Με χαρακτηριστικά ευρωεκλογών οι βουλευτικές εκλογές

Με χαρακτηριστικά ευρωεκλογών οι βουλευτικές εκλογές

5' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συνήθως οι ευρωεκλογές, λόγω του διαφορετικού θεσμικού τους διακυβεύματος, θεωρούνται -και στην πραγματικότητα είναι- λιγότερο σημαντικές από τις αντίστοιχες εθνικές βουλευτικές. Η χαλαρότητα και ο κατακερματισμός της ψήψου, που εκφράζεται κατά κανόνα σε αυτές, δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους ως «εκλογές β΄ τάξης», σε αντιπαράθεση με τις βουλευτικές. Το παράδοξο είναι, ότι οι τάσεις του εκλογικού σώματος που αποτυπώνονται σήμερα, σε περίπτωση βουλευτικών εκλογών, παραπέμπτουν -με βάση τα ιστορικά εκλογικά δεδομένα της χώρας- σε μια εικόνα κομματικού ανταγωνισμού, που θυμίζει περισσότερο ευρωεκλογές και λιγότερα βουλευτικές.

Δύο παράλληλες διεργασίες

Στην απαρχή του δεύτερου έτους του νέου εκλογικού κύκλου, σύμφωνα με την εκτίμηση του μηνιαίου Βαρομέτρου Σεπτεμβρίου της Public Issue, για τον ΣΚΑΪ και την «Καθημερινή», δύο παράλληλες διεργασίες φαίνεται να τροποποιούν αισθητά και να περιπλέκουν τα ισχύοντα, έως σήμερα, πολιτικά δεδομένα.

1. Αφενός, η συνεχιζόμενη -από την επαύριο των εκλογών- φθίνουσα πορεία της εκλογικής επιρροής του κυβερνώντος κόμματος και η καθήλωσή της σε επίπεδα της τάξης του 34% (διάγραμμα 1). Πρόκειται για ποσοστό, που υπολείπεται κατά οκτώ μονάδες, της εκλογικής της δύναμης του 2007 και δεν εξασφαλίζει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία (αντιστοιχεί σε 133 έδρες, διάγραμμα 2). Επιπλέον, μπορεί να συγκριθεί μόνο με το αντίστοιχο ποσοστό του 1981 (35,9%), δηλαδή το κατώτατο ιστορικό όριο της κοινωνικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας, σε βουλευτικές εκλογές της μεταπολιτευτικής περιόδου, ενώ, ταυτόχρονα, θυμίζει περισσότερο εκλογική επίδοση ευρωεκλογών της δεκαετίας του ’90. (Βρίσκεται κυριολεκτικά μεταξύ του 32,65%, των ευρωεκλογών του 1994 και του 36% του 1999). Η καθήλωση της Ν.Δ., που έχει ως αποτέλεσμα και τη μικρή ενίσχυση του ΛΑΟΣ (5,5%, +0,5%) οφείλεται με τη σειρά της σε δύο παράγοντες: α) Στη μεγάλη φθορά της κυβερνητικής εικόνας από τις υποθέσεις διαφθοράς των κυβερνητικών στελεχών, οι οποίες έρχονται διαδοχικά στην επικαιρότητα, από την αρχή του έτους (διάγραμμα 3). β) Στην απότομη και εντεινόμενη οικονομική ανασφάλεια των νοικοκυριών, που έχουν προκαλέσει τόσο η ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών, όσο και η οικονομική κρίση. Μια επιμέρους συνέπεια της οποίας είναι και η καθολική κοινωνική απονομιμοποίηση της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.

2. Αφετέρου, η τάση επαναπορρόφησης από το ΠΑΣΟΚ, ενός τμήματος των ψηφοφόρων του, οι οποίοι, συστηματικά, κατά το τελευταίο 10μηνο, ύστερα από την τραυματική εσωκομματική διαδικασία της προεδρικής εκλογής έχουν απομακρυνθεί από αυτό, αναζητώντας εναλλακτική λύση πολιτικής εκπροσώπησης στον ΣΥΡΙΖΑ (διάγραμμα 1). Παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει παρουσιάσει εναλλακτική λύση διακυβέρνησης, δεν έχει επιλύσει τα στρατηγικά προβλήματα της πολιτικής του φυσιογνωμίας, ούτε έχει βελτιώσει την επίδοση του αρχηγού του, εντούτοις η εκλογική του απήχηση δείχνει βραχυχρόνια να ενισχύεται. Υπολογίζεται σήμερα σε 32,5% (1,5%) και 88 έδρες, γεγονός που σημαίνει ότι επανέρχεται στα επίπεδα του Φεβρουαρίου – Μαρτίου, όταν δηλαδή άρχισε η μεγάλη κάμψη του και, αντιστρόφως, η εκτίναξη της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ (διαγράμματα 1 & 2). Οσο και αν η προηγούμενη διαπίστωση φαντάζει αντιφατική, δεν είναι. Η επιτάχυνση της κυβερνητικής φθοράς, καθιστά (από την πλευρά μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος) περισσότερο αναγκαία και επιτακτική την αναζήτηση εναλλακτικής λύσης.

Ταυτοχρόνως, ο ΣΥΡΙΖΑ, για λόγους τόσο αντικειμενικούς, όσο και υποκειμενικούς, δεν έχει κατορθώσει, μέχρι στιγμής, να συγκροτήσει τη δική του λύση.

Ασφαλώς, το ΠΑΣΟΚ δεν θα πρέπει να χαίρεται με ένα παρόμοιο ποσοστό. Το εν λόγω ποσοστό δεν βρίσκεται μόνον πολύ πιο κάτω από τα ιστορικά κατώτατα της μεταπολιτευτικής του βουλευτικής επιρροής (38,1%, στις τελευταίες εκλογές του 2007 και 38,6% το 1990), αλλά πιο κάτω ακόμη και από τα κατώτατα επίπεδα της μεταπολιτευτικής ευρωεκλογικής του επιρροής. Οχι μόνον υπολείπεται του ποσοστού των τελευταίων ευρωεκλογών του 2004 (34,1%), αλλά και εκείνου των ευρωεκλογών του 1999 (32,9%). Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να θέτει το δικό του «εκβιαστικό δίλημμα» προς τους ψηφοφόρους του επανέρχεται, για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό. Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ πιθανό να αυξήσει στο άμεσο μέλλον την πίεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η βελτίωση της θέσης του ΠΑΣΟΚ στο εκλογικό σώμα και η επιδείνωση της Ν.Δ. έχουν ως αποτέλεσμα τη σμίκρυνση της απόστασης του πρώτου από τη δεύτερη. Η «ψαλίδα» μεταξύ των δύο κομμάτων έχει συρρικνωθεί μόλις στη 1,5 μονάδα, υπέρ της Νέας Δημοκρατίας (έναντι 3,5 τον περασμένο Ιούλιο). Πρόκειται για τη μικρότερη διαφορά που έχει καταγραφεί σε εκτίμηση της Public Issue, κατά την τελευταία πενταετία. Το παιχνίδι, επομένως, περιπλέκεται και τα δυνητικά σενάρια πολλαπλασιάζονται. Η θέση του πρώτου κόμματος δεν αποκλείεται να αποτελέσει αντικείμενο του κομματικού ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, υπό τις σημερινές συνθήκες, το πλεονέκτημα του εκλογικού αιφνιδιασμού, που λόγω εκλογικού συστήματος διαθέτει κατά κανόνα το πρώτο κόμμα, ως ένα βαθμό εξουδετερώνεται, ενώ η προοπτική πρόωρων εκλογών καθίσταται για τη Ν.Δ. περισσότερο ασύμφορη, καθότι τώρα υψηλότερου ρίσκου.

Η κρίση του δικομματισμού

Στις 8 από τις 10 μεταπολιτευτικές βουλευτικές αναμετρήσεις, μετά το 1981, η δικομματική επιρροή κυμάνθηκε σε ποσοστά άνω του 83% και σε 2 από αυτές (1996, 2007) περί το 80%. Αντίστοιχα, στις έξι (6) ευρωεκλογές, μετά το 1981, το ποσοστό του δικομματισμού, αν και αισθητά μειωμένο κυμάνθηκε σε επίπεδα ανώτερα του 70%, με μοναδική εξαίρεση τις ευρωεκλογές του 1999 (68,85%).

Σήμερα, το ποσοστό της δικομματικής επιρροής εκτιμάται μόλις σε 66,5% (έναντι 65,5%, τον περασμένο Ιούλιο). Το εν λόγω ποσοστό: α) Δεν αντισταθμίζει παρά ελάχιστα (+1%) τις μεγάλες απώλειες των 13 και πλέον εκατοστιαίων μονάδων, που έχουν καταγραφεί μετεκλογικά. Υπενθυμίζεται, ότι στις εκλογές Σεπτεμβρίου 2007, τα δύο κόμματα συγκέντρωσαν ποσοστό 79,9%. β) Συνεχίζει -για 9ο συνεχόμενο μήνα- να κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ταυοχρόνως, συνιστά το δεύτερο χαμηλότερο ρεκόρ της πενταετίας. γ) Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ παράγωγο της κρίσης, αν και υποχωρεί, δεν «ξεφουσκώνει», όπως βιάστηκαν να προαναγγείλουν ορισμένα Μέσα Ενημέρωσης, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.

Το «οργισμένο» εκλογικό σώμα

Αν δεχθούμε ως αληθή τα ευρήματα του Βαρόμετρου, τότε η κατάσταση των κομμάτων, ένα χρόνο μετά τις τελευταίες εκλογές, περιγράφεται ως εξής: Στην επόμενη Βουλευτική εκλογική αναμέτρηση, τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης είναι πιθανόν να καταγράψουν ποσοστά ευρωεκλογών. Π.χ. ένας παρόμοιος με το σημερινό συσχετισμός δυνάμεων, είχε καταγραφεί στις ευρωεκλογές του 1999 (Ν.Δ. 36%, ΠΑΣΟΚ 32,9%). Απορροφάται, επομένως, η κρίση του δικομματισμού; Προφανώς, όχι. Δεν συνιστούν «ανάκαμψη του δικομματισμού», ούτε η περιορισμένη κάμψη που σημειώνει η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ (-2,5%) και η μικρότερη ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ (+1,5%, σε σύγκριση με τη μέτρηση του Ιουλίου), ούτε βεβαίως και η παρατεινόμενη στασιμότητα (ή και συρρίκνωση) της Νέας Δημοκρατίας, από την οποία ενισχύεται ο ΛΑΟΣ.

Το σημαντικότερο, σχεδον 1 στους 6 ψηφοφόρους (16%, διάγραμμα 4) εκδηλώνει σήμερα, για πρώτη φορά σε αυτήν την έκταση, την αποδοκιμασία του προς το σύνολο των κομμάτων, δηλώνοντας πρόθεση λευκής ή άκυρης ψήφου και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, εάν, πότε και πώς θα εκφραστεί η «οργή» του εκλογικού σώματος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή