Ελλάδα, μια χώρα χωρίς αρμούς

Ελλάδα, μια χώρα χωρίς αρμούς

7' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν σε ένα σπίτι έχουν σαπίσει τα θεμέλια και οι βασικοί αρμοί, ο ένοικός του έχει δύο επιλογές: να το γκρεμίσει και να το ξανακτίσει ή να κάνει ένα επιφανειακό ρετουσάρισμα και να περιμένει μοιρολατρικά να τον… πλακώσει πριν το ξαναφτιάξει. Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε το δεύτερο, το μοιρολατρικό σενάριο, να εξελίσσεται. Χρειάσθηκαν ένα DVD και η απόπειρα αυτοκτονίας ενός μεσαίου κρατικού αξιωματούχου για να αρχίζει να τρίζει όλο το πολιτικό και εκδοτικό οικοδόμημα, το οποίο έχει μπει σε νευρική κρίση διαρκείας. Συσσωρευμένη σαπίλα και παθογένειες δεκαετιών έχουν δημιουργήσει ένα άγριο σκηνικό εκδοτικών ανταγωνισμών, εκβιασμών και μιας άκαρπης πολιτικής αντιπαράθεσης. Στην υπόθεση Ζαχόπουλου συμπυκνώνονται όλες σχεδόν οι παθογένειες μιας μεταπολιτευτικής περιόδου που όλο λέει να τελειώσει, αλλά φαίνεται ικανή να μας ταλαιπωρεί για πολύ ακόμη καιρό.

Μέτριος αλλά με ισχύ

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η μέχρι τώρα έρευνα δεν έχει αποδείξει ότι πίσω από την ιστορία Ζαχόπουλου υποκρύπτεται μείζον οικονομικό σκάνδαλο. Ο πρώην γ.γ. συνέχισε ενδεχομένως τη μακρά παράδοση της χρηματοδότησης ημετέρων και παγκοσμίως αγνώστων οργανώσεων, αλλά τίποτα παραπάνω. Γιατί, τότε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει; Το πιθανότερο είναι ότι ένας μέτριος άνθρωπος ανέβηκε πολύ ψηλότερα από όσο του αναλογούσε. Βασικό κριτήριο για την επιλογή του ήταν η προσωπική εμπιστοσύνη, βασισμένη σε μια παλαιότερη προσωπική σχέση με τον πρωθυπουργό. Ο κ. Ζαχόπουλος βρέθηκε ξαφνικά να δέχεται ένα τηλεφώνημα από το Μαξίμου με το ερώτημα «αν έχει κάνει κάτι αμαρτωλό στο υπουργείο;», να χάνει την προσωπική εμπιστοσύνη επί της οποίας έκτισε την ισχύ του, να νιώθει την οικογενειακή πίεση για τις προσωπικές του περιπέτειες και βεβαίως τα «ντόμπερμαν» της τηλεοπτικής ενημέρωσης να απειλούν ότι θα παίξουν το περιώνυμο DVD των παθών του.

Το ερώτημα είναι, όμως, πώς ένας μέτριος, κατά κοινή ομολογία, άνθρωπος μάζεψε τόση ισχύ επειδή ήταν απλά «έμπιστος». Πώς ακόμη αφέθηκε, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση, να περιστοιχισθεί από ένα άρρωστο περιβάλλον συμβούλων και δικηγόρων εγνωσμένου αμαρτωλού παρελθόντος και με περιθωριακές πολιτικές διασυνδέσεις. Ο σχεδόν θανατηφόρος εναγκαλισμός του κ. Ζαχόπουλου από ένα κύκλο εκβιαστών ήταν προϊόν της δικής του αδυναμίας, αλλά και της απουσίας ελέγχου. Πρώτη παθογένεια: η επιλογή μετρίων αλλά «εμπίστων» που δεν λύνουν το μεγάλο πρόβλημα της διαφθοράς.

Μια δεύτερη παθογένεια που προκύπτει, από μια απλή ματιά στα γεγονότα, είναι το είδος των σκοτεινών τύπων που κινούνται στο παρασκήνιο υπό την ασυλία των συνδικαλιστικών τους διασυνδέσεων. Είναι άξιο μελέτης το γεγονός ότι ένας δικηγόρος με επίσημη σχέση με την προηγούμενη ηγεσία της ΓΣΕΕ περιεφέρετο σε κανάλια και πολιτικά γραφεία ως διαμεσολαβητής σε εκβιασμούς. Αξίζει όμως και να απαντηθεί αν κινείτο μόνος του ή για λογαριασμό κάποιου ξεχασμένου βαθέος κομματικού κράτους που πάντοτε ψάχνει λίγη ακόμη «βρώμα»…

Η λειτουργία των ΜΜΕ

Ερχόμαστε τώρα στη μεγαλύτερη παθογένεια που έχει να κάνει με τη λειτουργία των ΜΜΕ. Κατά τη μεταπολίτευση γεννήθηκε το επιτυχημένο μοντέλο εκδότη – εκβιαστή. Κανείς δεν θυμάται πότε ακριβώς εμφανίσθηκε, αν και το αποθέωσε ο μόνος που καταδικάσθηκε όταν ένα κομμάτι του ελληνικού επιχειρηματικού κατεστημένου αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να τον ανεχθεί άλλο. Στη δεκαετία του 1980 προσετέθησαν και άλλες προσωπικότητες, από εξαιρετικά γραφικές που δεν έκρυβαν πώς έβγαζαν τα χρήματά τους έως και θεσμικές περιπτώσεις εκβιαστών που είχαν ξεκαθαρίσει ότι καμία μεγάλη δουλειά δεν μπορεί να γίνει αν δεν περάσει από τον δικό τους σταθμό διοδίων. Οι πολιτικοί ανέχθηκαν και εξέθρεψαν αυτό το σύστημα. Εκεί που μπορούσαν να επιβάλουν τον νόμο, δεν το έκαναν για να μην υποστούν πολιτική ζημιά. Στο σύστημα αυτό υπήρχε μια ισορροπία τρόμου και μια ιδιότυπη ομερτά. Οταν το σύστημα ξέφευγε, υπήρχαν πάντοτε οι «κορλεόνε» του παρασκηνίου, οι οποίοι κάθιζαν όλους τους εμπλεκόμενους σε ένα τραπέζι και τους εξηγούσαν κυνικά ότι ένας καβγάς διαρκείας θα τους τίναζε όλους στον αέρα. Η λογική είναι απλή: «είμαστε όλοι τόσο εκβιάσιμοι και ευάλωτοι που καλύτερα μην τραβήξει κανείς πιστόλι.»

Το σύστημα κατέστη πολύ πιο εκρηκτικό και ασταθές τα τελευταία χρόνια. Αρχικώς ένα κομμάτι της ιδιωτικής τηλεόρασης κατρακύλησε στον εύκολο εντυπωσιασμό και τη σκανδαλοθηρία. Γρήγορα ακολούθησαν και τα ούτως αποκαλούμενα σοβαρά κανάλια. Φτάσαμε όμως στο σημείο μία εκπομπή, χωρίς να φέρνει αποκαλυπτικά στοιχεία στον αέρα, να υπαγορεύει εξελίξεις και να ωθεί την πολιτική στον παραλογισμό μιας επικοινωνιακής υστερίας. Ακολούθησε η έντυπη εκδοχή αυτού του μοντέλου, η οποία έσυρε τη δημοσιογραφία σε νέες ακρότητες και νέα ήθη.

Κιτρινισμός και παρασκήνιο

Και βεβαίως κάποιος μπορεί να παρατηρήσει ότι τα ίδια φαινόμενα των ταμπλόιντ εφημερίδων ή κίτρινων εκπομπών συμβαίνουν διεθνώς. Με δύο διαφορές. Πρώτον, ότι στο ελληνικό μοντέλο πολλά ΜΜΕ αυτής, και όχι μόνο, της κατηγορίας δεν ζουν από τις πωλήσεις και την τηλεθέαση που αποφέρει ο κιτρινισμός. Ζουν από τις κρατικές επιχορηγήσεις, οι οποίες δίδονται σε καθεστώς αδιαφάνειας, και από «ενέσεις» ή «δαγκωματιές» επιχειρηματιών, οι οποίοι επιδιώκουν ασυλία για κάποια συναλλαγή, την καταστροφή ενός αντίπαλου και ενίοτε απλά να «κάνουν το κέφι τους». Δεύτερον, ότι οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν ως «πονοκέφαλο» αυτό το φαινόμενο και προτιμούν να συμβιβασθούν καταβάλλοντας ποικιλοτρόπως λύτρα, παρά να εξυγιάνουν το σύστημα.

Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι πίσω από την υπόθεση Ζαχόπουλου κρύβεται ένα σκοτεινό παρασκήνιο τέτοιου τύπου. Κάποιος επιχείρησε να κάνει ένα deal για να αποσιωπηθεί μία γκρίζα συναλλαγή και στη διαδρομή ξετυλίχθηκε ένα κουβάρι που κρατάει σε ομηρία το πολιτικό σκηνικό. Αυτό που δεν μπορεί να διευκρινισθεί ακόμη είναι κατά πόσον η κυβέρνηση επέλεξε να συναλλαγεί σε αυτή την περίπτωση ή όχι. Ο νυν πρωθυπουργός εξελέγη με την πλατφόρμα της πάταξης της διαφθοράς και της αντιπαράθεσης με το εκδοτικό κατεστημένο. Πλήρωσε ακριβά την πρόθεσή του καθώς έχει υποστεί ένα ατελείωτο επικοινωνιακό πόλεμο, ενώ πολλά κορυφαία στελέχη της κυβέρνησής του επέλεξαν το δρόμο της συναλλαγής με αντάλλαγμα επικοινωνιακά οφέλη. Απομένει να διευκρινισθεί αν εκάμφθη, σε αυτό το τελευταίο επεισόδιο, η θέληση των κυβερνώντων ή όχι. Και αυτό σε μια στιγμή που κλιμακώνεται μια συζήτηση για το αν κάποιοι επιχειρούν να χειραγωγήσουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στο άναρχο επικοινωνιακό τοπίο των ημερών μας ένα είναι βέβαιο: κανένας πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να κάνει το λάθος να βασισθεί σε κάποια μηντιακά συμφέροντα για να πλήξει τον αντίπαλο, γιατί ξέρει καλά πως δεν υπάρχουν μόνιμες ή σταθερές συμμαχίες. Τα δύο κόμματα εξουσίας υποφέρουν το ίδιο από τα άρρωστα μηντιακά φαινόμενα!

Το επικοινωνιακό σκηνικό επιβαρύνεται, θα πρέπει να προσθέσουμε, από την είσοδο νέων παικτών που λειτουργούν περίπου ως «ελεύθεροι σκοπευτές». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του προέδρου του ΛΑΟΣ, ο οποίος αρχικώς απεφεύγετο από τα «σοβαρά» ΜΜΕ ως «πολιτικώς λεπρός» και εν συνεχεία εχρησιμοποιήθη κυνικότατα για να αδυνατίσει την Ν.Δ. Τώρα, είναι κυρίαρχος επικοινωνιακός παράγων, ο οποίος μπολιάζει τον δημόσιο διάλογο με ασύλληπτες συνωμοσιολογίες και υπονοούμενα, τα οποία βρίσκουν απήχηση στα λαϊκά στρώματα που νιώθουν την απόγνωση της οικονομικής επιβίωσης ταυτόχρονα με την απουσία πολιτικού οράματος.

Γιατί και πώς τώρα

Με δεδομένες αυτές τις παθογένειες ερωτούν πολλοί γιατί και πώς ξεκίνησαν τώρα οι πολιτικοί τριγμοί με αφορμή την υπόθεση Ζαχόπουλου. Πρώτα απ’ όλα, γιατί το σύστημα δεν έχει πλέον σταθερά σημεία αναφοράς. Η σταδιακή αποχώρηση παραδοσιακών εκδοτών από το προσκήνιο, οι οποίοι γνώριζαν να παίζουν το παιχνίδι και να σταματούν το σύστημα στο χείλος του γκρεμού, έχει σημαντικό κόστος. Οι χειρισμοί, η υπαγόρευση των επιταγών των διαφόρων συμφερόντων έχει χάσει το λούστρο της και είναι πολύ περισσότερο άγαρμπη και εμφανής. Κατόπιν η συγκυρία έχει αναδείξει πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι έχουν το τσαγανό να πάνε κόντρα σε αυτά τα συμφέροντα αλλά δεν διαθέτουν το πολιτικό μέγεθος, το πολιτικό προσωπικό και τη δεξιοτεχνία να πάρουν το πάνω χέρι σε αυτό το μπρα ντε φερ.

Ο κ. Καραμανλής πληρώνει την απόφασή του να περιορισθεί σε ένα στενό κύκλο ανθρώπων με την ψευδαίσθηση πως θα κρατήσουν ανέπαφο τον ηθικό πυρήνα της κυβέρνησης. Η εμπειρία απέδειξε έως τώρα πως δεν είναι αρκούντως δεξιοτέχνης στη σκοτεινή πλευρά της πολιτικής συναλλαγής, όπου οι γκάφες ξεχωρίζουν, αλλά δεν καταφέρνει και να στήσει θεσμικούς μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας. Ο κ. Παπανδρέου επιχειρεί να αρθρώσει λόγο εναντίον των συμφερόντων που χειραγωγούν την πολιτική προς ίδιον όφελος, αλλά οι δομικές του αδυναμίες πνίγουν το όποιο δίκιο του. Οσο για την εξάντληση του πολιτικού του λόγου σε μία ατελείωτη καταγγελία σκανδάλων δεν πείθει το κρίσιμο κεντρώο μπλοκ ψηφοφόρων που χρειάζεται για να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Η κυβέρνηση το πιθανότερο είναι να ξεπεράσει τον δύσκολο κάβο όταν κάτσει η σκόνη της επικοινωνιακής θύελλας. Αν όμως θέλει να προλάβει το ναυάγιο σε έναν επόμενο κάβο, θα πρέπει να σκεφθεί σοβαρά, και μάλιστα να το συμφωνήσει με την αντιπολίτευση, το πώς αυτή η χώρα θα αποκτήσει πάλι θεσμούς και σημεία αναφοράς ώστε να αποκτήσει η νομιμότητα το πάνω χέρι. Αλλιώτικα, στην επόμενη τρικυμία οι σάπιοι αρμοί δεν θα αντέξουν άλλο και θα ζήσουμε μια ακόμη πιο μεγάλη περιπέτεια. Γι’ αυτό, είναι μάλλον η ώρα να ρωτήσουμε όχι ποιος έδωσε το DVD αλλά πού πάει ο τόπος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή