Αποψη: Οι τηλεοπτικές αναμετρήσεις των αρχηγών

Αποψη: Οι τηλεοπτικές αναμετρήσεις των αρχηγών

4' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η σε απευθείας σύνδεση τηλεοπτική αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών ή ντιμπέιτ (debate), ως μορφή προεκλογικής επικοινωνίας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ στην προεκλογική εκστρατεία του 1960. Επανεμφανίστηκε δεκαέξι χρόνια αργότερα στις προεδρικές εκλογές του 1976, καθώς και σε κάθε προεδρική εκλογή έκτοτε. Η επαναλαμβανόμενη χρήση θεσμοποίησε αυτή τη μορφή προεκλογικής επικοινωνίας, ενώ σταδιακά ο εκσυγχρονισμός της προεκλογικής εκστρατείας οδήγησε στην υιοθέτησή της σε πολλές άλλες χώρες. Οι τηλεοπτικές αναμετρήσεις των πολιτικών αρχηγών θεωρούνται πλέον κεντρικό σημείο της προεκλογικής εκστρατείας.

Στην ελληνική περίπτωση δεν είχαμε την ανάλογη εμπειρία, δηλαδή αυτή της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων, λόγω της γνωστής άρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Μάλιστα, η Νέα Δημοκρατία είχε εκμεταλλευτεί την άρνηση αυτή με αντίστοιχη τηλεοπτική διαφήμιση (άδεια καρέκλα) στις εκλογές του 1993. Στις εκλογές, όμως, του 1996 για πρώτη φορά στα πολιτικά χρονικά καταγράφεται τηλεοπτική αναμέτρηση των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων, των κ. Σημίτη και του κ. Εβερτ, επαναλαμβάνεται στις εκλογές του 2004 ανάμεσα στους κ. Σημίτη και Καραμανλή και από το 2004 συμμετέχουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί.

Την τελευταία εβδομάδα, τα μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκαν στην αντιπαράθεση των εκπροσώπων των κομμάτων σχετικά με τους όρους της διεξαγωγής της αντιπαράθεσης. Ομως, αυτό αποτελεί τον κανόνα. Στην πράξη, το δημοσιογραφικό αφήγημα αναφορικά με τις τηλεμαχίες οργανώνεται σε τρία στάδια: στο πρώτο, η συζήτηση αφορά το αν θα γίνει και με ποιους όρους. Στο δεύτερο, η συζήτηση εστιάζεται στη διαμόρφωση των προσδοκιών και κριτηρίων αξιολόγησης για την τηλεοπτική αντιπαράθεση, καθώς και στη διερεύνηση των πιθανών στρατηγικών που θα ακολουθήσουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Τέλος, στο τρίτη στάδιο, που έπεται της τηλεμαχίας, η εστίαση στρέφεται στην ανάδειξη του νικητή, κυρίως μέσα από τα γραφόμενα στις εφημερίδες και τα λεγόμενα στην τηλεόραση.

Από την αρχή, οι αναμετρήσεις των πολιτικών αρχηγών θεωρήθηκε ότι συνεισφέρουν περισσότερο από άλλες μορφές επικοινωνίας στη διαμόρφωση μιας καλά ενημερωμένης κοινής γνώμης και είναι πιο συμβατές με τις απαιτήσεις που θέτει η περί δημοκρατίας θεωρία. Σημαντικά σε αυτό το επίπεδο είναι τα ευρήματα από τις συστηματικές αναλύσεις περιεχομένου των ντιμπέιτ. Ενδεικτικά αναφέρω:

– Ο πολιτικός αφιερώνει μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου στο να παρουσιάζει τις θέσεις του, καθώς και να παρουσιάζει αποδείξεις και λογικά επιχειρήματα για τις θέσεις που προβάλλει.

– Υψηλότερη εστίαση σε ζητήματα πολιτικής και όχι στην προσωπικότητα των πολιτικών.

– Οι τηλεοπτικές αναμετρήσεις των υποψηφίων προσφέρουν ένα τόνο νηφαλιότητας στην προεκλογική εκστρατεία.

– Ο πολιτικός λόγος στις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις υπολείπεται σε μεγαλοστομία και υπερβολή από άλλες μορφές προεκλογικής επικοινωνίας, όπως η πολιτική διαφήμιση και οι δημόσιες ομιλίες. Ακόμη, χαρακτηρίζεται από αυξημένη ενδοσκόπηση, μικρότερη ασάφεια και λιγότερες διφορούμενες απαντήσεις σε ερωτήσεις.

Αν και πρόκειται για μια ασύμμετρη μορφή επικοινωνίας, όπου ο δημοσιογράφος έχει τον έλεγχο αφού θέτει τις ερωτήσεις, πολύ συχνά οι πολιτικοί αρχηγοί αλλάζουν το ερμηνευτικό πλαίσιο απαντώντας σε μία ερώτηση που αφορά ζητήματα χαρακτήρα ή προσωπικής συμπεριφοράς με μία απάντηση που εστιάζεται σε θέματα πολιτικής.

Εως και τις ευρωεκλογές του 2009, τα ελληνικά κόμματα υιοθετούσαν το παλαιό πρωτόκολλο (κανόνες) οργάνωσης των τηλεοπτικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, το οποίο προβλέπει μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων που θέτει ερωτήσεις στους πολιτικούς, ενώ οι πολιτικοί απευθύνουν τον λόγο μόνο στους δημοσιογράφους, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους διάλογος. Πρόκειται για το γνωστό ξεπερασμένο «πρωτόκολλο των παράλληλων μονόλογων», που είναι ξεπερασμένο στην εποχή του διαδραστικού Διαδικτύου (Web 2.0). Στις ΗΠΑ, από τις προεδρικές εκλογές του 1992 άρχισαν να υιοθετούνται εναλλακτικά πρωτόκολλα οργάνωσης τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων, προσθέτοντας το στοιχείο της αλληλόδρασης. Η αλληλουχία διαμορφώνεται ως εξής: η ερώτηση δημοσιογράφου ακολουθείται από την απάντηση του πολιτικού μέγιστης διάρκειας δύο λεπτών και από την ανταπάντηση/σχολιασμό του αντιπάλου πολιτικού και στη συνέχεια, ο κύκλος ξαναρχίζει με τον άλλο πολιτικό. Επίσης, είναι στη διακριτική ευχέρεια του δημοσιογράφου η έναρξη περιορισμένης έκτασης διαλόγου μεταξύ των υποψηφίων. Ακόμη, το πάνελ δημοσιογράφων αντικαθίσταται από ένα δημοσιογράφο που παράλληλα συντονίζει τη συζήτηση.

Εναλλακτικό πρωτόκολλο οργάνωσης της συζήτησης προβλέπει τις ερωτήσεις να θέτει στους υποψηφίους ακροατήριο που εκπροσωπεί τον «μέσο πολίτη» (town hall debate). Παράλληλα, υπάρχει και το πρωτόκολλο που προβλέπει τη δομημένη, αλλά και ευθεία, αντιπαράθεση των δύο υποψηφίων. Εχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι όταν τις ερωτήσεις θέτουν απλοί πολίτες, οι πολιτικοί ακολουθούν μια πιο νηφάλια αντιπαράθεση.

Σε γενικές γραμμές, η χρήση περισσότερων του ενός πρωτοκόλλων αντιπαράθεσης των πολιτικών αρχηγών, στην ίδια προεκλογική εκστρατεία, συμβάλλει περισσότερο σε μια καλύτερη κατανόηση των θέσεων των πολιτικών αντιπάλων και επιλογών.

Είναι γεγονός ότι το «ντιμπέιτ των πέντε» το 2004 «έσπασε» ρεκόρ τηλεθέασης, αφού προσέλκυσε υψηλή τηλεθέαση σε σύγκριση με τις προηγούμενες του 2000 και του 1996. Ακόμη, παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίστηκε «βαρετό», η διακύμανση της τηλεθέασης έδειξε μια αξιοζήλευτη σταθερότητα. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η «αντιπαράθεση» των αρχηγών του 2004 ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και ικανοποίησε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, που ήθελε να δει πώς συμπεριφέρονται και αντιμετωπίζουν ένα «ντιμπέιτ» και οι αρχηγοί των μικρότερων κομμάτων. Ομως, αυτή η μορφή «αντιπαράθεσης», που στη Γερμανία έχει αποκληθεί ειρωνικά «χορός ελεφάντων», φαίνεται ότι έχει κάνει τον κύκλο της.

Από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αυτό που αποτελεί κακή τηλεόραση μπορεί να αποτελέσει καλή δημοκρατία. Μπορεί η έλλειψη δυναμικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς να καθιστά το ντιμπέιτ βαρετό, τα αυστηρά πρωτόκολλα όμως προσφέρουν τη δυνατότητα μιας νηφάλιας παράθεσης επιχειρημάτων. Οι πολιτικοί έχουν εγγυημένο τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο για να αναπτύξουν συλλογισμούς και να παραθέσουν στοιχεία. Αν αυτό μας κουράζει είναι επειδή μάθαμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με όρους θεάματος και αρνούμαστε να καταβάλουμε τον απαραίτητο κόπο, ώστε να μετατραπούμε σε σωστά ενημερωμένους πολίτες κι όχι μικροσχολιαστές, και να μπορούμε να ψηφίσουμε συνειδητά (απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει νόημα η δημοκρατία).

*Ο Στ. Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή