COVID-19: Ήταν το Σύνταγμά μας ανέτοιμο;

COVID-19: Ήταν το Σύνταγμά μας ανέτοιμο;

4' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πανδημία της COVID-19 αιφνιδίασε. Βρήκε απροετοίμαστα όχι μόνον τα συστήματα υγείας αλλά και τα Συντάγματα, ακόμη και των πιο προχωρημένων χωρών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, μόλις πριν από ένα χρόνο, αν έλεγε κάποιος στην Ευρώπη ή στην Αμερική ότι θα επιβληθεί εγκλεισμός όλων των κατοίκων μιας χώρας στα σπίτια τους για να αντιμετωπιστεί μια απειλή κατά της δημόσιας υγείας, θα τον έπαιρναν οι πάντες για τρελό. Γιατί, εκτός ίσως από έναν στενό κύκλο λοιμωξιολόγων, που κανένας τελικά, όπως αργότερα φάνηκε, δεν έπαιρνε στα σοβαρά, ούτε οι μελλοντολόγοι, ούτε οι πολιτικοί φιλόσοφοι, ούτε πολύ λιγότερο οι νομικοί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι, στον αιώνα της βιοτεχνολογικής και της ψηφιακής επανάστασης, ένας τόσο θανατηφόρος ιός θα απειλούσε, από τη μια στιγμή στην άλλη, τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
 
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι όταν ξέσπασε η πανδημία, τον περασμένο Φεβρουάριο, οι πάντες αιφνιδιάστηκαν. Προηγήθηκε μια περίοδος αμηχανίας, με τις κυβερνήσεις να αυτοσχεδιάζουν με μέτρα χωρίς το παραμικρό νομοθετικό έρεισμα. Τότε μέτρησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης και η τόλμη ορισμένων κυβερνώντων. Στη συνέχεια, από τα μέσα Μαρτίου, οι συνταγματικά ώριμες δημοκρατίες άρχισαν να νομοθετούν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όλες με κατεπείγουσες διαδικασίες. Οπως προκύπτει από σχετική έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας [CDL(2020)018], παντού, με εξαίρεση τη Σουηδία, ελήφθησαν παρόμοια μέτρα, με μικρές μόνον αποκλίσεις ως προς τον χρόνο που αυτά τέθηκαν σε ισχύ: σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, τήρηση αποστάσεων ασφαλείας, χρήση μάσκας (επιλεκτική αρχικά και αργότερα καθολική), μερικό lockdown, αρχικά μόνο σε «κόκκινες» περιοχές, και, ως αποκορύφωμα, το ακραίο μέτρο του υποχρεωτικού εγκλεισμού του γενικού πληθυσμού. Σε πάνω από τριάντα χώρες μάλιστα αναβλήθηκαν για λόγους δημόσιας υγείας όχι μόνον τοπικές, αλλά και γενικές εκλογές που είχαν προκηρυχθεί. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, επί της ουσίας, παρά τις ουσιώδεις διαφορές στα Συντάγματα και στις νομοθεσίες των επιμέρους χωρών, οι διαφοροποιήσεις που σημειώθηκαν ήταν τελικά ασήμαντες. Γιατί, εκούσες-άκουσες, όλες συμμορφώθηκαν αργά ή γρήγορα προς τις υποδείξεις των ειδικών, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, παραμερίζοντας τις δυσκολίες που ενδεχομένως έθεταν τα νομικά συστήματά τους.
 
Το έκαναν άραγε παραβιάζοντας το Σύνταγμά τους; Νομίζω πως όχι. Γιατί παντού, αόριστες έννοιες που είχαν τεθεί για άλλες περιστάσεις, όπως η δημόσια τάξη και ασφάλεια, η εθνική ασφάλεια, ακόμη και οι απειλές κατά τις ακεραιότητας της χώρας, ερμηνεύθηκαν με ευρύτητα ώστε να περιλάβουν και την πανδημία. Ασφαλώς, παντού σημειώθηκαν αντιδράσεις και πολλοί ήταν εκείνοι που κατήγγειλαν τη συντελούμενη «εκτροπή» από τις αρχές του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Επρόκειτο, ωστόσο, για περιθωριακές κατά κανόνα ομάδες «συνωμοσιολόγων», ακροδεξιών συνήθως αντιλήψεων, αντίστοιχων με τους δικούς μας «ψεκασμένους». Μόνο στη χώρα μας ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς συμμερίστηκε τις ακραίες αυτές απόψεις. Σε αυτό μάλιστα συμπεριλαμβάνονται από την περασμένη άνοιξη και μερικοί συνάδελφοι, οι οποίοι, δυστυχώς, δεν μπορούν να αποβάλουν μια παιδική ασθένεια του κλάδου μας: να θεωρούν αντισυνταγματικό οτιδήποτε πολιτικά δεν τους αρέσει.
 
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, το Σύνταγμά μας ήταν από τα λιγότερο ανέτοιμα να «υποδεχθεί» την πρόκληση της φονικής πανδημίας: εκτός από την απόλυτη προστασία της ζωής, την οποία προβλέπει με διάταξη που δεν μπορεί να αναθεωρηθεί (άρθρο 5 παρ. 1), κατοχυρώνει το δικαίωμα στην υγεία τόσο ως ατομικό (άρθρο 5 παρ. 5) όσο και ως κοινωνικό (άρθρο 21 παρ. 3). Επιπλέον, και αυτό είναι ακόμη ενδεικτικότερο της σημασίας που ο συντακτικός νομοθέτης αποδίδει ανέκαθεν σε μας στη δημόσια υγεία, το Σύνταγμα επιτρέπει ρητά το ακραίο μέτρο της επίταξης κινητών και ακινήτων «για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία» (άρθρο 18 παρ. 3&5), καθώς και την πολιτική επιστράτευση ιδιωτών για τον ίδιο λόγο (άρθρο 22 παρ. 4).
 
Εχοντας ιεραρχήσει τόσο ψηλά, στην κλίμακα των αξιών που κατοχυρώνει, τη ζωή και την υγεία, το Σύνταγμά μας όχι μόνον ανέχεται αλλά θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλει τους περιορισμούς που κρίνονται κάθε φορά πρόσφοροι και απολύτως αναγκαίοι για την προστασία τους. Διότι, όπως έχει κριθεί, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να παίρνουν θετικά μέτρα για τον σκοπό αυτό, όχι μόνον όταν απειλούνται, αλλά και υπό κανονικές συνθήκες (ΕΔΔΑ, Μακαρατζής κατά Ελλάδος, 20.12.2004). Και τούτο, προφανώς, για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο, δηλαδή με μέτρα που θα ήταν αδιανόητο να παραμείνουν σε ισχύ μετά την παρέλευση του κινδύνου.
 
Σε εμάς, πιο συγκεκριμένα, όπως έχει ορθώς επισημανθεί (Μανιτάκης, Βενιζέλος), χωρίς την αναγνώριση του αυτονόητου αυτού προβαδίσματος της ζωής και της δημόσιας υγείας, δεν θα μπορούσε να επιβληθεί κανένα από τα ληφθέντα μέτρα, ούτε καν η υποχρεωτική χρήση της μάσκας. Υπό την αντίθετη εκδοχή, που κάποιοι συνάδελφοι επιμένουν αβασάνιστα να υποστηρίζουν, το lockdown δεν θα ήταν απλώς παράνομο, αλλά κραυγαλέα αντισυνταγματικό.
 
Αντιλαμβάνομαι βέβαια τον αντίλογο. Αποδεχόμενοι τόσο σημαντικούς περιορισμούς, υποστηρίζουν οι αντιδρώντες, ανοίγουμε διάπλατα τον δρόμο για άλλες, ακόμη σοβαρότερες παραβιάσεις στο μέλλον, με κίνητρα φτηνά πολιτικά και όχι για την προστασία της υγείας (snowball effect). Στους συναδέλφους αυτούς ένα έχω να πω: Δεν ζούμε στη δεκαετία του 1950 ή και του 1960. Τα δικαστήρια στη χώρα μας δεν ήταν ποτέ όσο ανεξάρτητα είναι σήμερα, ο Τύπος ποτέ πιο ελεύθερος, το Ιnternet και τα social media δεν υπήρχαν τότε, ενώ η κοινωνία δεν ήταν ποτέ τόσο οργανωμένη. Προπάντων, τώρα ανήκουμε στην Ε.Ε. Αν παρά ταύτα συμβεί το κακό, μαζί θα το αποτρέψουμε και, όπως κάναμε με τη Χρυσή Αυγή, θα νικήσουμε. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, θα πρέπει να επιζήσουμε!
 
Οπως πολλοί έχουν επισημάνει, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες σκοτεινές εποχές της σύγχρονης ιστορίας μας, το Σύνταγμά μας αντιμετώπισε επιτυχώς τις δύο μείζονες κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας: πρώτα τη δημοσιονομική και, αμέσως μετά, το πρώτο κύμα της πανδημίας. Θα καταλάβουν άραγε κάποιοι αδιόρθωτοι νοσταλγοί των νεανικών τους παρορμήσεων ότι προδικάζοντας, από αφέλεια ή φανατισμό, την αποτυχία του στην αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, δεν στρέφονται εναντίον των κυβερνώντων, αλλά πυροβολούν τα ίδια τους τα πόδια;
 
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή