Το ΚΚΕ να ανοίξει το αρχείο του

Το ΚΚΕ να ανοίξει το αρχείο του

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποδίδοντας έμφαση στην ιστορία του «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος» και στον σταλινισμό, το πρόσφατο συνέδριο του ΚΚΕ επιβεβαίωσε τις θέσεις και για τη δική του ιστορία όπως τις είδαμε να ξεδιπλώνονται το φθινόπωρο του 2008 στην καλαίσθητη έκθεση, στη Νίκαια, στην οποία τιμήθηκαν τα 90χρονα του κόμματος. Εκεί, συνειδητοποιήσαμε ότι το ΚΚΕ ξαναβρίσκεται μπροστά σε μια νέα ανάγνωση της ιστορίας του, κυρίως εκείνης της δεκαετίας του ’40 και του εμφυλίου πολέμου των χρόνων 1946 – 1949. Δίπλα στην ΕΑΜική Αντίσταση και στον Δεκέμβρη του ’44 είχε προστεθεί -μάλλον κυριαρχούσε- ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας.

Καταδικασμένος για χρόνια στη σιωπή και την αφάνεια, ο Δημοκρατικός Στρατός βγήκε επιτέλους από το «χρονοντούλαπο». Ενας οργανωμένος στρατός, με ισχυρή αγροτική κοινωνική συνιστώσα και με σημαντική συμμετοχή μειονοτήτων στις τάξεις του, έδωσε την άνιση και ουσιαστικά προδιαγεγραμμένη μάχη με τον αντίπαλο, ένας στρατός ηρωικός, χωρίς εφεδρείες και μετόπισθεν από τα μέσα του 1948, γνώρισε τόσο τη σκληρότητα του κόμματος όσο, κυρίως, το απάνθρωπο πρόσωπο του αντιπάλου. Αυτός ο στρατός αποκτά και πάλι τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει στην Ιστορία και στο «μαρτυρολόγιο» της κομμουνιστικής Αριστεράς, ανεξάρτητα από τους ιδεολογικούς επαναπροσδιορισμούς και τις πολιτικές σκοπιμότητες.

Τα πρώτα σημάδια αλλαγής

Βεβαίως, τα σημάδια για την αναθεώρηση είχαν αρχίσει να διαγράφονται από παλιότερα. Το πρώτο δείγμα αποτέλεσε ένα αφιέρωμα στον «Ριζοσπάστη», το τελευταίο τρίμηνο του 1996, στην επέτειο των 50 χρόνων από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Βασισμένο σε τεκμήρια, τα οποία είχαν γνωρίσει τη δημοσιότητα στην εφημερίδα «Η Αυγή», το 1986, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ Εσωτερικού και την επιστημονική ευθύνη του Φ. Ηλιού, και σε όσα είχαν γίνει γνωστά μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων, το αφιέρωμα προσπαθούσε να μεταφέρει τη συζήτηση για τον εμφύλιο πόλεμο στις γραμμές του ΚΚΕ με δέκα χρόνια καθυστέρηση. Η έκδοσή τους, το 1998, σε έναν τόμο με το τίτλο «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, 1946 – 1949», αποτελούσε μάλλον ένα βήμα πίσω ως προς την επιζητούμενη πολιτική αναγνώριση. Επακολούθησαν εορτασμοί, τηλεοπτικές καλύψεις ομιλιών, η παρουσίαση κινηματογραφικών στιγμιοτύπων και οι εκδηλώσεις κλιμακώθηκαν το 2008 με τη διοργάνωση της έκθεσης και με την έκδοση του λευκώματος «90 χρόνια ΚΚΕ, 1918 – 2008, Πρωτοπόρα Θεωρία – Πρωτοπόρα Δράση».

Κάπως έτσι, το ΚΚΕ εγκατέλειψε τη στρατηγική της αποσιώπησης και εισήγαγε το ζήτημα του κόμματος και του στρατού του στον εμφύλιο πόλεμο. Κάπως έτσι φτάσαμε να διαβάζουμε στο καινούργιο λεύκωμα ότι «η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ» αποτελεί «κορυφαία στιγμή του ΚΚΕ στην ταξική πάλη». Κάπως έτσι βρεθήκαμε μπροστά στον χαρακτηρισμό του ΔΣΕ ως του «μεγαλυτέρου επιτεύγματος». Ακόμη και το θερινό κάμπινγκ της ΚΝΕ διοργανώθηκε στις Πρέσπες, στον τόπο που παραπέμπει στην «Ελεύθερη Ελλάδα» στην τελική φάση πριν από την «έξοδο».

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, ωστόσο, τώρα που το ΚΚΕ οργανώνει συστηματικά την εκστρατεία εκλαΐκευσης του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, τίθενται δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά την αντίληψη για τη διαχείριση της Ιστορίας που καλλιεργείται σε έναν κομματικό οργανισμό, εν προκειμένω στο ΚΚΕ, και τελικά τις χρήσεις που επιχειρεί στις αναγνώσεις του παρελθόντος του. Το δεύτερο αφορά τη σημερινή στάση του κόμματος και την ουσία του νέου εγχειρήματος.

Ως προς το πρώτο, τα πράγματα διαγράφονται μάλλον με σαφήνεια, καθώς κάποιοι όροι φαίνεται να λειτουργούν ρυθμιστικά και να υπαγορεύουν την εκάστοτε θεώρηση της κομματικής ιστορίας. Δρώσα δύναμη κατά τεκμήριο σε εχθρικό περιβάλλον, το ΚΚΕ βρέθηκε στον αντίποδα της εξουσίας και γνώρισε περιόδους παρανομίας, φάσεις εξασθένησης, αλλά και διωγμούς.

Σε αυτό το πλαίσιο που προσδιορίστηκε από τις κοινωνικές συγκρούσεις, η κομματική ιστορία υπηρέτησε πρωτίστως θέσεις που κατ’ ανάγκη δικαιώνουν τις απόψεις του κόμματος. Οπως οι αντίπαλοι ακύρωσαν ή κατήγγειλαν τον ρόλο των κομμουνιστών, έτσι και οι κομμουνιστές λειτούργησαν και λειτουργούν αυτοδικαιωτικά ως προς το κόμμα τους και μηδενιστικά για τον αντίπαλο.

Ο δεύτερος όρος αντλεί από τη λενινιστική αντίληψη και την παράδοση που δημιούργησε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από τα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της Κομιντέρν. «Μια ιστορία για να είναι ορθή δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τη γραμμή του κόμματος». Δεν χρειάζεται να επιμείνει κανείς στην παγιωμένη αυτή αντίληψη η οποία συντήρησε και συντηρεί την άποψη ότι το κόμμα είναι ο αποκλειστικός διαχειριστής της ιστορίας του, ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στην ιστορία η οποία να μην πηγάζει μέσα από το κόμμα ή, ακόμα περισσότερο, από τη γραμμή του κόμματος.

Σε στενή συνάρτηση με τα προηγούμενα, ο τελευταίος όρος εστιάζεται στην αντικειμενικότητα, δηλαδή την αλήθεια. Δεν πρόκειται για μια αλήθεια σταθερή και διαρκή, αλλά για μια αλήθεια κυμαινόμενη, στη βάση των διαφορετικών στρατηγικών προτεραιοτήτων που κάθε φορά επιδιώκονται. Μια νέα γραμμή ακυρώνει μια παλαιότερη, ανατοποθετεί τα γεγονότα και τον ρόλο των ανθρώπων μέσα την Ιστορία και διοχετεύεται στις μάζες στην υπηρεσία νέων καλύτερων και αποτελεσματικότερων αγώνων.

Η αλήθεια του κόμματος

Ερχομαι τώρα στο ΚΚΕ και στις αναγνώσεις του εμφυλίου πολέμου. Το κόμμα υπήρξε ο ηττημένος πρωταγωνιστής στο τέλος της δεκαετίας του ’40. Τι σημαίνει αυτό; Ενα βασικό δικαιωτικό σχήμα άρχισε να συγκροτείται όσο η εμφύλια αναμέτρηση ήταν ακόμα σε εξέλιξη, ένα σχήμα νομιμοποιητικό του Δημοκρατικού Στρατού στον οποίο η ήττα προσέδωσε τα δικά της χαρακτηριστικά, καθώς επέτεινε την ασυνέχεια στη θεώρηση της «κρίσιμης δεκαετίας» και το «εμπλούτισε» με την έννοια του «λάθους», δηλαδή με τη μετατόπιση των ευθυνών από το «αλάθητο Κόμμα» στα πρόσωπα και στις αντιμαχόμενες ηγετικές ομάδες.

Μετά την ήττα, οι Ελληνες κομμουνιστές κλήθηκαν να εμπεδώσουν τα «λάθη» που έγιναν στην Αντίσταση, καθώς οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, ο Δεκέμβρης και η Βάρκιζα ξαναπέρασαν από το φίλτρο της Ιστορίας και ονομάστηκαν «λάθη» που όρισαν την μεγάλη ήττα του κινήματος. Ο εμφύλιος πόλεμος, ο δεύτερος ένοπλος, όπως τον ονόμασαν τότε -και όχι το δεύτερο αντάρτικο, μια και το αντάρτικο μαζί με τον ΕΛΑΣ αποτελούσαν αρνητικές κληρονομιές- δεν ήταν παρά η αναπόφευκτη συνέχεια των λαθών που είχαν προηγηθεί στην «πρώτη κατοχή». Ο νέος αγώνας δεν ήταν όμως καταδικασμένος να αποτύχει.

Η δεύτερη ήττα, αυτή του 1949, «ήσσονος σημασίας», σε αντιδιαστολή με την πρώτη, παρουσιάστηκε ως αποτέλεσμα της υπεροπλίας των Αμερικανών που ενίσχυσαν τον ελληνικό μοναρχοφασισμό, της έλλειψης εφεδρειών και κυρίως χρεώθηκε στο λεγόμενο «πισώπλατο χτύπημα» του Τίτο. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, ο Τίτο δεν άνοιξε μόνο τα γιουγκοσλαβικά σύνορα στον μοναρχοφασισμό αφήνοντας ακάλυπτα τα νώτα του ΔΣΕ. Εφερε το μικρόβιο του εθνικισμού και της αποστασίας στις γραμμές του ελληνικού κόμματος και του στρατού του, επηρεάζοντας με τις αιρετικές απόψεις του κάποια πρώην ηγετικά στελέχη – αυτά που είχαν κατά καιρούς ασκήσει κριτική στην ομάδα Ζαχαριάδη.

Αλλαγή πλεύσης

Η θεώρηση αυτή -στην πράξη αναλλοίωτη μέχρι το 1956- συμπαρασύρθηκε με την αλλαγή πλεύσης στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και την «αποσταλινοποίηση». Η αποπομπή της ηγετικής ομάδας και η αλλαγή στρατηγικής του ΚΚΕ έθεσαν στο στόχαστρο της κομματικής ιστορίας τον εμφύλιο πόλεμο που θεωρήθηκε αποκύημα της «τυχοδιωκτικής ζαχαριαδικής πολιτικής». Στον «καιροσκοπισμό» και στη σωρεία των νέων λαθών και των νέων υπαιτίων, ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ ενοχοποιήθηκε γιατί «δεν ήταν αντι-ιμπεριαλιστικός, εθνικοαπελευθερωτικός και δημοκρατικός, αλλά σοσιαλιστική επανάσταση».

Το πλαίσιο της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής» επέβαλε τότε την αποκατάσταση της Αντίστασης και του προτάγματός της. Υπερτόνισε τη σημασία της -παρά τα «λάθη»- στη συγκυρία του αντιδικτατορικού αγώνα και στη μεταπολίτευση, ενώ παρέδωσε για δεκαετίες τον εμφύλιο πόλεμο, τον ΔΣΕ και τους μαχητές του στην απόλυτη σιωπή. Η θεαματική επιστροφή των τελευταίων χρόνων, η νέα ανάγνωση συνδέεται αναντίρρητα με τον στρατηγικό επαναπροσδιορισμό μετά την «κατάρρευση» του γυάλινου κόσμου, την εκ νέου «ανακάλυψη» του Στάλιν, του σταλινισμού και του Ν. Ζαχαριάδη, με την «ταξικότητα» των νέων αγώνων που θεωρεί ότι καλείται να δώσει, μέσα στην πολιτική απομόνωσή του, το ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ κατέχει έναν ανεκτίμητο πλούτο, που διατηρεί, όμως, επτασφράγιστο: το αρχείο του. Χωρίς να αποτελεί «πανάκεια», το αρχείο αυτό μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην αυτογνωσία της κομμουνιστικής Αριστεράς. Θα τολμήσει, άραγε, το ΚΚΕ να κάνει το μεγάλο βήμα πέρα από την πεπατημένη και τις ασφαλείς αναγνώσεις μιας ιστορίας, που ξαναγράφεται «εκ του προσδοκώμενου αποτελέσματος»; Το άνοιγμα του αρχείου είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για κάτι τέτοιο που θα αποτελούσε, πράγματι, το μεγαλύτερο σύγχρονο «επίτευγμα» του κόμματος.

* Η κ. Ιωάννα Παπαθανασίου είναι ερευνήτρια του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και επιστημονικός συνεργάτης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή