Η άνοδος και η «πτώση» ενός ηγέτη

Η άνοδος και η «πτώση» ενός ηγέτη

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από δέκα έτη, η αλλαγή ηγεσίας που συντελέσθηκε στην κορυφή της Εκκλησίας, με την εκλογή Χριστόδουλου, σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας περιόδου στην κοινωνική της επιρροή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η εκ νέου «ανακάλυψη», ή η «επιστροφή» στην Εκκλησία, που σημειώθηκε, μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά λόγους: την «εθνική ανασφάλεια» και την αναβίωση των εθνικών ταυτοτήτων, απόρροια της αναταραχής και των πολέμων στα Βαλκάνια, τις αποτυχίες της Ε.Ε., την επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία, τις κοινωνικές φοβίες που προκάλεσε -σε μια ανέτοιμη κοινωνία- το μεταναστευτικό ρεύμα, αλλά βεβαίως και τη διαδικασία σταδιακής απαξίωσης της μεταπολιτευτικής πολιτικής, που είχε ήδη δρομολογηθεί. Επομένως, η ανανέωση που επήλθε με τη διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, από τον νέο προκαθήμενο (28/4/1998), συνέπεσε με την αυξανόμενη ιδεολογική και κοινωνική απήχηση της Εκκλησίας, στηρίχθηκε σε αυτήν και έδρασε πολλαπλασιαστικά υπέρ της.

Είναι γνωστό, και αυτό ισχύει για όλους τους θεσμούς, όχι μόνον τους αντιπροσωπευτικούς, ότι η διαδοχή ηγεσίας ασκεί σχεδόν πάντοτε θετική επίδραση στη δημόσια εικόνα του θεσμού και, κατά κανόνα, δημιουργεί δυναμική υπέρ του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η δημοτικότητα του Αρχιεπισκόπου, σχεδόν διπλασιάσθηκε. Επειτα από μια μακροχρόνια περίοδο «μη εκπροσώπησης», ή «αδύναμης» προσωποποίησης (Σεραφείμ), η Εκκλησία απέκτησε «πρόσωπο». Το οποίο, μάλιστα, κατά κοινή ομολογία, διέθετε στον μέγιστο βαθμό και την πλέον απαραίτητη ικανότητα που απαιτεί σήμερα η άσκηση δημοσίου αξιώματος, τη διαχείριση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.

Χωρίς αμφιβολία, στην πρώτη διετία που ακολούθησε την εκλογή του (1998-1999), ο νέος Αρχιεπίσκοπος υπήρξε πανίσχυρος. Η αποδοχή του από το κοινωνικό σώμα καθολική. Η επίδραση της εκλογής του μπορεί να συγκριθεί, μόνον με την αντίστοιχη του Κ. Σημίτη, τον Ιανουάριο του 1996.

Η σύγκρουση

Η διεκδίκηση ευρύτερου πολιτικού ρόλου, θα κορυφωθεί στο ζήτημα των ταυτοτήτων, τον Ιούνιο του 2000. Σε μια εντυπωσιακή επίδειξη κοινωνικής κινητοποίησης, η Εκκλησία θα οργανώσει τις «λαοσυνάξεις» της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (21/6/2000) και το γνωστό Δημοψήφισμα. Ενα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σφάλματα της κυβέρνησης Σημίτη υπήρξε η απόφασή της να συγκρουσθεί με τον νέο Αρχιεπίσκοπο και την Εκκλησία στο πλέον προνομιακό και ισχυρό για τη δεύτερη σημείο: το ζήτημα των ταυτοτήτων, το οποίο, εύκολα μετατοπίσθηκε στο συμβολικό πεδίο των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της εθνικής ταυτότητας.

Η ευθεία πολιτική αντιπαράθεση του Αρχιεπισκόπου με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η πόλωση που αυτή παρήγαγε, είχε ως αποτέλεσμα τη σχετική επιδείνωση της δημόσιας εικόνας του (και κατ’ επέκταση της εικόνας της Εκκλησίας). Μεταφράστηκε σε μία σημαντική μείωση της δημοτικότητάς του, ενώ οι αρνητικές κρίσεις για το πρόσωπό του υπερδιπλασιάσθηκαν. Ωστόσο, παρά τις αρνητικές συνέπειες της πολιτικοποίησης της Εκκλησίας, η δημοτικότητα του Αρχιεπισκόπου παρέμεινε, καθ’ όλην τη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας Σημίτη, σχετικά σταθεροποιημένη και κυμάνθηκε, σε υψηλότατα επίπεδα, της τάξης του 70%.

Η αναβάθμιση του ιδεολογικού λόγου της Εκκλησίας, που η νέα εκκλησιαστική ηγεσία πέτυχε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς και η επικοινωνία με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή, οδήγησαν αρκετούς, (και τον ίδιο το Χριστόδουλο) να θεωρήσουν, ότι είχε έλθει η ώρα να διεκδικήσει η Εκκλησία ένα νέο, ευρύτερο ρόλο και συμμετοχή στο εγχώριο πολιτικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, η πολλαπλή κρίση της Εκκλησίας, στην οποία θα βυθισθεί, στις αρχές του 2005, εξαιτίας των σκανδάλων, απέδειξε, ότι οι πραγματικές δυνατότητες του εκκλησιαστικού μηχανισμού είχαν υπερεκτιμηθεί, ενώ το κυοφορούμενο πολιτικό σχέδιο εμφορείτο, σε μεγάλο βαθμό, από βουλησιαρχία.

Η κρίση του 2005 αποδείχθηκε η μεγαλύτερη που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η Εκκλησία στη σύγχρονη ιστορία της. Η περίοδος ενίσχυσης του ρόλου της και της δυνατότητάς της να παρεμβαίνει πολιτικά και κοινωνικά στον δημόσιο βίο τέθηκε εκ των πραγμάτων σε σοβαρή αμφισβήτηση. Οπως πιστοποιείται από τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα των ερευνών κοινής γνώμης της περιόδου, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν υπέστη σοβαρές ρωγμές, γεγονός που συνιστούσε σαφώς κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης του θεσμού. Ταυτοχρόνως, αποκάλυψε τις περιοριστικές συντεταγμένες της κοινωνικής της επιρροής, αλλά και τη σαφέστατη πολιτική της ώσμωση.

Η κάμψη

Η κρίση δεν άφησε στο απυρόβλητο, αντιθέτως, έπληξε καίρια και αποδόμησε τη δημόσια εικόνα του Αρχιεπισκόπου. Η κοινωνική πεποίθηση, ότι για την κρίση στην Εκκλησία είχε προσωπική και μεγάλη ευθύνη υπήρξε καθολική (8 στους 10 ερωτηθέντες – 81%) και πολιτικά διάχυτη (Βαρόμετρο της Public Issue). Με βάση την περιοδολόγηση της δημοτικότητάς του αποδείχθηκε, η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε, προσωπικά, ο Αρχιεπίσκοπος στη δεκαετή του θητεία. Για πρώτη φορά, τον Φεβρουάριο του 2005, οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπό του υπερκέρασαν τις θετικές. Η θεαματική κατάρρευση της δημοτικότητάς του, κατά 25 εκατοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με τη μέτρηση του Μαΐου 2004 ήταν πρωτοφανής. Ιδίως, αν σκεφτεί κανείς, ότι δεν επρόκειτο για οιονδήποτε πολιτικό αρχηγό, που υπόκειται στις διακυμάνσεις της συγκυρίας, αλλά για έναν «θεσμικό αξιωματούχο», που προσωποποιούσε έναν μη-πολιτικό και μη-αντιπροσωπευτικό θεσμό. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος αυτής της ζημίας, αρκεί να συγκριθεί η εικόνα του, με εκείνην που διέθετε στις αρχές του 1999, δηλαδή 10 μήνες μετά την εκλογή του: Μετά την κρίση του 2005, η δημοτικότητά του αντιπροσώπευε μετά βίας το ½ της αρχικής. Μιλώντας σχηματικά, η κρίση των εκκλησιαστικών σκανδάλων του στοίχισε, πολιτικά, σχεδόν διπλάσια από εκείνη που προκάλεσε η σύγκρουση των ταυτοτήτων.

Η ιδεολογική κρίση

Η κρίση του 2005, αποτέλεσε σαφώς και κρίση εκκλησιαστικής ηγεσίας. Η ηγεσία του θεσμού αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη και απροετοίμαστη στη διαχείριση της κρίσης. Δεν εκτίμησε ορθά το μέγεθος και το βάθος της κρίσης, αλλά προσπάθησε αρχικά να την αγνοήσει, ή να την περιορίσει, σε ανώδυνα πλαίσια. Δεν κατανόησε το περιεχόμενό της, αλλά κατέφυγε σε θεωρίες «συνωμοσίας» για να την αντικρούσει. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετική αμηχανία των ιεραρχών απέναντι στα Μέσα Ενημέρωσης, καθώς και η απίστευτη αδυναμία αντιμετώπισής τους, που οδήγησε αρκετούς σε «επικοινωνιακή καταστροφή». Η επικοινωνιακή «σύζευξη» Εκκλησίας/ΜΜΕ, που τόσο επιζητήθηκε, δεν απέβη τελικώς, υπέρ της πρώτης.

Η αδυναμία του Αρχιεπισκόπου και της ιεραρχίας, που εκδηλώθηκε στην κρίση του 2005, δεν αφορούσε, βεβαίως, μόνον την ικανότητα διαχείρισης της κρίσης. Συνιστούσε, πρωτίστως, ιδεολογική αδυναμία:

– Να απαντήσει πειστικά στις αποκαλύψεις που συγκλόνισαν την ελληνική κοινή γνώμη.

– Να τεκμηριώσει ιδεολογικά και ηθικά κάποιο επιχείρημα.

– Και να ανταποκριθεί στο καθολικό κοινωνικό αίτημα για διαφάνεια, κάθαρση, δημοκρατία και έλεγχο στους κόλπους της Εκκλησίας.

Στην 3ετία που ακολούθησε, έκτοτε, τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Η ηγεσία της εκκλησίας ούτε εγγυήθηκε, ούτε πραγματοποίησε τις βαθιές και αναγκαίες τομές στο εσωτερικό της, που ήταν δυνατόν να απαλύνουν τις συνέπειες της κρίσης. Για τούτο και μετά το 2005 και μέχρι την εκδήλωση της ασθένειάς του (Ιούνιος 2007), η εικόνα του Αρχιεπισκόπου, ανέκαμψε περιορισμένα, αλλά, ουδέποτε ουσιαστικά. Από τον Φεβρουάριο του 2005, η σχετική ανάκαμψη (με διακυμάνσεις) που εμφανίσθηκε στη δημοτικότητά του, δεν υπερέβη ποτέ τις 10 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ, παράλληλα, εμφάνισε σαφώς και σημεία εντονότερης κομματικοποίησης.

Δεν είναι άσχετο το γεγονός, ότι, στην ίδια περίοδο, και η κοινωνική απήχηση της Εκκλησίας δείχνει να έχει υποβαθμισθεί αισθητά. Με βάση τον Δείκτη Εμπιστοσύνης στους Θεσμούς, της Public Issue, η Εκκλησία καταλαμβάνει, το 2007, μόλις τη 15η θέση στη σειρά κατάταξης των θεσμών της ελληνικής κοινωνίας (Βλέπε σχετικά, Economist, ελληνική έκδοση, Η Ελλάδα το 2008, σελ. 59).

Γίνεται φανερό, ότι η συναισθηματικά φορτισμένη αναβάθμιση της δημόσιας εικόνας του Αρχιεπισκόπου, κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της ζωής του, δεν αλλάζει τα δεδομένα του προβλήματος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή