6 μ.μ.: Στην πλατεία Συντάγματος, οι φανατικοί νεοδημοκράτες είναι πια σε κατάσταση εξάντλησης – εδώ και μια εβδομάδα «φυλάνε» την πλατεία με βάρδιες, και τώρα πλέον η προεκλογική κούραση τους έχει οδηγήσει στα όριά τους. Οι γηραιότεροι των οπαδών καθισμένοι στο πλακάκι ξαποσταίνουν τρώγοντας σαλάτες από το Everest, ενώ στην απέναντι γωνία της Ερμού τέσσερις πιο… ανθεκτικές νεοδημοκράτισσες κρυφοφλερτάρουν με τις τσάντες Luis Vuiton που έχουν απλώσει πίσω απ’ τις σημαίες οι Σενεγαλέζοι. Για καρέκλα να καθίσουν, ούτε λόγος – γύρω απ’ το κιόσκι της Ν.Δ. γίνεται ήδη το αδιαχώρητο: ομάδα ΟΝΝΕΔιτών έχει καταλάβει κάθε πιθανό σημείο, κι όσοι είναι μέσα στο κιόσκι πληκτρολογούν ακατάπαυστα σε οθόνες κομπιούτερ που έχουν για desktop την εικόνα της Πατησίων απ’ την προχθεσινή συγκέντρωση. Σταματούν μόνο για να τσακωθούν με τον διπλανό τους ποιος θα πρωτοπάρει το τηλεκοντρόλ, να αλλάξει κανάλι μήπως κάπου λέει κάποιος κάτι για τα exit polls.
Καθώς ο κόσμος πυκνώνει στα πέριξ της πλατείας, μπορείς να διακρίνεις ποιος είναι «δεξιός» και ποιος απλώς περαστικός παρακολουθώντας αν χορεύει διασχίζοντας τη διάβαση στον ρυθμό του «Everybody dance now!» που παίζουν τα μικρόφωνα – όπως λόγου χάρη ο κύριος με το σορτσάκι και το αμάνικο, που λικνίζεται ενώ ακολουθεί τον Κώστα Πρέκα. Εκείνος δεν τον έχει δει καν – περπατά κορδωμένος, με το στήθος μπροστά, να ξεχωρίζει το πιν με την ελληνική σημαία στο πέτο του ζαχαρί κοστουμιού του. Με το που φθάνει στο εκλογικό κέντρο, απολαμβάνει τιμές τοπικού ήρωα: «Εσείς εδώ;» – μια γιαγιά τον κοιτάζει σαν να βλέπει τον επαναστάτη Ποπολάρο. Ο Κώστας Πρέκας της γελά και… «44,7 θα πάρουμε!», κάνει. Ενας φαλακρός κύριος παρεμβαίνει: «Δεν φοβάμαι τίποτα εγώ όσο έχουμε αυτό το αστέρι για αρχηγό!», λέει και δείχνει την αφίσα του Κώστα Καραμανλή που νομίζεις πως σε κοιτάζει όπου κι αν στέκεσαι. «Ναι, καλός είναι…», κάνει δαγκωμένος ο κ. Πρέκας – γιατί φως φανάρι, δεν έχει συμβιβαστεί με την ιδέα να είναι άλλος το αστέρι.
Ψηλά πάνω απ’ την πλατεία, πέντε γερανοί απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν οι εναιωρίτες της ΔΕΗ είναι υψωμένοι, αλλά στο κουβούκλιο έχει ο καθένας από έναν κάμεραμαν. Στο έδαφος, δύο παραγωγοί κοιτούν ψηλά: «Αμα δεν έρθει ο Καραμανλής στο Σύνταγμα, τσάμπα τα έξοδα!», κάνει ο ένας. «Και θα σε γκρινιάζουν και οι καμεραμάν που τους έκανες κασκαντέρ!», απαντάει ο άλλος. Ξαφνικά ένας άγνωστος χώνεται ανάμεσά τους: «Ρε παιδιά, εσείς που είσαστε της τηλεόρασης μήπως ξέρετε τα exit polls να μου πείτε;». Οι παραγωγοί ούτε καν παραξενεύονται – γιατί απ’ το μεσημέρι που ήρθαν εδώ, αυτό συμβαίνει κάθε μισή ώρα.
Στο κενό πληροφόρησης που άφησε η απαγόρευση δημοσκοπήσεων, βρίσκουν περιθώριο να ανθίσουν σενάρια ων ουκ έστιν αριθμός: «Πέντε τοις εκατό μπροστά! Είδε ένας φίλος τα exit polls του Ρουσόπουλου!», λέει ένας κύριος στο τηλέφωνο, κάνοντας με το άλλο χέρι γροθιά απ’ τον ενθουσιασμό του. «Εντάξει κούκλε; Τα λέμε!», φωνάζει μια στιγμή πριν κλείσει, για να πει τη μυστική δημοσκόπηση και στον τύπο δίπλα του που τον κοιτάζει όλο προσμονή. «Το ήξερα εγώ!», του κάνει εκείνος με το που το κλείνει. «Γιατί προχθές στη συγκέντρωση το διάζωμα της Πατησίων ήταν τίγκα. Ενώ στου Γιωργάκη και καντίνα έστηνες άμα ήθελες!».
7.10 μ.μ.: Δέκα λεπτά μετά τα exit polls ανεβαίνω με το αυτοκίνητο τη Σταδίου. «Ο ουρανός θα ‘ναι γαλάζιος και πάλι…» – απ’ την Κολοκοτρώνη ακούω τον Ρόμπερτ Γουίλιαμς να τραγουδά, και ξαφνικά… «Τι είσαι;». Μεσ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου μου, χώνεται ένα κεφάλι ΟΝΝΕΔίτη! «Λέγε τι είσαι!», μου φωνάζει. «Δημοσιογράφος…» κάνω έκπληκτη. «Α, γιατί άμα ήσουνα ΠΑΣΟΚ…», λέει και μια στιγμή πριν βγάλει το κεφάλι του έξω, κάνει με το χέρι πως θα μου έκοβε τον λαιμό! Οποιος περνάει απ’ την πλατεία χωρίς να ανεμίζει σημαία της Ν.Δ. και τον πιάσει το φανάρι, παθαίνει ό,τι κι εγώ. Αλλά ακόμα χειρότερα παθαίνει όποιος επιχειρήσει να περάσει απ’ το πεζοδρόμιο, να φθάσει στο εκλογικό κέντρο. Μπροστά στη μία απ’ τις δύο γιγαντοοθόνες, ένα τσούρμο από γηραιούς νεοδημοκράτες έχει περιέλθει σε κατάσταση μετεκλογικού ντελίριου. Στα μεγάφωνα παίζει κάτι που μάλλον είναι η κασέτα των γαλάζιων μελωδιών του Ρόμπερτ Γουίλιαμς, κι εκείνοι ξέρουν όλα τα λόγια, και τα τραγουδούν όπως χοροπηδούν με παράταιρη ζωτικότητα και άπειρες σημαίες στα χέρια. «Είμαστ’ εμείς η γνωστή πρωτοπόρα γενιά», τραγουδά ο παππούς μια στιγμή πριν με τσαλαπατήσει χωρίς καν συγγνώμη. «Με οδηγό τον πυρσό θα πάμε ώς τον ουρανό!» τραγουδάει και η άνω των εβδομήντα κυρία που πέφτει πάνω μου αμέσως μετά. «Ο πατέρας μου είχε μια αφίσα του Καραμανλή πέντε μέτρα κολλημένη στο σαλόνι!», φωνάζει ο γηραιός κύριος πανηγυρικά. Η γιαγιά δεν ακούει με τα μεγάφωνα στη διαπασών. «Την πήραμε την πόλη!», του απαντάει. Κι όπως απομακρύνομαι βλέπω ξανά τον Κώστα Πρέκα που πλησιάζει κι αυτός για να πανηγυρίσει, με το μαλλί του να ανεμίζει πιο πολύ κι απ’ τη σημαία που κρατάει στο χέρι του…