Η προώθηση της ένταξης στην ΕΟΚ

Η προώθηση της ένταξης στην ΕΟΚ

Επειτα από ελληνική αντίδραση, η επιφυλακτική γνωµοδότηση της Επιτροπής ανατρέπεται από το Συµβούλιο Υπουργών

7' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αµέσως µετά την πτώση της δικτατορίας, η ΕΟΚ θεωρήθηκε το µοναδικό κατάλληλο φόρουµ στο οποίο η Ελλάδα θα µπορούσε να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της και να υποστηρίξει τη διαδικασία εκδηµοκρατισµού που είχε αρχίσει. Μολονότι ο ρόλος της Ουάσιγκτον εξακολουθούσε να είναι θεµελιώδης για την εθνική ασφάλεια της χώρας, ο στενός κύκλος του Καραµανλή κατέληξε σε ένα σαφές συµπέρασµα. Η Ελλάδα έπρεπε να ελαττώσει την υπερβολική εξάρτησή της από τις ΗΠΑ και να αναπτύξει πολυµερείς διπλωµατικές σχέσεις, χωρίς να αµφισβητήσει τη µεταπολεµική εξωτερική πολιτική του «ανήκοµεν εις την Δύσιν». Αυτή η νέα πολυµερής προσέγγιση περιλάµβανε πολιτικές (π.χ. στα Βαλκάνια) που ήταν αδιανόητες για τους συντηρητικούς πριν από το 1974. Ωστόσο, η ένταξη στην ΕΟΚ έµοιαζε να προσφέρει µια βιώσιµη λύση στα προβλήµατα της Ελλάδας και η πρόοδος προς την πλήρη ένταξη έγινε η προτεραιότητα της κυβερνητικής ατζέντας. Η Ευρώπη προσέφερε στους Ελληνες ένα εναλλακτικό µοντέλο δηµοκρατικής ανάπτυξης, απρόσβλητο από τις πραγµατικές και υποτιθέµενες αµαρτίες των ΗΠΑ.

Ζητήματα γεωπολιτικής και οικονομίας

Η αναπάντεχη υποβολή της ελληνικής αίτησης για ένταξη, στις 12 Ιουνίου του 1975, ωστόσο, τάραξε τα ύδατα στην ΕΟΚ, προκαλώντας μια σειρά οικονομικών, θεσμικών και πολιτικών προβλημάτων. Η κυβέρνηση της Αθήνας δεν θα μπορούσε να διαλέξει χειρότερη συγκυρία για να υποβάλει την αίτηση. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973, που είχε βυθίσει τη βιομηχανική Δύση στην ύφεση, ασκούσε έντονες πιέσεις στο κοινοτικό μοντέλο. Αρκετές κοινοτικές πολιτικές είχαν ζημιωθεί σοβαρά και τα κράτη-μέλη ήταν επιφυλακτικά απέναντι στο ενδεχόμενο μιας νέας διεύρυνσης, μόνο δύο χρόνια μετά την προηγούμενη και ενόσω η Βρετανία επαναδιαπραγματευόταν τη δική της συμμετοχή.

Η κατάσταση επιδεινωνόταν ακόμα περισσότερο από τη γεωπολιτική διάσταση που δεν υπήρχε στην πρώτη διεύρυνση. Αίφνης, στο προσκήνιο ήρθε το ζήτημα της ασφάλειας, όταν η Ελλάδα αποφάσισε να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ στις 14 Αυγούστου 1974, στον απόηχο της δεύτερης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η ταυτόχρονη πτώση των δύο άλλων νοτιοευρωπαϊκών δικτατοριών, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία, μαζί με την πολιτική και οικονομική αναταραχή που ταλάνιζε την Ιταλία την ίδια περίοδο, όξυνε τους φόβους πιθανής αποσταθεροποίησης της συνοχής του δυτικού οικοδομήματος συμμαχιών στη Νότια Ευρώπη. Ακόμα χειρότερα, πιθανή ένταξη της Ελλάδας θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα τον κίνδυνο να εμπλακεί η Κοινότητα στην ελληνοτουρκική διένεξη και έτσι να διαταραχθούν οι ίσες αποστάσεις που επιδίωκε να διατηρήσει η Κοινότητα απέναντι στις δύο χώρες – έχοντας κατά νουν ότι η Τουρκία δεν ήταν μόνο ένα σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ.

Πλάι στα γεωπολιτικά ζητήματα, «καμπανάκια» ηχούσαν στις Βρυξέλλες και για την οικονομική διάσταση. Η οικονομία της Ελλάδας και η αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση θα δοκίμαζαν ακόμα περισσότερο τους θεσμούς της Κοινότητας. Αν το ελληνικό κράτος ήθελε να ενταχθεί στην ΕΟΚ, θα έπρεπε να προβεί σε σημαντικές θεσμικές αλλαγές, για την επίτευξη των οποίων η Κοινότητα θα έπρεπε να επωμιστεί το οικονομικό βάρος με τη μορφή μεταφορών πόρων. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν ότι η Ελλάδα δεν εξετάστηκε ποτέ αυτοτελώς, αλλά ως πρόδρομος των δύο άλλων αναδυόμενων νοτιοευρωπαϊκών δημοκρατιών: ένα «ναι» στην Ελλάδα θα καθιστούσε πολύ πιο δύσκολο να πει η Κοινότητα «όχι» στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Η προοπτική μιας μεσογειακής διεύρυνσης, με τη σειρά της, θα προκαλούσε ανεπιθύμητο ανταγωνισμό και επιπλέον πιέσεις στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Πάνω απ’ όλα, θα υποχρέωνε την Κοινότητα να προβεί σε μια συνολική μεταρρύθμιση της ΚΑΠ προκειμένου να αμβλύνει τις ανησυχίες της Ιταλίας και της Γαλλίας σχετικά με τον ανταγωνισμό εκ μέρους της Ελλάδας, και κυρίως της Ισπανίας, στη μεσογειακή αγροτική παραγωγή. 

Η προώθηση της ένταξης στην ΕΟΚ-1
Ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν τάχθηκε ένθερμα υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ομόφωνη απόρριψη της σύστασης της Κομισιόν

Τα επιχειρήματα και της Κοινότητας και της ελληνικής πλευράς ήταν γνώριμα στην Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), η οποία συμφωνούσε μεν ότι ήταν αναγκαίο να μην αποθαρρυνθούν οι Ελληνες κατά την επισφαλή μεταπολιτευτική διαδικασία στην οποία είχαν εισέλθει, αλλά, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, θεωρούσε καθήκον της να επισημάνει τις προκλήσεις που θα δημιουργούσε η πιθανή ένταξη της χώρας στη θεσμική και πολιτική εξέλιξη της ΕΟΚ. Επιπλέον, η Κομισιόν υπέθεσε ότι η Ελλάδα, όπως το έθεσε ένας από τους αξιωματούχους της πρώτης, «είχε ενθουσιαστεί από τα μάλλον υπερβολικά θετικά σχόλια για την ένταξή της από τα υψηλότερα κλιμάκια των κυβερνήσεων των κρατών-μελών» και έτσι δεν αναγνώρισε την ανάγκη για μια προπαρασκευαστική περίοδο οικονομικής βοήθειας που θα της επέτρεπε να υπερβεί τις δομικές αδυναμίες της και να προσαρμοστεί πιο εύκολα στους μηχανισμούς και στις πολιτικές της Κοινότητας. 

Η γνωμοδότηση της Επιτροπής, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο των Υπουργών στις 28 Ιανουαρίου 1976, θεωρήθηκε μια χλιαρή δήλωση, η οποία από τη μια πλευρά αναγνώριζε πλήρως τη δημοκρατική υποχρέωση να γίνει δεκτό το αίτημα της Ελλάδας για ένταξη, όμως από την άλλη επιδίωκε να αντισταθμίσει τις αμφιβολίες για την επιτυχία και τις συνέπειες της ελληνικής ένταξης. Η πρόταση για θετική απάντηση στην Ελλάδα, αλλά με δεκαετή προενταξιακή περίοδο, απαντούσε σε αυτές τις αντιφατικές ανησυχίες.

Σε μια πρωτοφανή ενέργεια στην ιστορία των διευρύνσεων και μετά τη σφοδρή αντίδραση της Αθήνας και τις έντονες παρασκηνιακές ενέργειες των «Εννέα», το Συμβούλιο αψήφησε τη σύσταση της Κομισιόν και απέρριψε ομόφωνα τη γνωμοδότησή της μόλις δύο εβδομάδες μετά την υποβολή της. Οι διαπραγματεύσεις θα γίνονταν για ένταξη χωρίς πρόβλεψη για κάποιον προενταξιακό «προθάλαμο». Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η ελληνική αίτηση αφορούσε μια οικονομικά και πολιτικά εύθραυστη χώρα, η πιθανή ένταξη της οποίας στην Κοινότητα θα έφερνε πιο κοντά της την ελληνοτουρκική διένεξη σε μια εποχή που η ευρωσκλήρυνση ήταν εμφανής. Παρ’ όλα αυτά, οι εν λόγω ανησυχίες έδωσαν τη θέση τους στην ακαταμάχητη ανάγκη να βρεθεί ένας καινούργιος διεθνής ρόλος για την ΕΟΚ, μέσω της παροχής βοήθειας στη νεοπαγή ελληνική δημοκρατία με απώτατο στόχο να σταθεροποιηθεί η χώρα στο πλαίσιο των δυτικών θεσμών, προλαβαίνοντας πιθανά επακόλουθα στις γειτονικές Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, μέσα στο εύθραυστο γεωπολιτικό κλίμα της Νότιας Ευρώπης.

Η προώθηση της ένταξης στην ΕΟΚ-2
Ο Φρανσουά Ξαβιέ Ορτολί, πρόεδρος της Κομισιόν, η γνωμοδότηση της οποίας προέβλεπε δεκαετή προενταξιακή περίοδο για την Ελλάδα.
Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Στρατηγική με έμφαση στην ταχύτητα

Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς έπεισαν τους «Εννέα» να αντιδράσουν θετικά στο αίτημα της Αθήνας για εισδοχή. Δεν εγγυώντο, όμως, ότι η θετική αυτή ανταπόκριση θα μετατρεπόταν και σε αποδοχή μιας γρήγορης ένταξης. Συχνά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Καραμανλής υπερέβη τις δυσκολίες δίνοντας έμφαση στην ταχύτητα (άρα και στην ευελιξία), εις βάρος ειδικότερων συμφερόντων της χώρας. Αυτό έχει κάποια βάση. Οι Ελληνες είχαν προσεκτικά μελετήσει τις διαδικασίες της πρώτης («βόρειας») διεύρυνσης της Κοινότητας: είχαν επισημάνει ότι το 1961-1963 η βρετανική αδιαλλαξία είχε προκαλέσει αδιέξοδο που διευκόλυνε την απόρριψη της αίτησης του Λονδίνου, ενώ το 1970-1972 η βρετανική ευελιξία είχε διευκολύνει το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Μαζί με την προγενέστερη βρετανική εμπειρία, το ενδεχόμενο μιας διασύνδεσης της ελληνικής αίτησης με τις αντίστοιχες των χωρών της Ιβηρικής επίσης διατράνωσε την επιλογή του Καραμανλή για την ανάγκη ενός γρήγορου αποτελέσματος.

Αλλά η ταχύτητα επιβαλλόταν και από τους μηχανισμούς της διεύρυνσης: οι «Εννέα» επιζητούσαν ένα δόγμα προσχωρήσεως, το οποίο πρωτίστως θα προστάτευε τα συμφέροντα των χωρών που ήταν ήδη μέλη παρά θα διευκόλυνε το νέο μέλος να προσαρμοστεί στο κοινοτικό κεκτημένο. Τέτοιου είδους πρακτικές τού «take or leave it» άφηναν μικρό περιθώριο ευελιξίας για τα κράτη που προσπαθούσαν να επιτύχουν την ένταξή τους. Η ακαμψία των διαδικασιών των διαπραγματεύσεων αλλά και η ασυμμετρία της ισχύος μεταξύ της Κοινότητας και του υποψηφίου προς ένταξη κράτους μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο μετά την προσχώρηση του τελευταίου, όταν δηλαδή και αυτό θα γινόταν πλήρες μέλος με τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πολύ χαρακτηριστικά, η Μάργκαρετ Θάτσερ επιβεβαίωσε τη θεωρία αυτή κατά τη διάρκεια ενός αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ισπανίας, όταν είπε με αρκετό σαρκασμό στον Ισπανό πρωθυπουργό Φελίπε Γκονζάλες πως η προσχώρηση στην Κοινότητα σήμαινε ότι «πρώτα δέχεσαι ένα σωρό πράγματα για να μπεις και μόλις μπεις προσπαθείς να ξεκάνεις όλα αυτά τα καταπληκτικά πράγματα που δέχθηκες αρχικά» (Financial Times, 9 Μαΐου 1991). Ετσι, παράλληλα με τη σχετικά ευέλικτη στάση της στις τεχνικές διαπραγματεύσεις, η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε μια πιο σκληρή στάση στο πολιτικό επίπεδο, διατηρώντας συνεχή πίεση στις χώρες της Κοινότητας.

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ συνιστά ένα ορόσημο στην ιστορία των διευρύνσεων της Κοινότητας και της εξέλιξής της για δύο λόγους: έθεσε τους «Εννέα» ενώπιον μιας γνήσιας πρόκλησης, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη διαφορετική φύση της ελληνικής αίτησης – από την ένταξη κράτους με εδραιωμένη δημοκρατία και οικονομία της αγοράς σε κράτος που είχε εκδημοκρατιστεί πρόσφατα και ήταν οικονομικά λιγότερο ανεπτυγμένο. Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος συνδέεται με τις ασταθείς συνθήκες στην περιοχή της Νότιας Ευρώπης και την ανάδυση του συστήματος της διεθνούς ύφεσης, είναι ότι αυτός ο γύρος διεύρυνσης βασίστηκε σε σαφείς ψυχροπολεμικούς υπολογισμούς για τη σταθερότητα της νότιας πτέρυγας της Ευρώπης.

Η προώθηση της ένταξης στην ΕΟΚ-3

Το γεγονός

Η ελληνική αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 1975. Αλλά στις αρχές του 1976, η Ευρωπαϊ-κή Επιτροπή, σε γνωμοδότησή της, ενώ δέχθηκε κατ’ αρχήν την ελληνική αίτηση, εισηγήθηκε αυτή να οδηγήσει σε μια «προενταξιακή» περίοδο δέκα ετών, δηλαδή να αναβληθεί η ένταξη για ανάλογο χρόνο. Η εισήγηση αυτή ανατράπηκε από το Συμβούλιο Υπουργών, έπειτα από έντονη διπλωματική δραστηριότητα της ελληνικής κυβέρνησης.
 
* Η κ. Ειρήνη Καραμούζη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σέφιλντ.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή