Με τρεις διαφορετικές υποθέσεις εργασίας για τη χρονική διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και τις συνακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία κινείται η κυβέρνηση, που καταστρώνει τον σχεδιασμό της με δεδομένο ότι η έκρηξη των τιμών που προκάλεσε η ρωσική εισβολή δεν θα υποχωρήσει εύκολα, ενώ είναι σαφές πως σοβαρές παρενέργειες θα υπάρξουν και στο μέτωπο της ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, τα σενάρια στα οποία εστιάζει το Μέγαρο Μαξίμου είναι:
- Ο πόλεμος και η μεγάλη αναταραχή στις διεθνείς αγορές, που πλήττει και την Ελλάδα, να διαρκέσουν μέχρι το τέλος του μήνα.
- Η κρίση να παραταθεί μέχρι το Πάσχα.
- Στη χειρότερη εναλλακτική, που πάντως πολλοί δεν αποκλείουν, η βαριά σκιά του Ουκρανικού στο μέτωπο των στρατιωτικών επιχειρήσεων ή των παρενεργειών στην παγκόσμια οικονομία να παραμείνει μέχρι τον Ιούνιο ή και πέραν αυτού.
Oπως προαναφέρθηκε, για το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο το καλύτερο σενάριο προβλέπει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τερματιστεί μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες και ότι το ίδιο διάστημα θα αρχίσει να καταγράφεται σταδιακή ομαλοποίηση στις διεθνείς αγορές. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται πως ο οικονομικός προγραμματισμός για το 2022 δεν θα επιβαρυνθεί δραματικά: είναι ενδεικτικό ότι μεγάλο μέρος των έκτακτων μέτρων στήριξης, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, που ανακοίνωσε την περασμένη Τετάρτη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επί της ουσίας καλύπτεται από την υπέρβαση στο μέτωπο των εσόδων που σημειώθηκε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις κυβερνητικών παραγόντων, εάν ο πόλεμος τερματιστεί τις δύο επόμενες εβδομάδες, η θετική ψυχολογία στην αγορά θα επανέλθει άμεσα, οι επιδόσεις του τουρισμού θα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές, ενώ η ανάγκη για μέτρα στήριξης των πλέον ευάλωτων –με εξαίρεση την ενέργεια– θα περιοριστεί.
Το δεύτερο σενάριο, της παράτασης της διεθνούς αναταραχής μέχρι το τέλος Απριλίου, είναι σαφώς δυσμενέστερο, αλλά εκτιμάται επίσης ως διαχειρίσιμο και εντός των ορίων αντοχής της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα υπάρχει πέραν των ανωτέρω και το ισχυρό αντίβαρο του Ταμείου Ανάκαμψης.
Παράταση της κρίσης μέχρι τον Ιούνιο ή και αργότερα μπορεί να έχει παρενέργειες στο έλλειμμα, αλλά και στην υλοποίηση κυβερνητικών δεσμεύσεων, όπως για την εισφορά αλληλεγγύης.
Αντιθέτως, πηγή έντονου προβληματισμού αποτελεί για την κυβέρνηση το ενδεχόμενο η κρίση να εκταθεί μέχρι τον Ιούνιο ή και αργότερα. Σημειώνεται πως με βάση την ενημέρωση που λαμβάνει συστηματικά η Αθήνα από τις ΗΠΑ –στον βαθμό, βεβαίως, που η Ουάσιγκτον έχει ακριβή εικόνα για τις εξελίξεις επί του πεδίου στην Ουκρανία και τους σχεδιασμούς του Πούτιν– δεν αποκλείεται οι εχθροπραξίες να συνεχίζονται μέχρι τότε. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι προφανές πως η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε νέα πακέτα στήριξης με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος, ενώ οι παρενέργειες στην οικονομία στα μέτωπα του πληθωρισμού, των εσόδων και της ανάπτυξης θα είναι σαφώς μεγαλύτερες. Ειδικότερα, ως μεγάλα «αγκάθια» καταγράφονται:
– Η χώρα να οδηγηθεί σε μεγάλο έλλειμμα για τρίτη συνεχή χρονιά, καθώς είχε προηγηθεί η διετία της πανδημίας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι σαφές ότι θα επιδείξει ευελιξία στο πεδίο του ελλείμματος και το 2022, αλλά αυτό για την Ελλάδα μικρή σημασία έχει, καθώς η προσοχή, μετά και το κόστος στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων λόγω κορωνοϊού, είναι στραμμένη στο ύψος του δημόσιου χρέους.
– Συνακόλουθα, θα καταστούν απομακρυσμένοι κρίσιμοι στόχοι που έχουν τεθεί, όπως η διατήρηση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα και η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
– Τέλος, θα βρεθούν στον «αέρα» σημαντικές κυβερνητικές δεσμεύσεις, όπως για παράδειγμα η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους από τον Ιανουάριο του 2023.
Πολιτικές επιπτώσεις
Είναι προφανές ότι ο εγκλωβισμός της χώρας στη δίνη των δυσμενών επιπτώσεων της ουκρανικής κρίσης θα έχει και πολιτικές επιπτώσεις. Τυχόν παράταση της διεθνούς αστάθειας «καίει» τα σενάρια των πρόωρων εκλογών πριν από το καλοκαίρι. Πάντως, συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη αναφέρουν πως η προσφυγή στις κάλπες δεν βρίσκεται, ούτως ή άλλως, στο οπτικό πεδίο του πρωθυπουργού, υπό την έννοια ότι μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση, την πανδημία και τώρα τον πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος, οι πολίτες επιθυμούν σταθερότητα και όχι μια πολιτική – εκλογική περιπέτεια.
Τέλος, κρίσιμη παράμετρο των εξελίξεων αποτελεί πως στον ορίζοντα δεν διαφαίνονται κινήσεις από πλευράς Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στην «απορρόφηση» του κόστους της κρίσης. Οπως λέγεται, η Ε.Ε. με δεδομένη τη «σκληρή» στάση της Γερμανίας και των δορυφόρων της δεν πρόκειται να εξετάσει λύσεις τύπου ευρωομολόγου, ή επιδοτήσεων στα κράτη-μέλη, όσο οι ευρωπαϊκές οικονομίες δεν έχουν περάσει σε ύφεση. Επίσης, οι ίδιες πηγές δεν αποκλείουν κάποια στιγμή να υιοθετηθεί η πρόταση που στηρίζει η Ελλάδα, οι αμυντικές –ή ενεργειακές– δαπάνες να μη μετρούν στο έλλειμμα. Ομως, όπως προαναφέρθηκε, στην τρέχουσα φάση για την Αθήνα μεγαλύτερη σημασία έχει το χρέος και όχι το έλλειμμα.