Εγώ, ο αιώνιος Πασόκος!

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν ερχόμουν στο ίδιο μέρος δύο δεκαετίες πριν, το πιο πιθανό είναι πως θα έβρισκα τον Γιάννη, τον Διονύση και τον Παντελή να ‘χουν πιαστεί στα χέρια για το ποιος βλέπει πιο καθαρά το όραμα του σοσιαλισμού. Και αν ερχόμουν αργότερα το βράδυ, θα τους πετύχαινα με τις γρατσουνιές από τον καβγά να ξεκινούν για πατσά ή να πίνουν μπίρες στην υγεία του Ανδρέα. Ομως απόψε είναι και οι τρεις ανέγγιχτοι και όλα δείχνουν πως πρέπει να έχουν τόσα χρόνια να πάνε για πατσά, όσα και να πιάσουν ο ένας τον άλλο απ’ τον γιακά. Το μέρος όπου βρίσκομαι είναι η Τοπική Οργάνωση ΠΑΣΟΚ Βύρωνα. Και ο Γιάννης, ο Διονύσης και ο Παντελής είναι οι πάλαι ποτέ «πρασινοφρουροί», που θέλοντας και μη μετεβλήθησαν για τις ανάγκες της νέας σοσιαλιστικής τάξεως σε «φίλους και μέλη του ΠΑΣΟΚ».

Ανησυχία

Και οι τρεις τους, τις τελευταίες μέρες, είναι αρκετά ανήσυχοι. Οχι γιατί φοβούνται μήπως εν μέσω σοσιαλιστικών τριγμών δύσει ο πράσινος ήλιος άπαξ διά παντός, αλλά γιατί δεν ξέρουν αν ανατέλλοντας την 11η Νοεμβρίου θα «φωτίσει» τον δικό τους αγαπημένο υποψήφιο. Και δεδομένου ότι ακόμη δεν μπορούν ούτε να πιθανολογήσουν ποιος τελικά θα βγει, καταλήγουν στην παραλλαγή του κλασικού ρητού, «ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Ανδρέας για όλους». Βλέπετε, σ’ αυτήν τη γωνιά του πασοκικού σύμπαντος, όπου ο σοσιαλισμός αντιμετωπίζεται ακόμη ως θρησκεία, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ απολαμβάνει τιμές αντίστοιχες με εκείνες του Πανάγαθου στη Μητρόπολη Αθηνών. Οπως λέει και η Ανίτα, που περνά τα βράδια της σ’ αυτό το γραφείο της Παναγή Τσαλδάρη 18, «είναι μύθος για μας ο Ανδρέας». «…Γιατί εμείς οι παλιοί έχουμε με το όνομα «Παπανδρέου» ερωτική σχέση!», όπως συμπληρώνει και ο Χριστόφορος, ο γραμματέας της οργάνωσης. Αλλά ως γνωστόν, για τις ερωτικές σχέσεις υπάρχει πάντα ένα τίμημα: όταν διαλύονται, οι εραστές καλούνται να επιβιώσουν στο μικρό χάος που δημιουργείται.

Στο οποίο χάος, δέκα χρόνια μετά, κινείται ακόμη ο Διονύσης, που πετιέται όρθιος με το που ακούει το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου για να πει πως «εκείνος, κορίτσι μου, έλεγε «δημοκρατία» κι εμένα έτρεχαν τα μάτια μου ποτάμι στη συγκέντρωση! Ενώ τώρα… Δέκα ο καπιταλισμός, κουλούρα ο σοσιαλισμός!». Ο Διονύσης σχηματίζει με τα δάκτυλα ένα μηδενικό τη στιγμή ακριβώς που ο Γιάννης από δίπλα μπαίνει σφήνα στη συζήτηση: «Εσύ Νιόνιο τι μιλάς; Το ’89 δεν πήγες με τον Τσοβόλα;». «Εγώ; Ποτέ! Ποτέ με τον Τσοβόλα!», επαναστατεί ο Διονύσης. Προς στιγμήν νομίζω πως θα ζήσουμε στιγμές Εθνικού Συμβουλίου, αλλά με έκπληξη βλέπω πως οι δεκαπέντε περίπου παριστάμενοι χαμογελούν. Φως φανάρι: αν εξαιρέσουμε την πολιτική ανάλυση, το να πειράζουν ο ένας τον άλλον αποτελεί αγαπημένη ενασχόληση των φίλων και μελών. Οπως λέει και ο κύριος Χριστόφορος, «Ζωντανό κόμμα είμαστε! Οχι εκκλησία!».

Εξ ου και τα μαχητικά σοσιαλιστικά πρότυπα, όπως παρουσιάζονται καδραρισμένα στον τοίχο της οργάνωσης. Στη σειρά «πάντα από αριστερά!» κατά την πάγια ατάκα του Διονύση, κοσμούν τον τοίχο ο Βελουχιώτης, ο Τσε Γκεβάρα, ο Μαρξ, ο Ανδρέας και ο Σημίτης. Αναρωτιέμαι πώς θα έπρεπε να συνεχίσει κανείς την αλληλουχία αν υπήρχε ένα ακόμη κενό κάδρο – αλλά ο Γιάννης με προλαβαίνει. «Αν βγει ο Βενιζέλος, εγώ έφυγα από το κόμμα», λέει.

Ο Γιάννης είναι οικοδόμος και όπως παραδέχεται, «κανονικά έπρεπε να ήμουν στο ΚΚΕ, αλλά έλα που εγώ ήμουνα ΠΑΣΟΚ από πάντα, πριν κι από το ’74!». Μου εξηγεί πως γελάει άμα ακούει τα περί διάσπασης που πιπιλίζουν τα κανάλια. «Σιγά μη διασπαστούμε έτσι εύκολα!», λέει. «Επρεπε να δείτε, τότε που οι βουλευτές δεν ήθελαν να ψηφίσουν Σαρτζετάκη για πρόεδρο και απειλούσαν να υποστηρίξουν Καραμανλή. Τότε μάλιστα! Πηγαίναμε για διάσπαση! Οι οικοδόμοι είχαμε στήσει χαράκωμα έξω από τη Βουλή και πιάναμε όποιον βουλευτή περνούσε. «Ψήφισε σωστά», του λέγαμε, «γιατί βγαίνοντας θα σε ξυρίσουμε χωρίς σαπουνάδα!». Ετσι πρέπει να είναι η βάση του ΠΑΣΟΚ!».

Δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «μετριοπαθής Πασόκος» – «παλιά εγώ με τον γραμματέα παίζαμε ξύλο για τις θέσεις μας και μετά πηγαίναμε μαζί για πατσά» λέει ο Γιάννης και μαντεύεις στο ύφος του τη νοσταλγία. Και όταν ο Παντελής απέναντί του λέει «εμείς βγαίναμε για αφισοκόλληση και μας κυνηγούσαν οι δεξιοί με σιδηρογροθιές» νιώθεις πως ένα μέρος του πολύ θα ήθελε να μπορούσε να το ξαναζήσει. Μόνο που ο Παντελής τότε ήταν είκοσι χρόνων, ενώ τώρα είναι συνταξιούχος. Και δεν διστάζει να πει πως όσο άλλαξε εκείνος, άλλο τόσο άλλαξε και το κόμμα.

«Εγώ ψήφιζα τον Ανδρέα», λέει ο Παντελής, «γιατί μου είπε ο πατέρας μου πριν πεθάνει «παιδί μου, μην πάει ποτέ το χέρι σου να σταυρώσεις άλλο κόμμα». Πριν από τον Ανδρέα, στο μαγέρικο του πατέρα μου ερχόταν ο χωροφύλακας και απειλούσε «βάλε μου να φάω τζάμπα, αλλιώς θα στο κλείσω το μαγαζί». Και το ραδιόφωνο το είχαμε κρυμμένο, στα πίσω ντουλάπια. Ενώ από το ’81 και μετά το βγάλαμε στη βιτρίνα. Και μπορούσαμε να λέμε «ψηφίζω ΠΑΣΟΚ» με ψηλά το κεφάλι». Μετά από αυτά, ποιος μπορεί να ψέξει τον Παντελή που έπαθε ένα είδος πολιτισμικού σοκ όταν εκλήθη να προσαρμοστεί στο ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής;

Με βαρία καρδιά

«Τον Σημίτη τον ψήφισα με βαριά καρδιά», κάνει. «Το έριξα χωρίς σταυρούς το ψηφοδέλτιο, ίσα ίσα να πάει στο κόμμα». Οσο για την τρέχουσα μάχη ηγεσίας… «Μάλλον προς τον Σκανδαλίδη πάω. Σ’ αυτόν δεν με ενοχλεί τίποτα. ..». Η φωνή του είναι υποτονική. Ουδεμία σχέση με τον ενθουσιώδη τρόπο που μιλούσε πέντε λεπτά πριν για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και όταν φθάνουμε στον Βενιζέλο, ο τόνος πέφτει δύο σκάλες ακόμα. «Κοίταξε κορίτσι μου», λέει. «Εγώ είμαι χρόνια στην πιάτσα και τον αρχηγό μου τον θέλω αθώο, καλοσυνάτο. Θα στο πω λαϊκά: εμένα του Βενιζέλου δεν μ’ αρέσει το μάτι του!».

«Γιατί παρακαλώ; Τι έχει το μάτι του;». Από απέναντι, ο Διονύσης εξεγείρεται. Μισή ώρα πριν, με κοίταζε με καχυποψία: «Οι δημοσιογράφοι θέλουν να μάθουν τι θα ψηφίσω», έλεγε στον διπλανό του. «Αλλά η ψήφος είναι μυστική!». Τώρα, εξοργισμένος μπρος στην αντιβενιζελική δήλωση του Παντελή, είναι αδύνατον να κρατηθεί. Παθαίνει ό,τι και τα νέα μέλη, που έρχονται σιωπηλά να γραφτούν, αλλά στην τρίτη ατάκα των θαμώνων δεν αντέχουν να μην αποκαλύψουν την προτίμησή τους.

Το σκηνικό επαναλαμβάνεται συχνά, αφού τουλάχιστον 25 νέα μέλη εγγράφονται κάθε μέρα τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Τώρα, απέναντί μου, μια γυναίκα περί τα εξήντα παραδίδει τα δέκα ευρώ της εγγραφής και από τα ρούχα που φοράει είναι εμφανές πως καθόλου δεν της περισσεύουν. «Ολοι το ίδιο μας λένε», παρατηρεί η Ανίτα. «Γράφομαι για να κρατηθεί το κόμμα δυνατό». Μου εξηγεί πως έρχονται άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις εδώ, αλλά για εκείνη η πιο αναγνωρίσιμη κατηγορία είναι αυτή στην οποία ανήκει: «η γενιά των 600 ευρώ». Δηλαδή η γενιά που ο Γιάννης, ο Παντελής και ο Διονύσης αδυνατούν να καταλάβουν. Γιατί, όπως λέει η Ανίτα, «εμείς πια δεν φιλοδοξούμε όπως εκείνοι να αλλάξουμε τον κόσμο. Εμείς παλεύουμε ίσα ίσα για να αλλάξουμε αυτοκίνητο!».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή