Τον ασκό του Αιόλου άνοιξε για τα καλά η πειθαρχική παραπομπή του προέδρου της Ενωσης Ελλήνων Εισαγγελέων Ελλάδος, Σ. Μπάγια, για την κριτική που άσκησε σε χειρισμούς του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει τις προαγωγές και τις μεταθέσεις των δικαστικών λειτουργών. Η παραπομπή του συνδικαλιστή εισαγγελέα στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στον πολιτικό, δικαστικό και νομικό κόσμο, ενώ άνοιξε συζήτηση για το αν μπορεί να αποτελέσει πειθαρχικό παράπτωμα η ελευθερία του λόγου και η άσκηση δημόσιας κριτικής από δικαστικούς λειτουργούς, στο πλαίσιο συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου διαχώρισε «την κριτική από τη συκοφαντική δυσφήμηση, που υποσκάπτει τη Δικαιοσύνη και στρέφει τους πολίτες εναντίον της, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία», ήταν η θέση που ανέπτυξε ο ανώτατος εισαγγελέας κ. Γ. Σανιδάς ενώπιον 100 εισαγγελικών λειτουργών. Κατά τον εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου, «οι δηλώσεις του κ. Μπάγια δεν αποτελούν κρίσεις, αλλά περιέχουν γεγονότα μειωτικά για το ΑΔΣ, αφού αποδίδονται σε αυτό δόλιες ενέργειες κατά τις κρίσεις των δικαστικών, με συνέπεια άλλοι να ευνοούνται κι άλλοι να αδικούνται».
Το επίμαχο απόσπασμα από τη σχετική τοποθέτηση-συνέντευξη του κ. Μπάγια είναι: «Εξαιτίας των πολλών και σοβαρών αδικιών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου σε θέματα προαγωγών, μεταθέσεων, αποσπάσεων κ.λπ., με τη λήψη αποφάσεων απρόσμενα ευμενών ή δυσμενών για τους υπό κρίση συναδέλφους, δημιουργούν -εύλογα- αισθήματα πικρίας, απογοήτευσης και ανασφάλειας. Εκτός, όμως, από αυτά, ανακύπτει και το κεφαλαιώδες ερώτημα: Αν δεν μπορούμε να έχουμε πραγματική δικαιοσύνη στις μεταξύ μας εσωτερικές σχέσεις, τι είδους δικαιοσύνη απονέμουμε προς τα έξω;».
Την πειθαρχική παραπομπή του κ. Μπάγια ακολούθησαν ανακοινώσεις, στις οποίες οι δικαστικές ενώσεις υπεραμύνονται του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και της διατύπωσης κριτικής για αδυναμίες και παραλείψεις στον χώρο της Δικαιοσύνης. Από την άλλη, ο «σκιώδης» υπουργός Δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Παπαδημητρίου σημείωσε ότι είναι η πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά που ασκείται πειθαρχική δίωξη κατά συνδικαλιστή δικαστικού λειτουργού. Εκτίμησε, δε, πως «στόχος της είναι να καλλιεργήσει κλίμα φοβίας και να επιβάλει συνθήκες πειθαρχίας» κάνοντας λόγο «για επιχείρηση φίμωσης των δικαστών». Η πειθαρχική δίωξη έχει απασχολήσει έντονα και τη Βουλή, καθώς σύσσωμη η αντιπολίτευση την κατήγγειλε ως ευθέως αντιδημοκρατική ενέργεια, ενώ η υπόθεση έφθασε και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ζήτησε με ερώτηση να τοποθετηθεί η Επιτροπή «εάν οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου για την προστασία της ελευθερίας λόγου και του συνδικαλίζεσθαι καλύπτουν και τους δικαστικούς λειτουργούς και δη τους συνδικαλιστές».
Στον αντίποδα, ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σωτ. Χατζηγάκης υπογράμμισε πως πρέπει να διαχωρίζεται «η ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης από την πολιτικολογία». «Η σιωπή, η ανοχή και η αδράνεια απέναντι στα προβλήματα της Δικαιοσύνης δεν ενισχύουν το κύρος της, αλλά αντίθετα τη βλάπτουν και την απαξιώνουν», είπε ο κ. Μπάγιας, μόλις πληροφορήθηκε την παραπομπή του.