Είναι σαφές ότι το τελευταίο διάστημα, μετά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τόνοι στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό έχουν πέσει. Αυτό είναι αποτέλεσμα, βεβαίως, της ίδιας της διεθνούς κατάστασης, καθώς εν μέσω βομβαρδισμών δεν θα ήταν δυνατόν οι πολιτικοί τόνοι να είναι υψηλότεροι. Είναι όμως και αποτέλεσμα της βούλησης του πρωθυπουργού, που φαίνεται να επιδιώκει, παρά τις σαφείς διαφορές με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, να υπάρχει το μίνιμουμ της συνεννόησης και του πιο ήπιου πολιτικού κλίματος. Ενδεικτικό είναι πως στην ενημέρωση του πρωθυπουργού στην εθνική αντιπροσωπεία για τον πόλεμο και τη στάση της Ελλάδας στην ουκρανική κρίση, παρά τους τόνους που ανέβηκαν σε κάποια σημεία, στο φινάλε εκπέμφθηκε ένα μήνυμα πως τα βασικά κόμματα –Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ– είναι στην ίδια όχθη. Και παρά το γεγονός πως το αποτέλεσμα αυτό το πιστώνεται και ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ, η κυβέρνηση φρόντισε να το αναδείξει δεόντως, μιλώντας για ικανοποιητική εικόνα του πολιτικού συστήματος που «στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων». Το μομέντουμ των πιο χαμηλών τόνων ευνοήθηκε και από το τετ α τετ εν συνεχεία του κ. Μητσοτάκη με τον κ. Ερντογάν, που του έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τους πολιτικούς αρχηγούς και να τους ενημερώσει για το τι συζητήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια ώρα είναι σαφές πως το Μέγαρο Μαξίμου έχει χαμηλώσει την κριτική του και έναντι του ΚΙΝΑΛ, έπειτα από μία περίοδο όπου ο κ. Ανδρουλάκης είχε βρεθεί στο στόχαστρο της κυβέρνησης και αποδομούνταν συστηματικά.
Το κεντρώο κοινό
Τα παραπάνω δεν είναι μόνο αποτέλεσμα, όπως προειπώθηκε, της συγκυρίας, καθώς η πολεμική σύγκρουση αναπόφευκτα ρίχνει τους εσωτερικούς πολιτικούς τόνους, αλλά και αποτέλεσμα των μετρήσεων που φτάνουν στο Μαξίμου. Με δεδομένο πως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη το κεντρώο κοινό αποτελεί πάντα βασικό στόχο, έχει αξία τι δείχνουν οι μετρήσεις. Οι κεντρογενείς ψηφοφόροι σε ποσοστό άνω του 60% αποστρέφονται τις κομματικές διενέξεις και θεωρούν πως το σημαντικότερο πρόβλημα είναι το οικονομικό και το πώς θα είναι η επόμενη μέρα της ζωής τους. Με δεδομένο μάλιστα πως αυτό που ονομάζουμε κεντρώο κοινό έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, καθώς ο κεντρώος δεν είναι αυτός που επιλέγει κόμματα του κέντρου αλλά εκείνος που δεν έχει κομματικές ταυτίσεις και τον ενδιαφέρει κυρίως το πώς είναι η προσωπική του ζωή, είναι σαφές πως ο πρωθυπουργός θέλει να αποφύγει, στον βαθμό που είναι εφικτό, τον κομματικό ανταγωνισμό και να αφοσιωθεί στη λύση των προβλημάτων, όπως κάνει όλο το τελευταίο διάστημα ανακοινώνοντας διαρκώς μέτρα ενίσχυσης των πιο ευάλωτων.
Οι κεντρογενείς ψηφοφόροι, που αποστρέφονται τις διενέξεις και εστιάζουν στη λύση των προβλημάτων, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του.
Αντίπαλος
Κυβερνητικό στέλεχος που γνωρίζει τη στρατηγική που χαράσσει το Μέγαρο Μαξίμου, έλεγε στην «Κ» πως και σε αυτή τη συγκυρία αυτό που προκύπτει από όλες τις μετρήσεις είναι πως «αντίπαλος της κυβέρνησης δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο εαυτός της». Οι κυλιόμενες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μία παγίωση του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και τουλάχιστον 1,5 χρόνο στα ίδια ποσοστά, που σημαίνει πως η αξιωματική αντιπολίτευση δεν απειλεί πραγματικά τον κ. Μητσοτάκη. Με αυτό ως δεδομένο δεν υπάρχει καμία πρόθεση από πλευράς κυβέρνησης να ανεβάσει τους τόνους και να δώσει πνοή στην αξιωματική αντιπολίτευση. Κάτι αντίστοιχο σε μικρότερη κλίμακα ισχύει και για το ΚΙΝΑΛ. Η αρχική εκτόξευση των ποσοστών του Νίκου Ανδρουλάκη δεν είχε συνέχεια και φαίνεται στην παρούσα φάση να έχει πιάσει ταβάνι πέριξ του 14%. Στόχος της κυβέρνησης είναι μέσω της πολιτικής της να επαναφέρει ένα κοινό στη Ν.Δ., που φάνηκε να κοιτάει προς το ΚΙΝΑΛ.
Πολύ σημαντικές για τη χάραξη πολιτικής είναι οι μετρήσεις που αφορούν την οικονομία και αγγίζουν οριζοντίως όλους τους πολίτες. Η οικονομική δυσπραγία και η αβεβαιότητα στον τομέα αυτό είναι το νούμερο ένα πρόβλημα για την κυβέρνηση. Τέλος, όσον αφορά τις εκλογές, μόλις το 20% επιθυμεί κάλπες, κάτι που δείχνει πως στην κοινωνία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αίτημα για πολιτική αλλαγή, αλλά για λύσεις στα πολύ σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.