Άποψη: Βοηθάει όντως ο πόλεμος τη δημοτικότητα των κυβερνήσεων;

Άποψη: Βοηθάει όντως ο πόλεμος τη δημοτικότητα των κυβερνήσεων;

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θεωρητικά οι μεγάλες κρίσεις ευνοούν πολιτικά τις κυβερνήσεις. Σε περιπτώσεις πολέμου, τρομοκρατικών επιθέσεων ή πανδημίας, οι πολίτες αισθάνονται απειλή και στρέφονται προς την εκάστοτε κυβέρνηση για να τους προστατέψει. Οι Αμερικανοί ονόμασαν το φαινόμενο «στοίχιση γύρω από τη σημαία» (rally-round-the-flag) παρατηρώντας πως αμέσως μετά την εμφάνιση κρίσιμων γεγονότων, οι εκάστοτε πρόεδροι και πρωθυπουργοί βλέπουν (για σύντομο διάστημα) τη δημοτικότητά τους να εκτοξεύεται. 

Τάση που επιβεβαιώθηκε, μεταξύ άλλων, στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα επί Κέννεντυ, στον πόλεμο του Κόλπου επί Μπους, στον πόλεμο των Φώκλαντ επί Θάτσερ και την 11η Σεπτεμβρίου 2001 επί Προέδρου Μπους Τζούνιορ. Επιβεβαιώθηκε επίσης και στις αρχές του 2020 μετά την εμφάνιση του COVID-19. Στις περισσότερες χώρες (π.χ. Γερμανία, Αγγλία, Καναδάς, Γαλλία, Ελλάδα), οι κυβερνήσεις είδαν τη δημοφιλία τους να εκτινάσσεται. H NΔ, τον Απρίλιο 2020, ενισχύθηκε στην πρόθεση ψήφου κατά 6 περίπου μονάδες, συγκριτικά με τον προηγούμενο μήνα.  

Ο πόλεμος στην Ουκρανία εγγράφεται στην ίδια κατηγορία των μεγάλων  κρίσεων επηρεάζοντας θεωρητικά τη δημοτικότητα των κυβερνήσεων στο δυτικό κόσμο. Φαίνεται όμως πως η επίδραση δεν είναι παντού η ίδια. Ο Πρόεδρος Μακρόν, για παράδειγμα, είδε την απήχησή του να αυξάνεται 8 μονάδες μετά το ξέσπασμα του πολέμου – από το 25% που κατέγραφε στην πρόθεση ψήφου στα τέλη Φεβρουαρίου, στο 33,5% μια εβδομάδα μετά (Εlabe 08/03). Αντίθετα στην περίπτωση Μητσοτάκη η εξέλιξη ήταν εν μέρει διαφορετική. Στην πρόθεση ψήφου, η ΝΔ από το 31,5% που ελάμβανε το Φεβρουάριο ανήλθε στο 32,5% το Μάρτιο (Marc 13/03). Bεβαίως η ήπια τάση φθοράς που εμφάνιζε από τον Οκτώβριο 2021 και μετά, ανεκόπη. Η ενίσχυση όμως της μίας μονάδας που καταγράφει, είναι μικρή – εντός του ορίου του στατιστικού λάθους (+/- 3%). Επί της ουσίας η δημοσκοπική της απήχηση παραμένει αμετάβλητη. 

Συνεπώς προκύπτει το ερώτημα εάν μια πολεμική κρίση όντως βοηθά τη δημοτικότητα κυβερνήσεων που επηρεάζονται από αυτή και υπό ποιες προϋποθέσεις.

Κατ’ αρχάς το πολιτικό πλαίσιο και η πολιτική συγκυρία σε κάθε χώρα παίζουν ρόλο. Η Γαλλία για παράδειγμα είναι μια μεγάλη χώρα με πυρηνικό οπλισμό που πρωταγωνιστεί στις διεθνείς εξελίξεις. Επίσης βρίσκεται στην τελική ευθεία για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της 10ης Απριλίου – άρα η ψυχολογία του εκλογικού σώματος είναι διαφορετική. Συναφώς οι βασικοί αντίπαλοι του Μακρόν (Λεπέν, Ζεμούρ, Μελανσόν) θεωρούνται φιλο-ρωσικού προσανατολισμού. Συνεπώς το αντι-ρωσικό αίσθημα που διογκώθηκε απότομα τους επηρέασε αρνητικά ευνοώντας τον πρόεδρο της Γαλλίας. Παράλληλα ο Μακρόν είναι κυρίαρχος πολιτικά στον κεντρώο χώρο καθώς οι σοσιαλιστές υποψήφιοι συγκεντρώνουν χαμηλά μονοψήφια ποσοστά ενώ η υποψήφια της Δεξιάς έχει μειωμένες πιθανότητες να προκριθεί στο δεύτερο γύρο.

Αντίθετα, η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα που (τυπικά) απέχει αρκετά από τις εθνικές κάλπες. Επιπλέον, φιλο-ρωσικές απόψεις εντοπίζονται κυρίως σε μικρά κόμματα. Άρα η πολιτική αντιπαράθεση δεν επικαθορίζεται από την πολιτική της χώρας έναντι της Ρωσίας. Την ίδια στιγμή, ο Μητσοτάκης αντιμετωπίζει ανταγωνισμό στο μεσαίο χώρο. Σύμφωνα με τη Marc, στην πρόθεση ψήφου των κεντρώων ψηφοφόρων, η ΝΔ λαμβάνει 28,9%, το ΚΙΝΑΛ 25% και ο ΣΥΡΙΖΑ 18,8%.

Υπάρχουν όμως και βαθύτεροι λόγοι που ερμηνεύουν τις εξελίξεις. Βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας, για να αποτυπωθεί δημοσκοπικά η επιρροή ενός κρίσιμου γεγονότος χρειάζεται, μεταξύ άλλων, να πληρούνται τέσσερις όροι. Πρώτον, η κρίση να έχει διεθνή χαρακτήρα. Να αποτελεί δηλαδή μια μεγάλη εξωτερική απειλή έτσι ώστε οι πολίτες (και οι πολιτικές δυνάμεις) στο σύνολό τους να είναι σε θέση να αντιληφθούν τον κίνδυνο και παραμερίζοντας πρόσκαιρα τις πολιτικές τους διαφορές να συνενωθούν για την αντιμετώπισή του. Δεύτερον, πρέπει να είναι ξαφνική, συγκεκριμένη και δραματική προκειμένου να συγκεντρώνει την προσοχή της κοινής γνώμης. Τρίτον, η κρίση πρέπει να εμπλέκει ευθέως και άμεσα  την κυβέρνησή που θα κληθεί να τη διαχειριστεί. Τέταρτον, χρειάζεται να προκαλέσει την άμεση, ταχύτατη και αποτελεσματική αντίδραση της εκάστοτε κυβέρνησης για τη αντιμετώπισή της.  

Από τη σκοπιά αυτή, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά όντως εξωτερική απειλή με διεθνή χαρακτήρα που γίνεται αντιληπτή από το σύνολο της κοινωνίας συγκεντρώνοντας την προσοχή της. Ωστόσο, δεν έχει αμβλύνει την ένταση της κομματικής αντιπαράθεσης. Είναι ενδεικτικό ότι το αίτημα (και η συζήτηση) για πρόωρες εκλογές παραμένουν στο τραπέζι. Επίσης, αν και η κρίση που πυροδότησε η ρωσική εισβολή είναι ένα γεγονός ξαφνικό και μάλλον πρωτόγνωρο, η αίσθηση που επικρατεί εδώ και αρκετά χρόνια είναι ότι η Ελλάδα βιώνει, ούτως ή άλλως, σε συνθήκες αλλεπάλληλων και διαδοχικών κρίσεων κάθε μορφής. Η διαρκής κρίση μοιάζει να αποτελεί τη νέα «κανονικότητα». Υπό αυτή την έννοια, το ξέσπασμα νέων κρίσιμων γεγονότων ίσως να μην έχει πλέον τον ίδιο αντίκτυπο με το παρελθόν.  

Παράλληλα, η εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης στον πόλεμο δεν είναι άμεση δεδομένου ότι η σύρραξη αφορά τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου οι επιπτώσεις του πολέμου, αναφορικά με το στρατιωτικό σκέλος, δεν έχουν την ίδια αμεσότητα με εκείνη που είχαν π.χ. οι επιπτώσεις της πανδημίας στις αρχές του 2020, αναφορικά με το υγειονομικό και οικονομικό τους σκέλος. Βεβαίως σήμερα η απειλή του πληθωρισμού είναι ήδη ορατή. Είχε ξεκινήσει όμως σταδιακά πριν από τον πόλεμο με συνέπεια η εμφάνισή του να μην συνιστά απότομη μεταβολή. 

Ταυτόχρονα, τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας σε ενέργεια και βασικά αγαθά, που είχαν ήδη αρχίσει να λαμβάνονται, αν και προς την ορθή κατεύθυνση, αξιολογούνται ακόμα ως ανεπαρκή από την πλειονότητα των πολιτών στις σχετικές μετρήσεις. Κάτι που δεν συνέβη όταν ξέσπασε η πανδημία το 2020 καθώς τότε η απόφαση για lockdown ήταν άμεση και σχεδόν καθολικά αποδεκτή από την κοινή γνώμη. 

Στο πλαίσιο αυτό, οι προϋποθέσεις για μια άμεση κι αισθητή μεταβολή των πολιτικών δεδομένων λόγω του πολέμου δείχνουν να μην πληρούνται στο σύνολό τους, όπως ενδεχομένως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Συνεπώς, και υπό τον όρο ότι θα αποτραπεί η γενίκευση της σύρραξης, οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις φαίνεται πως (βραχυπρόθεσμα) θα επηρεαστούν κυρίως από την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού και τη σύγκριση της με την αντιπολίτευση.   

*Ο κ. Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London (QMUL), μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το βιβλίο του με τίτλο «Πρωθυπουργοί σε διαρκή εκλογική εκστρατεία: Κ. Σημίτης, Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.    

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT