Αφιέρωμα – Δημοκρατία ετών 48: Η Μεταπολίτευση δεν θα τελειώσει ποτέ!

Αφιέρωμα – Δημοκρατία ετών 48: Η Μεταπολίτευση δεν θα τελειώσει ποτέ!

Τον Ιούλιο του 1974, όταν έπεσε η χούντα, βρισκόμουν στο Παρίσι για σπουδές.

23' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούλιο του 1974, όταν έπεσε η χούντα, βρισκόμουν στο Παρίσι για σπουδές. Τετάρτη 24 τα ξημερώματα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός στην Αθήνα, με τον Ιωαννίδη πάντως να κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος. Αγωνιώντας για τα νεότερα από την πατρίδα, τηλεφώνησα κατά τις 10 το πρωί στον Ριχάρδο Σωμερίτη, τον από χρόνια καλύτερα ενημερωμένο δημοσιογράφο στη Γαλλία για τα εν Ελλάδι. Αφού ανταλλάξαμε πληροφορίες, τον ρώτησα λίγο προβοκατόρικα: «Αν ήσουν εκδότης εφημερίδας στην Αθήνα, τι πρωτοσέλιδο τίτλο θα έβαζες στην εφημερίδα σου;». Χωρίς δεύτερη σκέψη μου απάντησε: «Μα ότι έπεσε η χούντα, θέλει και ερώτημα;».

Θυμίζω τη στιχομυθία γιατί, το ίδιο εκείνο πρωί, ο μεν Χαρίλαος Φλωράκης είχε μόλις δηλώσει το περίφημο «τι μπρόκολα, τι λάχανα!», ο δε Ανδρέας Παπανδρέου μιλούσε για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς!». Δεν έχει σημασία αν το πίστευαν στ’ αλήθεια. Αρκούσε που το είπαν!

Πόσο δίκιο είχε ο Σωμερίτης! Πολύ περισσότερο που, το 1974, όπως γρήγορα αποδείχθηκε, δεν σήμανε μόνο το τέλος της δικτατορίας. Σήμαινε, επιπλέον, και το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Γιατί, από τη σκοπιά των θεσμών, η πτώση της δικτατορίας συμπαρέσυρε και το «παρασύνταγμα». Θυμίζω ότι έτσι είχε καθιερωθεί να ονομάζονται τα «έκτακτα» μέτρα της περιόδου του Εμφυλίου, που είχαν διατηρηθεί σε ισχύ έως το 1967 και τα οποία, κατά τη διάρκεια της επταετίας, οι συνταγματάρχες έστρεψαν όχι μόνον εναντίον της Αριστεράς, αλλά και εναντίον όσων τα είχαν εμπνευστεί, είτε ήταν αυτοί στελέχη της συντηρητικής παράταξης, είτε ακόμη και αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, όπως οι «Ελεύθεροι Ελληνες», που εναντιώθηκαν στη δικτατορία. Τα μέτρα αυτά καταργήθηκαν ταυτόχρονα με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβριο του 1974. Ωστόσο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι πηγή εμπνεύσεως των περισσότερων από τα έκτακτα αυτά μέτρα δεν ήταν ο Εμφύλιος του 1946-1949, αλλά ένας άλλος εμφύλιος που είχε προηγηθεί, δηλαδή ο Εθνικός Διχασμός του Μεσοπολέμου, αν αναλογισθεί δηλαδή ότι ο αυθαίρετος εκτοπισμός των αντιπάλων των εκάστοτε κυβερνώντων είχε καθιερωθεί το 1917 για τη δίωξη των αντιβενιζελικών –και σε μόνιμη βάση από το 1926– και ότι ο αντικομμουνιστικός 509 του 1947 είχε ως πρότυπο το βενιζελικό «ιδιώνυμο» του 1929, θα αντιληφθεί τη σημασία του 1974 και στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Ετσι, με τη Μεταπολίτευση έκλεισε και ο κύκλος των δύο διχασμών –του Εθνικού και του Εμφυλίου– που είχε ανοίξει το 1915 με τη σύγκρουση του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον βασιλιά· μια σύγκρουση που έμελλε να σημαδέψει την ελληνική πολιτική ζωή έως τη δεκαετία του 1940.

Για να το πω λοιπόν διαφορετικά, η Μεταπολίτευση σήμανε το τέλος μιας περιόδου όχι απλώς τριάντα, αλλά εξήντα ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων, εξαιτίας των δύο μεγάλων διχασμών, η κοινοβουλευτική δημοκρατία νοθεύτηκε, προτού καταργηθεί ανοιχτά δύο φορές –το 1936 και το 1967– εξαιτίας των βαθιών ψυχολογικών τραυμάτων που είχε προκαλέσει η κάθετη διαίρεση του ελληνικού λαού σε δύο αντιμαχόμενες και αλληλομισούμενες παρατάξεις.

Το 1974 έκλεισε ο εξηντάχρονος κύκλος των διχασμών και των εκτροπών, και άνοιξε ένας νέος διαρκούς εμπλουτισμού των θεσμών.

Τη βαθύτερη αυτή σημασία του 1974 ήταν φυσικό όσοι είχαν γεννηθεί, μεγαλώσει και ωριμάσει στην εποχή των κρίσεων να αργήσουν να την αντιληφθούν. Πίσω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας –έτσι ενισχυμένο, όπως τον ήθελε ο Κ. Καραμανλής, στην αρχική εκδοχή του Συντάγματος του 1975– έσπευσαν λοιπόν να διακρίνουν έναν εκκολαπτόμενο Γλυξβούργο. Εξίσου ανιστορικά, οι ίδιοι και κάποιοι άλλοι είδαν στην απαγόρευση των ιδιωτικών ΑΕΙ την καλύτερη εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Τριαντάρης το 1974, ο Αντώνης Μανιτάκης και, λίγο νεότερος, εγώ επισημάναμε τότε –με την αναγκαία συστολή προς τους παλαιότερους όπως ο Βεγλερής, ο Μάνεσης, ο Κουμάντος, ο Κασιμάτης και ο Δημ. Τσάτσος– τον κίνδυνο να πέσουμε στην παγίδα του αναχρονισμού. Ο Μανιτάκης, ειδικά, ήταν ο πρώτος που επέκρινε, ήδη από το 1983, την καθήλωση της συζήτησης για τον συνταγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας στο μοντέλο της προδικτατορικής αντιπαράθεσης βασιλιά και πρωθυπουργού. Ο ίδιος και η αφεντιά μου αντιταχθήκαμε εξάλλου στην αναθεώρηση του 1985-1986, επισημαίνοντας τους κινδύνους του άκρατου «πρωθυπουργοκεντρισμού», που η συνταγματική αυτή μεταβολή καθιέρωνε. Είχαμε τότε τονίσει ότι η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος δεν είναι ζήτημα καλών ή κακών προθέσεων των κυβερνώντων, αλλά «θεσμικών αντιβάρων» τα οποία, σε κάθε περίπτωση, θα περιορίζουν την παντοδυναμία ενός αδίστακτου πρωθυπουργού και θα διασφαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας και των μειονοτήτων όταν αυτά απειλούνται. Ευτυχώς, παρότι ένα τμήμα της παραδοσιακής Δεξιάς και ένα ακόμη μεγαλύτερο της Αριστεράς παραμένουν καθηλωμένα στις διχοτομήσεις της προδικτατορικής περιόδου και τις αντίστοιχες εννοιολογήσεις, η ελληνική κοινωνία προχώρησε. Το ίδιο και το πολιτικό σύστημά της. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν οι κυβερνητικές αλλαγές του 2015 και του 2019, οι οποίες, παρά τις μεγάλες εντάσεις που σημειώθηκαν, πραγματοποιήθηκαν χωρίς παρατράγουδα, κάτι που κατά τη γνώμη μου πιστώνεται εξίσου πολύ στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ. Το έδειξε ακόμη και η επιτυχημένη τελικά αντιμετώπιση της πανδημίας, παρά την οξύτατη αντίδραση μιας λυσσαλέας μειοψηφίας, η οποία στη χώρα μας έμεινε τελικά περιθωριακή.

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν σημαίνουν βέβαια ότι σε επίπεδο Συντάγματος και θεσμών –για να θυμηθούμε τον Φουκουγιάμα– η «ιστορία τέλειωσε» στην πατρίδα μας. Κάθε άλλο παρά είναι αυτονόητο ότι, σε μια περίοδο γεμάτη απρόοπτα, η δημοκρατία μας θα προχωρεί πλέον αλώβητη, εξασφαλίζοντας την πολυπόθητη ευημερία για όλους, χωρίς ανισότητες, εν ειρήνη και ασφαλεία. Τουναντίον. Εσωτερικά, οι περισσότερες από τις δοκιμασμένες πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος επιβιώνουν και, σαν να μην είχαν μεσολαβήσει τα μνημόνια, εξακολουθούμε σε μεγάλο βαθμό να ζούμε με δανεικά. Αλλά και εξωτερικά, σε μιαν Ευρώπη που μοιάζει να μπαίνει σε περίοδο παρατεταμένης ακυβερνησίας, με τον πόλεμο της Ουκρανίας να έχει αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού, τον Ντόναλντ Τραμπ να ετοιμάζει τις βαλίτσες του για μια πανηγυρική παλινόρθωση και τον Ερντογάν να μάχεται για την επιβίωσή του, οι απειλές είναι μεγάλες και το αύριο των δημοκρατικών μας θεσμών κάθε άλλο παρά διασφαλισμένο. Η βιωσιμότητα των τελευταίων –για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της μόδας– είναι συνάρτηση της ικανότητάς μας να αντιληφθούμε τις αλλαγές που συντελούνται και να προσαρμόσουμε σε αυτές τις μεθόδους μας. Αυτό, όμως, μένοντας πιστοί στις αρχές μας.

Σε αυτό το τελευταίο θέλω να σταθώ: αν η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 δεν σήμανε απλώς το τέλος της χούντας, αλλά, όπως νομίζω, την επάνοδο μετά από εξήντα χρόνια διαδοχικών εκτροπών, στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τότε θέλω να πιστεύω ότι η συζήτηση που κατά καιρούς γίνεται για το αν η Μεταπολίτευση τέλειωσε ή όχι δεν έχει νόημα. Διότι, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, την τελευταία δεκαετία η δημοκρατία μας αναμετρήθηκε με όχι μικρότερες προκλήσεις και νίκησε. Με αυτή την έννοια θέλω να ελπίζω ότι η Μεταπολίτευση «δεν θα τελειώσει ποτέ!». Και ότι εφεξής απλώς θα εμπλουτίζεται με τις πρακτικές και τους θεσμούς εκείνους που θα την κάνουν πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη για όλους όσους από μας δεν είχαν έως σήμερα τη δυνατότητα να γευθούν σε ικανοποιητικό βαθμό τα αγαθά του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού.

* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

– – – – – – – – –

Η κληρονομιά της δικτατορίας
Του Απόστολου Δοξιάδη

Εχω καταγράψει κάπου ένα περιστατικό, που συνέβη το καλοκαίρι του 1973. Ο Σταύρος Τσακυράκης, τότε ανώτερός μου σε μια αριστερή φοιτητική οργάνωση, με ειδοποίησε ένα πρωί να τον συναντήσω κατεπειγόντως. Οταν τον βρήκα μου είπε ότι έπρεπε αμέσως να αδειάσουμε τη «γιάφκα» της οργάνωσης, καθώς κάποιος γείτονας είχε αναπτύξει επικίνδυνη περιέργεια για τους φοιτητές που μπαινόβγαιναν.

Παρκάραμε το αυτοκίνητο έξω από την πολυκατοικία όπου ήταν η γιάφκα και με απανωτές διαδρομές, κουβαλώντας, γεμίσαμε, κυρίως με έντυπο υλικό, το πορτ-μπαγκάζ, το πίσω κάθισμα ώς το ταβάνι, ακόμα και το πάτωμα μπρος στον συνοδηγό, αγνοώντας τις έκπληκτες ματιές των περαστικών. Οπως όπως, τελειώσαμε και φύγαμε, με τον Σταύρο, που είχε νοικιάσει τη γιάφκα σε ψεύτικο όνομα, να βγάζει έναν μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης.

«Πού θα πάμε τώρα το υλικό;» τον ρώτησα στο αυτοκίνητο. Εμενε σιωπηλός, και σε ένα κόκκινο φανάρι τον κοίταξα και τον ξαναρώτησα. Είχε πάρει ύφος παιδιού που το έπιασαν αδιάβαστο. «Δεν έχω ιδέα», μου είπε.

Την ιστοριούλα σχολίαζε πρόσφατα ένας φίλος που ήξερε τον Σταύρο, λέγοντας πόσο χαρακτηριστική ήταν του σπουδαίου αυτού ανθρώπου, άριστου στη σκέψη, τη θεωρία, τη διδασκαλία, μα έξω από τα νερά του στην πράξη. Εμένα όμως η αναθύμησή της μου έφερε στον νου ότι μπορεί θαυμάσια να λειτουργήσει ως μεταφορά για την κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν στα χρόνια εκείνα, όχι μόνο εμείς οι επαναστατημένοι νέοι, αλλά και όλοι όσοι αγωνίζονταν για να φύγουν οι δικτάτορες, να αδειάσει η γιάφκα, ας πούμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε μετά το υλικό – κατ’ αναλογία, τι να κάνουμε την ελευθερία μας. Δεν είχαμε ιδέα.

Ή μάλλον όχι… Το «δεν είχαμε ιδέα» δεν ταιριάζει εδώ. Ιδέες είχαμε, αμέτρητες μάλιστα, που τις συζητάγαμε χρόνια, στα περιθώρια της δράσης. Αλλά κανείς δεν ήξερε πώς θα τις υλοποιήσει, όταν έρθει η ώρα. Κι όταν έπεσε η χούντα ήμασταν σαν το χρυσόψαρο της γυάλας, που αν το ρίξεις στη λίμνη τού είναι αδύνατο να χειριστεί την απεραντοσύνη της. Να πολεμάς το κακό είναι απλό, αν έχεις το θάρρος. Μα όταν αυτό εξαφανιστεί, οι άπειρες εναλλακτικές της ελευθερίας σε μπλέκουν – τουλάχιστον εμάς τους νεότερους. Ετσι υποταχθήκαμε πολιτικά στη φυσική ιεραρχία των μεγαλύτερων, που ξαναήρθαν στη Μεταπολίτευση στα πράγματα, σε όλους τους χώρους.

Δεν πιστεύω λοιπόν ότι έχει ιδιαίτερο νόημα εμείς, της γενιάς της Χούντας, να κάνουμε συγκρίσεις των τότε ελπίδων μας για το μέλλον με το σήμερα. Πέραν του ότι ο καθένας μας, ακόμα και μέσα στον ίδιο πολιτικό χώρο, ήλπιζε άλλα πράγματα, έχουν περάσει από τότε κοντά πενήντα χρόνια και η χώρα μας έχει αλλάξει με μύριους τρόπους –αν και έχει μείνει και ίδια με αρκετούς–, που πολλοί από αυτούς έχουν να κάνουν με τις διεθνείς εξελίξεις, τον ερχομό νέων γενεών, αλλά και το ίδιο το πέρασμα του χρόνου. Δεν είναι αστεία υπόθεση, ιστορικά, μισός αιώνας.

Αν έχει σήμερα νόημα ένα ερώτημα, συσχετίζοντας το τότε με το τώρα, είναι το ποια στοιχεία της τωρινής πολιτείας έλκουν την καταγωγή τους από τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση. Τις αναφέρω μαζί γιατί είναι δίδυμο: η Χούντα δημιούργησε μια βίαιη ασυνέχεια στο προηγούμενο δημοκρατικό καθεστώς, και άρα δεν μπορούμε να δούμε την επίδρασή της στα μετέπειτα χρόνια αν δεν κοιτάξουμε και το τι και πώς την αντικατέστησε.

Για όσους ήμασταν στην Αριστερά εκείνα τα χρόνια, ο πρώτος στόχος «όταν πέσει η χούντα» ήταν η νομιμοποίηση των δύο –μετά τη διάσπαση του 1968– κομμουνιστικών κομμάτων, και η ελεύθερη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Επίσης, με τους κεντρώους μοιραζόμασταν το όνειρο της κατάργησης της μοναρχίας, που είχε αποτελέσει προδικτατορικά πηγή πολιτικής ανωμαλίας. Και για τα δύο πιστεύαμε ότι μάλλον θα χρειαστεί μεταδικτατορικά πολυετής αγώνας. Αντίθετα, και τα δύο έγιναν πραγματικότητα στην αρχή της Μεταπολίτευσης, το πρώτο την πρώτη κιόλας μέρα, με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και το δεύτερο λίγους μήνες μετά, με τη σοφή του απόφαση να θέσει το ερώτημα σε ένα άψογα οργανωμένο, πραγματικό δημοψήφισμα. (Αντιδιαστέλλω το «πραγματικό» με το δημοψήφισμα-μαϊμού του 2015, που η διοργάνωσή του αποτέλεσε τη σοβαρότερη μεταδικτατορική εκτροπή.)

Στις δύο αυτές νίκες, ο Καραμανλής πρόσθεσε και μια αναπάντεχη, την ένταξή μας στη νέα ευρωπαϊκή κοινότητα, ισχυροποιώντας τη δημοκρατία μας θεσμικά. Και οι τρεις τους, μαζί, συγκεφαλαιώνουν το κύριο μέρος της αγαθής επίδρασης της Μεταπολίτευσης στο σήμερα. Ισως να είχαν συμβεί και χωρίς την περιπέτεια της Χούντας, με το πέρασμα του χρόνου, αλλά σίγουρα τις διευκόλυνε, με την πτώση της, η τεράστια στήριξη που έδωσε ο ελληνικός λαός σε έναν οραματιστή πολιτικό να δράσει με ριζοσπαστικό θάρρος.

Δυστυχώς, ούτε ο Καραμανλής ούτε κανείς μας γλίτωσε από πολλά κακά του προδικτατορικού πολιτικού σκηνικού, που επανήλθαν, τον πελατειασμό, την κομματοκρατία, τη διαφθορά. Και ανακαλύψαμε και καινούργια, με χειρότερα τον άκρατο δανεισμό, που άρχισε στη δεκαετία του 1980, και τη γιγάντωση της διαπλοκής, που δίνει δυσανάλογα μεγάλη πολιτική ισχύ σε κάποιους μεγιστάνες του πλούτου. Αλλά αυτά τα δεινά, παλιά και καινούργια, δεν τα οφείλουμε στο δίδυμο Χούντας/Μεταπολίτευσης, αλλά στις μεταδικτατορικές κυβερνήσεις – όπου, κατ’ αναλογία με το «εκκλησία ίσον κλήρος και λαός», «κυβερνήσεις» συχνά σημαίνει «κόμμα και ψηφοφόροι».

Μα έχουμε ένα μεγάλο κακό που παραμένει, παιδί του διδύμου. Ο μύθος της αντίστασης που κατά τη μεταδικτατορική φαντασία, τάχα, έκανε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού –μια-δυο χιλιάδες το πολύ ήμασταν– εξαγίασε τη νοοτροπία της επιβολής του θελήματος ατόμων ή μειοψηφιών με το «έτσι θέλω», εξιδανικεύοντας τον εγωισμό και την αντικοινωνική και αντιθεσμική συμπεριφορά.

Στα τελευταία του, ο Σταύρος Τσακυράκης αναρωτήθηκε δημόσια: «Από πού ώς πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;» Η ερώτηση ήταν ρητορική. Φυσικά δεν είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι. Ο αγώνας κατά της δικτατορίας ήταν. Αλλά η καπηλεία του μας αφήνει κληρονομιά μια παρεξήγηση που ακόμα μας τυραννάει, δίνοντας γόνιμο υπέδαφος στον λαϊκισμό και ροκανίζοντας καθημερινά τους θεσμούς μας.

* Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.

– – – – – – –

«Κάποιοι έκλαιγαν και γέλαγαν, την ίδια στιγμή»
Του Μιχαήλ Μαρμαρινού

– Πολλοί, περίμεναν το λεωφορείο.

– Κάποιοι, έκλαιγαν.

– Aλλοι θα αγκαλιαστούν, κρατώντας μια ελληνική σημαία, στην Ομόνοια.

– Aλλοι, δεν ήξεραν πού να πάνε. Απλώς πήγαιναν. Χαιρόντουσαν!

– Πολλοί ήταν στη θάλασσα.

– Τι κοιτάτε; Ιούλιος!

– Aλλοι, τότε ήτανε νέοι.

– Aλλοι, γύρω από ένα τραπέζι, θα αφουγκράζονταν τα γεγονότα.

– Κάποιοι, λίγο αργότερα, θα τραγουδούσαν: «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις».

– Aλλοι, ξεκρέμαγαν ένα «πουλί».

– Και τον Παπαδόπουλο!

– Aλλοι έβλεπαν την «Κινέζα» του Γκοντάρ, ξανά και ξανά.

– Κάποιοι θα κατέβαιναν στον Πειραιά να περιμένουν τα όπλα απ’ την Κίνα.

– Κάποιος μας είπε: «Με εξαλλοσύνη βάδιζε ο κόσμος» ή «Ο κόσμος βάδιζε εν εξαλλοσύνη».

– Κάποιοι, ξαφνικά βγάλανε μούσια!

– Ναι! Και μαλλιά, μακριά!

– Κάποιοι θα κληθούν απ’ την Ιστορία να λειτουργήσουν ως «εθνικά υποκείμενα».

– Κάποιοι δεν θα βγουν απ’ το σπίτι, βλέπουν την τηλεόραση.

– Πολλοί, έκλαιγαν.

– Aλλοι, θα ανοίξουν το ραδιόφωνο δυνατά! Παίζει τραγούδια! «Στρώσε το στρώμα σου για δυο».

– Ή, «Η μέρα εκείνη δεν θ’ αργήσει…».

– «Τα σπίτια είναι χαμηλά…».

– Ή, «Η πλατεία ήταν γεμάτη…».

– Ή, «Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες».

– Aλλοι οδηγούν και πατάνε τα κλάξον, κατ’ επανάληψιν.

– Hταν σαν να έχουν όλοι γενέθλια. Χρόνια Πολλά! Χρόνια πολλά!

– Κάποιοι έκλαιγαν! Και κάποιοι γέλαγαν!

– Oχι! Κάποιοι έκλαιγαν και γέλαγαν, την ίδια στιγμή.

– Aλλοι, θα πάνε στο αεροδρόμιο.

– Ναι, ναι, πολλοί!

– Ναι, ναι, πολλοί άλλοι!

– Πολλοί χορεύουν στους δρόμους.

CHORAL: Με γεγονότα πορεύεται ο κόσμος.

– Aλλοι, μέσα σε ένα αεροπλάνο, έρχονται στην Ελλάδα.

– Πολλοί περίμεναν στα λεωφορεία.

– Η Μαρία θα ‘ρθει από το Βελιγράδι!

– Σημαίες! Εκατοντάδες σημαίες, ελληνικές.

– Σκέτες, χωρίς «πουλιά».

– Οι δρόμοι από μακριά έμοιαζαν μπλε.

– Κάποιοι, θα αρχίσουν δειλά δειλά να γράφουν στους τοίχους. Συνθήματα!

– Aλλοι, πανηγύριζαν.

– Aλλοι, φώναζαν.

– Αλλοι τραγούδαγαν.

– Υπάρχουν και άλλοι, που απλώς περπατάνε.

– Εγώ πού ήμουνα;

– Κάποιοι επιστρέφουν από το Παρίσι.

– Κάποιος έψαχνε πού να κρύψει τους ήρωές του.

– Νέοι, πολλοί νέοι, όλοι τότε, νέοι!

– Κάποιοι κοιμόντουσαν.

CHORAL: Οχι, όχι κανείς δεν κοιμόταν. Ηταν μια στιγμή της μέρας που κανείς δεν κοιμόταν, ούτε τα νεογέννητα. Ούτε καν τα μωρά!

– Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου φιλιόντουσαν στην κουζίνα ενός εστιατορίου. Και να ‘μαι!

– Ετσι γίνεται αυτό;

– Τότε έτσι, ναι.

– Πολλοί κάπνιζαν.

– Τσιγάρα! Αμέτρητα τσιγάρα!

– Ηταν μέρα μεσημέρι.

– Κάποιοι άλλοι, ήταν ακόμα αγέννητοι.

– Πολλοί θα κολλήσουν στην κίνηση.

ΟΛΟΙ: Ποια κίνηση;

– Οι δρόμοι είχαν πήξει!

– Ενα πλήθος, στο αεροδρόμιο. Του Ελληνικού.

– Δεν υπήρχε άλλο.

– Πολλοί ζητωκραύγαζαν.

– Πολλοί θα βγούνε στους δρόμους.

– Πολλοί ήταν εξορισμένοι.

– Κάποιοι, ήλπιζαν.

– Κάποιοι πίστεψαν.

– Κάποιος μας είπε: «Τότε ήμουν νέος. Και τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα. Και τώρα που το λέω κλαίω πιο πολύ». Ετσι ακριβώς το είπε: «Τι να πω, κορίτσι μου, η ζωή!..».

– Κάποιοι, θα συναντήσουν ανθρώπους που είχαν να δουν πολύ καιρό.

– Κάποιοι, θα αγκαλιαστούν με αγνώστους.

– Αλλοι, πολλοί, θα γεμίσουν πλατείες.

– Κάποιοι θα βγουν έξω στον δρόμο, αργότερα.

– Χοροί! Πολλοί χοροί!

– Κάποιοι, δεν γινόταν να κοιμηθούν, από την εξάντληση.

– Τσάμικο!

– Κάποιοι, θα βγούνε στους δρόμους φωνάζοντας: «Ε – Ε – Ερχεται».

– Κάποιοι, δεν το έκαναν αυτό.

– Κάποιοι, τραγούδησαν ένα πολύ γνωστό τραγούδι: «Σε γνωρίζω απ’ την κόψη…».

– Αλλοι μέθυσαν!

«Στις 6 Οκτωβρίου –ούτε έναν μήνα μετά τον θάνατο του Μάο– η χήρα και τα άλλα μέλη της Συμμορίας των Τεσσάρων συνελήφθησαν. Κανείς δεν τους υποστήριζε πια. Στενοχωρήθηκα όταν έμαθα πόσο εύκολα απαλλαχθήκαμε από τους Τέσσερις. Πώς ήταν δυνατό αυτή η μικρή ομάδα υποδεέστερων τυράννων να καταπίεζε 900 εκατομμύρια ανθρώπους για τόσα χρόνια; Γενικά, όμως, ήμουν ευτυχισμένη. Ολοι συμμερίζονταν τη χαρά μου. Πήγα ν’ αγοράσω τα καλύτερα ποτά για να γιορτάσω. Αλλά δεν είχε μείνει τίποτα στα μαγαζιά. Τόση ήταν η χαρά του κόσμου».

– Αλλοι, έτρεχαν.

– Αλλοι, κοιτάνε τον ουρανό.

– Κάποια άκουγε τα αναφιλητά της, ενώ έτρεχε.

– Ενας θα κοιτάξει το ρολόι του: «Πρέπει να θυμάμαι, πρέπει να θυμάμαι τι ώρα είναι».

– Κάποιοι χόρευαν πάνω στο Τείχος, μαζί με άλλους και τραγουδούσαν: «So ein Tag, so wunderschön wie heute…». Βερολίνο. Ιδια στιγμή, άλλη ημερομηνία.

– Θα ακουστούν πολλά επιφωνήματα.

– Πολλές παραλλαγές του «επιτέλους».

– Από μακριά, οι άνθρωποι φαίνονταν σαν μύγες.

– Μία, τραγουδάει τη σκέψη της.

– Η Ιστορία έτρεξε πολύ, εκεί πέρα.

– Κάποια άλλη, έτρεχε κι αυτή, με ένα κασετοφωνάκι. Ρωτούσε: «Εσείς τι νιώθετε τώρα;».

– Και ξαφνικά ο Μαρξ! Απ’ το πουθενά.

– Η λέξη Κομμουνισμός ήταν απαγορευμένη ζώνη.

– Κάποιοι ξεκίνησαν μανιωδώς να μεταφράζουν.

– Ενας, Σαίξπηρ!

– Πολλοί, ένιωσαν ευτυχία.

– Κάποιοι χαμογέλασαν τόσο πολύ που φάνηκε ότι τους λείπαν τα πίσω δόντια.

– Κάποιοι θα μπαίναν φυλακή.

– Κάποιοι κλεισμένοι σε σπίτια, θα αναλύουν πυρετωδώς την πραγματικότητα.

ΕΞΟΔΟΣ

Αγαπημένη,

Η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη

Μικροπωλητές θα πουλάνε επαναστάτες σε κονκάρδες

Ο Johnnie Walker θα συνεχίσει να περπατάει

Τρέχουμε να προλάβουμε κάτι που μοιάζει με μέλλον

Κι η μουσική; Τα τραγούδια;

Προπόσεις από κάποιο πουθενά προς το Πάντα.

* O Μιχαήλ Μαρμαρινός είναι σκηνοθέτης. Το κείμενο είναι απόσπασμα της παράστασης «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση», που ανέβηκε στο θέατρο Θησείον. Κάποια μέρη του δεν ενσωματώθηκαν στην παράσταση και δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.

– – – – – – – – – – – – –

Ώριμη και σε εγρήγορση
Της Αγγέλας Καστρινάκη

Για πότε άδειασαν τα ράφια των μπακάλικων και των σούπερ μάρκετ! Εβλεπα βαθιά στα μάτια των γιαγιάδων και των μεγάλων θειάδων μου το απείκασμα του τρόμου, εκείνο το καλοκαίρι. Είχαν ζήσει τον πόλεμο και την Κατοχή. Κυπριακό, 1974: η χούντα έπεσε χάρη σε μια καταστροφή (αν μπορούμε ποτέ να λέμε «χάρη»). Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε μέσα στο αίμα. Αλλά ήταν δημοκρατία; Πολλοί αμφέβαλλαν. Τον πρώτο καιρό οι παράνομοι μηχανισμοί των αντιστασιακών οργανώσεων συνέχισαν να τηρούν τους κανόνες συνωμοτικότητας. Κι εμείς, δεκατριάχρονα παιδιά, συζητούσαμε επιστρέφοντας απ’ το σχολείο για τον κίνδυνο από τα «σταγονίδια» της χούντας, μην καταφέρουν ξανά οι χουντικοί να ανακτήσουν την εξουσία. Γουρλώναμε τα μάτια με τρόμο, καθώς κάπως έτσι είχαμε δει να κάνουν οι γονείς μας. Μετά βγήκαμε στους δρόμους και μοιράζαμε αυτοσχέδιες προκηρύξεις κατά της βασιλείας, γιατί στα σπίτια μας υπήρχε σε περίοπτη θέση η αφίσα με το παιδάκι που κατουρούσε το βασιλικό στέμμα. Μικροί ακτιβιστές και ακτιβίστριες, κάναμε κι εμείς ό,τι μπορούσαμε για τη δημοκρατία.

​Η δημοκρατία νίκησε τη χούντα –καθώς και την επαίσχυντη βασιλεία– και κυριάρχησε. Και τώρα είναι μια ώριμη σαρανταοκτάχρονη. Oχι χωρίς κλυδωνισμούς. Δεν φεύγει απ’ τον νου μου ένα ηλιόλουστο ιουλιανό απόγευμα του 2015 στο Σύνταγμα. Κάτω από την τόσο λοιδορημένη Βουλή των Ελλήνων. Με κρατημένη την ανάσα περιμέναμε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης για το μέλλον της χώρας. Πηγαδάκι από πρώην Ρηγάδες και Ρήγισσες – από εμάς, παλιά μέλη του ανανεωτικού κομμουνιστικού κόμματος, που είχαμε πει και παλιά και τώρα ξαναλέγαμε ΝΑΙ, ναι στην Ευρώπη, στη δημοκρατία και στην ευημερία της χώρας. Και περιμέναμε με τρομερή αγωνία, που τώρα βέβαια δεν ήταν κατ’ απομίμηση. Εικασίες: Θα συμφωνήσει ο ενορχηστρωτής της αγωνίας μας με τους εταίρους ή δεν θα συμφωνήσει; Και τότε ένας παλιός, πολύπειρος σύντροφος είπε: «Δεν θα συμφωνήσει! Δεν ξέρουν να κυβερνούν με σεβασμό στους θεσμούς. Τους βολεύει η αναταραχή». Κι επειδή ήταν παλιός και πολύπειρος, με βαθιά εσωτερική γνώση των πραγμάτων, ένιωσα την πλήρη κατάρρευση, είδα μπροστά μου την εικόνα της γκρίζας φτωχοποίησης και βίωσα τον φόβο του μελλοντικού αντιφρονούντος, της αντιφρονούσας που θα ήμουνα. ​Αλλά ευτυχώς ο πολύπειρος σύντροφος έπεσε έξω, η αυτοσυντήρηση κυριάρχησε και η δημοκρατία άντεξε. Και εντέλει οι θεσμοί, παρά τη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκαν, άντεξαν κι αυτοί.

Τώρα; Νέος πόλεμος. Στη γειτονιά μας, στην Ευρώπη. Ενας λαός αγωνίζεται, με ηρωικές νίκες αλλά και τρομερές απώλειες, για το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση. Τις επιπτώσεις τις έχουμε ήδη νιώσει στη ζωή μας. Ο χειμώνας που θα ακολουθήσει, το ξέρουμε όλοι, θα είναι πολύ δύσκολος. Στη Γερμανία έχουν αρχίσει να κλείνουν ώς και τις πισίνες. Θα αποδεχθεί ο Ευρωπαίος να ζήσει σε συνθήκες σχεδόν πολέμου, με περιορισμένη θέρμανση, με ελλείψεις στα αγαθά και τις τιμές στα ύψη; Ή θα σαρώσει την Ευρώπη κι εμάς ένα νέο κύμα λαϊκισμού, που θα υπόσχεται μαγικές λύσεις επιστροφής στην πλήρη και φθηνή κατανάλωση; Μήπως πρέπει να συμβιβαστούμε με τον στυγνό επιτιθέμενο για να μην μπει σε κίνδυνο η δημοκρατία στην Ευρώπη; ​Προς το παρόν προσπερνώ με μια γρήγορη ματιά τα φανερώματα του νέου λαϊκισμού, τις ιαχές, τα αισχρά πρωτοσέλιδα με τα παρανοϊκά υπονοούμενα, την καταβύθιση του πολιτικού λόγου (Αφήνουν ελεύθερο τον κόσμο να μη φοράει μάσκα; Είναι αρνητές του ιού! Δεν τον αφήνουν; Επιθυμούν να τον φιμώσουν!) Λυπάμαι, σφίγγεται η καρδιά μου, αλλά προσπερνώ, καθώς, προς το παρόν, έχω την αίσθηση ότι αντέχει ο ορθός λόγος στη χώρα. Αν όμως χρειαστεί, θα ξαναστρατευτούμε με τις όποιες δυνάμεις μας. Ελπίζω –θεός φυλάξοι!– να μη χρειαστεί. ​Κι ελπίζω ακόμα ότι –όπως λένε κάποιοι σημαντικοί στοχαστές– η δημοκρατία παγκοσμίως θα νικήσει, γιατί τα αυταρχικά καθεστώτα είναι επιρρεπή σε κεφαλαιώδη λάθη και γιατί η δημοκρατία, σε σχέση με τα άλλα συστήματα, είναι εντέλει πιο ανθεκτική και πιο βιώσιμη. ​Η δημοκρατία μας είναι 48 χρόνων, ώριμη αλλά όχι εφησυχασμένη.

* Η κ. Αγγέλα Καστρινάκη είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πεζογράφος.

– – – – – – – – – – – – – –

Η καραμανλική και η λαϊκή Μεταπολίτευση
Του Κωστή Κορνέτη

Τι φοβόταν και τι ήλπιζε ο κόσμος που ξεχύθηκε στους δρόμους το βράδυ της 23ης Ιουλίου του 1974 για να γιορτάσει την πτώση της χούντας και τον ερχομό της δημοκρατίας; Κύπρος – Χούντα – Δημοκρατία είναι το τρίπτυχο των θεμάτων που κυριαρχούσαν στο μυαλό όλων. Τι θα γινόταν με την εξελισσόμενη σύρραξη στη Μεγαλόνησο μετά το χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή; Τι θα απογίνονταν οι έως πρότινος παντοδύναμοι συνταγματάρχες και οι συνεργάτες τους; Αραγε θα ολοκληρωνόταν ομαλά η μετάβαση και σε ποιο βαθμό «αποκατάσταση» σήμαινε επιστροφή στην καχεκτική δημοκρατία πριν από το ’67; Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως το αμέσως επόμενο διάστημα ο άρτι αφιχθείς από το Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής θα απέκοπτε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μέσα σε συνθήκες καλπάζοντος αντιαμερικανισμού· πως θα νομιμοποιούσε άμεσα το ΚΚΕ, βάζοντας τέλος στη μετεμφυλιακή συνθήκη· πως θα διοργάνωνε το δημοψήφισμα που θα καταργούσε τη βασιλεία, χωρίς να πάρει ο ίδιος θέση· και πως θα στήριζε τη δίκη και καταδίκη των πρωταιτίων της χούντας σε ισόβια, προσδένοντας παράλληλα τη χώρα, που είχε παραλάβει σε κατάσταση πραγματικής κατάρρευσης, στην ΕΟΚ.

Η αποφασιστικότητα, το κύρος αλλά και το «νεύρο» του Καραμανλή ήταν καθοριστικής σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις· ο στενός του συνεργάτης Τάκης Λαμπρίας θα έκανε αργότερα μάλιστα λόγο για μια «σφιχτοδεμένη ατσάλινη αλυσίδα» πράξεων και πολιτικών επιλογών του Σερραίου πολιτικού τις κρίσιμες εκείνες ώρες. Η σφιχτοδεμένη όμως αυτή αλυσίδα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε σπάσει. Αραγε τι έκβαση θα είχε μια συντονισμένη κίνηση εναντίον του εκδημοκρατισμού στο ελληνικό στράτευμα; Ή τι θα γινόταν αν τελικά οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων δεν ήταν τόσο υπηρεσιακά ανέτοιμοι για μια εμπλοκή στον πόλεμο της Κύπρου, όπως κατέδειξε τόσο χαρακτηριστικά το πρόσφατο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά; Και αν η Αριστερά, που έβγαινε μέσα από τριάντα χρόνια διώξεων και παρανομίας, φέρουσα τις δάφνες του αντιδικτατορικού αγώνα, δεν είχε στηρίξει τη μετάβαση στην κοινοβουλευτική ομαλότητα; Μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο εύθραυστα ήταν τα πράγματα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της πολιτικής μεταβολής της 24ης Ιουλίου, αλλά και για αρκετό καιρό μετά.

Από την άλλη, ριζοσπαστικοποιημένα πολιτικά υποκείμενα με έντονη αντιδικτατορική δράση στα χρόνια της επταετίας ήταν δύσκολο να αποδεχθούν τον Καραμανλή ως πλοηγό και διαχειριστή της δημοκρατικής μετάβασης στην Ελλάδα, λόγω του προδικτατορικού του παρελθόντος, και δεδομένου ότι ο ορίζοντας των προσδοκιών τους είχε διευρυνθεί δραματικά. Πολλοί, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, είχαν την αίσθηση πως οι ρίζες του δικτατορικού μορφώματος είχαν μείνει ανέπαφες και αδιαμφισβήτητες. Η διάχυτη αστυνομική βία της μεταπολιτευτικής περιόδου ενέτεινε αυτή την αίσθηση σε μια μερίδα της κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή ριζοσπαστικοποιούνταν τα συνδικάτα, εντατικοποιούνταν οι απεργίες και πύκνωναν οι διαδηλώσεις και οι καταλήψεις. Παρά τις ενστάσεις όμως όσων κάνουν λόγο (και σωστά) για επιβιώσεις του αυταρχισμού στην αστυνομία, στον στρατό ή στο δικαστικό σώμα, ή όσων θεωρούν πως για τους ηττημένους αριστερούς η απόλυτη τομή είναι το 1981, στην πραγματικότητα η χρονιά που σηματοδότησε το ουσιαστικό τέλος του τριακονταετούς ελληνικού Εμφυλίου (κατά τον Αλέξανδρο Κοτζιά) ήταν το 1974. Αυτό συνέβη με την άμεση και χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους νομιμοποίηση του ΚΚΕ στις 23 Σεπτεμβρίου. Επίσης, οι έως τότε ρυθμιστές του πολιτικού σκηνικού στη χώρα, δηλαδή ο στρατός, το παλάτι και η αμερικανική πρεσβεία, τέθηκαν εκτός παιχνιδιού, ανοίγοντας τον δρόμο για μια πραγματικά ακηδεμόνευτη δημοκρατία. Επιπλέον, παρά την ύπαρξη περιπτώσεων λογοκρισίας στο επίπεδο των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων, ουσιαστικά εγκαινιάζεται μια δημόσια συζήτηση σχετικά με τις πιο σκοτεινές και συγκρουσιακές πτυχές του πρόσφατου παρελθόντος.

Κοινώς η περίφημη «επάρατη» δεξιά παράταξη εμφανίστηκε πιο αποφασιστική αλλά συνάμα και πιο προοδευτική από ποτέ, τουλάχιστον σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, προχωρώντας σε γενναίες αλλαγές. Και αυτό κόντρα στην άποψη που παγιώθηκε τα τελευταία χρόνια, που ανέσυρε μια ριζοσπαστική Μεταπολίτευση «από τα κάτω», μια ξεχασμένη λαϊκή μεταπολίτευση, σε ευθεία αντίστιξη με την από τα πάνω «βελούδινη» μετάβαση. Στην πραγματικότητα οι δύο αυτές μεταπολιτεύσεις, αυτή των κινημάτων, του αντιδικτατορικού αγώνα και του Πολυτεχνείου και εκείνη που εκπορεύτηκε από τις πολιτικές «κορυφές», συνομίλησαν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι πιστεύουμε. Και μόνο το γεγονός ότι ο Καραμανλής όρισε, για δικούς του λόγους, τη 17η Νοεμβρίου 1974 ως ημέρα εκλογών, εκμεταλλευόμενος μια ημερομηνία-ορόσημο που συμβόλιζε τη μαζική αντίσταση στη δικτατορία, καταδείκνυε πως οι τόποι μνήμης της νεότευκτης δημοκρατίας θα μπορούσαν δυνητικά να συμπεριλάβουν σπαράγματα από τις μέχρι πρότινος απαγορευμένες ζώνες του αριστερού μαρτυρολογίου. Ομως και η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ικανοποίησε το κοινό περί δικαίου αίσθημα του λαού, που πλέον δεν θα διαχωριζόταν από το έθνος, όπως έχει καταδείξει ο Γιάννης Βούλγαρης.

Αν δεχθούμε πως η Μεταπολίτευση του 1974 καθόρισε τους όρους τους πολιτικού παιχνιδιού καθώς και την ποιότητα της δημοκρατίας μέχρι σήμερα, τότε σαφώς τα αποτελέσματα είναι θετικά, παρά τα αναμενόμενα προβλήματα και τις διαχρονικές στρεβλώσεις. Και παρότι στον δημόσιο λόγο ακόμα υφέρπει ενίοτε ένας καταγγελτικός λόγος σε σχέση με τη λεγόμενη «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» και τις υπόγειες ή υπέργειες εκβολές της στο σήμερα, φαίνεται πως ξεπεράσαμε τη στιγμή της κρίσης, κατά την οποία έτεινε να ηγεμονεύσει η ιδέα πως η τελευταία αποτέλεσε τη μήτρα όλων των σημερινών δεινών. Φαίνεται επίσης πως ξεπεράσαμε τις συνεχιζόμενες επαγγελίες μιας «Νέας Μεταπολίτευσης» με δεξιά ή αριστερά χαρακτηριστικά, όπως ο καθένας τη σημασιοδοτούσε – επίκληση που χαρακτήρισε τα χρόνια της κρίσης στην υποτιθέμενη προσπάθεια μιας ριζικής επανεκκίνησης.

Πιο έντονες σήμερα φαντάζουν οι διασυνδέσεις του 1974 με το τώρα σε θέματα και κακοδαιμονίες της εξωτερικής πολιτικής – για παράδειγμα, τη διαχρονική ένταση με την Τουρκία σε σχέση με την κυριαρχία των νησιών, τις εναέριες παραβιάσεις, τα κοιτάσματα στο Αιγαίο (άμεσα συνδεδεμένα με την πετρελαϊκή κρίση του 1973) και βεβαίως την ανοιχτή πληγή του Κυπριακού. Μετά την πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αυτό που φοβόμαστε είναι πως κινούμαστε σε μια εποχή ακραίας επισφάλειας που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με εκείνη την οριακή στιγμή, παρότι το εφιαλτικό τρίπτυχο έχει εκλείψει – με την εξαίρεση πάντα της οιονεί τουρκικής απειλής. Αυτό που θα θέλαμε όμως είναι ένα πολιτικό προσωπικό που να μπορέσει να κρατηθεί στο ύψος των περιστάσεων, όπως έκανε 48 χρόνια πριν, σε σαφώς δυσμενέστερες συνθήκες.

* Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

Κ. Σακελλαροπούλου: Διχαστικός λόγος και λαϊκισμός αμφισβητούν τις αρχές της δημοκρατίας 

 

 

 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή