -αλλά όχι η τρέχουσα. Ο ένας μου λέει πώς έσωσε ο Μητσοτάκης στην Κατοχή έναν δάσκαλό του απ’ τους Γερμανούς, ο άλλος επεμβαίνει για να πει για τον Αντρέα, που όταν βγήκε το ’81 το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καταργήσει τις ποδιές στα σχολεία, κι απ’ το βάθος κάποιος κάτι λέει για τον Πλαστήρα, αλλά πώς να παρακολουθήσεις την ιστορία με τα πούλια του ταβλιού που χτυπάνε σε τρία διαφορετικά τραπέζια; Μες το καφενείο δεν υπάρχει καμία γυναίκα -μόνο άντρες, που δεν περνά καν απ’ το μυαλό τους να σταματήσουν να παίζουν τάβλι ή ξερή για να μιλήσουμε. «Πώς, πώς! Ερχονται και γυναίκες εδώ», λέει ένας θαμώνας, όταν το παρατηρώ. «Μάλιστα μια φορά ήρθαν δύο κι έπαιξαν και τάβλι. Πέρυσι νομίζω ήτανε!».

Ενας ηλικιωμένος μπαίνει μέσα, κι όπως περνάει μπροστά απ’ το μικρό κρεμαστό καθρέφτη του τοίχου σταματά και ισιώνει την τραγιάσκα του. Ενας κοντούλης με μαλλί μπριγιαρισμένο τον παρακολουθεί: «Κοιτάς αν είσαι όμορφος;», του κάνει και γελάει. Ο κ. Νίκος κουνάει το κεφάλι. «Τον βλέπεις αυτόν;», λέει δείχνοντας τον κοντούλη. «Ερχεται απ’ την άλλη άκρη του κόσμου εδώ, ούτε εγώ ξέρω με τι τρόπο, να πιει εδώ ένα καφέ να ησυχάσει. Γιατί έχει 6 εγγόνια, και 600 ευρώ σύνταξη. Οπότε, στην αρχή του μήνα, ξεκλέβει ένα εικοσάρικο, το φυλάει στην κάλτσα του, και τα υπόλοιπα τα δίνει στη γυναίκα του». Οσο περνάει η ώρα, διαπιστώνω πως εδώ όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους – συμπεριλαμβανομένου και του τι ψηφίζει ο καθένας. Οχι πως κρύβεται κανείς: σιγά σιγά, καθώς το κλίμα φορτίζεται, ανιχνεύεις πολιτική ταυτότητα βάσιν προσφωνήσεως -τα υποκοριστικά του τύπου «ο Γιωργάκης» ή «ο Κωστάκης», δηλώνουν αντιπολιτευόμενο, τα υπερθετικά όπως «Γιώργαρος» και τα χαϊδευτικά, όπως «ο Κώστας μας», φανατισμένο.

Πια όλοι έχουν ανοιχτεί, και μόνο ο κ. Γιώργος συνεχίζει αμίλητος να κουνάει τα ζάρια, μπας και διώξει την γκίνια. Οι υπόλοιποι μου εξηγούν και την αρχική τους αμηχανία όταν πρωτομπήκα στο καφενείο. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου μου λένε είναι «βαμμένος πράσινος» και μέχρι πρότινος έβγαζε και πύρινα σοσιαλιστικά λογύδρια -οπότε οι αντιπολιτευόμενοι θαμώνες είθισται να λουφάζουν, για να μπορούν να ξανάρθουν στο καφενείο και την επόμενη μέρα. «Αρα είναι «πράσινο» το καφενείο», συμπεραίνω. Ο κ. Βαγγέλης σκύβει προς το μέρος μου εμπιστευτικά: «Οχι κορίτσι μου, εμείς είμαστε πιο πολλοί! Μην κοιτάς που δεν πολυμιλάμε!». Ο κ. Βαγγέλης μου λέει πως στη ζωή του ψήφισε μια και μόνη φορά ΠΑΣΟΚ: «Το ’81, τον Αντρέα». Στο «σας παρέσυρε η Αλλαγή…», ο κ. Βαγγέλης αντιδρά – «Ποια Αλλαγή; Είχα έναν φίλο αδελφικό που κατέβαινε υποψήφιος, και πώς να σου πάει το χέρι να μην τον ψηφίσεις;» – αυτό το λέει με ύφος μετάνοιας, σα να διέπραξε έγκλημα που ψήφισε Παπανδρέου, κι ο κ. Νίκος φροντίζει να του επιτείνει τις τύψεις: «Ολοι έτσι ψηφίζουν», λέει από απέναντι ο κ. Νίκος, «τον κουμπάρο, τον φίλο, τον γνωστό… Πού να πάει η χώρα έτσι;».

Ο «πρόεδρος» από απέναντι κουνάει το κεφάλι. «Ασε ρε Νίκο! Μια χαρά είναι η χώρα»!, κάνει. «Και στα χωριά όλοι διαμαρτύρονται, αλλά άμα πας στα σπίτια τους, έχει ο καθένας μέχρι και δικό του καταψύκτη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σ’ αυτήν τη χώρα όλοι γκρινιάζουν, μπας και πάρουν κάτι παραπάνω!».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή