Μαραθώνιος σε στυλ προεδρικό

Μαραθώνιος σε στυλ προεδρικό

Ποια επικοινωνιακά εργαλεία κρατούν ψηλά τα ποσοστά του πρωθυπουργού

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, αλλά πραγματικό. Με μικρές –λογικές– αποκλίσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τρία χρόνια μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, δείχνει σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις «πρωτοφανή ανθεκτικότητα» σε όλους τους ποιοτικούς δείκτες, εξακολουθώντας να είναι με ασφαλή διαφορά μπροστά από τον βασικό αντίπαλό του, Αλέξη Τσίπρα.

Χαρακτηριστική είναι η τελευταία δημοσκόπηση της Pulse. Στις ερωτήσεις ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός, ποιος εκφράζει καλύτερα τον –κρίσιμο– κεντρώο χώρο και ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την ενεργειακή κρίση, ο κ. Μητσοτάκης προηγείται σε όλες με σαφή διαφορά. Και αν στο πρώτο ερώτημα για την καταλληλότητα υπάρχει προϊστορία, καθώς ο νυν πρωθυπουργός έχει πάντα προβάδισμα, στα άλλα κρίσιμα ερωτήματα η απάντηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Η ταλαιπωρημένη ελληνική κοινωνία δείχνει πως εμπιστεύεται περισσότερο τον κ. Μητσοτάκη για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης με 34% έναντι 27% του κ. Τσίπρα, ενώ οι κεντρώοι ψηφοφόροι απαντούν πως ο πρωθυπουργός εκφράζει καλύτερα τον χώρο τους σε ποσοστό 35%, έναντι μόλις 16% που επιλέγει τον κ. Τσίπρα.

Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: τι είναι αυτό που κάνει τον κ. Μητσοτάκη τρία χρόνια μετά να κυριαρχεί; Η «Κ» ζήτησε από δύο επαγγελματίες του χώρου, τον Πάνο Κολιαστάση, διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London και διδάσκοντα στο Παν. Πελοποννήσου, και τον Ευτύχη Βαρδουλάκη, σύμβουλο Στρατηγικής και Επικοινωνίας, να καταθέσουν την άποψή τους.

Ο κ. Κολιαστάσης στην ανάλυσή του εστιάζει σε τέσσερις πυλώνες. Το πρώτο που αναφέρει στην «Κ» είναι πως ο πρωθυπουργός εφαρμόζει από την αρχή της θητείας του ένα πιο «προεδρικό μοντέλο διακυβέρνησης» που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία του Τόνι Μπλερ και ακολούθως εμφανίστηκε, με παραλλαγές, και σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, αλλά και στη Σκανδιναβία. «Ακόμα και η συμβολική μετακίνηση της συνεδρίασης των υπουργικών συμβουλίων από τη Βουλή στο Μέγαρο Μαξίμου σηματοδοτεί τη στροφή σε ένα πιο προεδρικό μοντέλο», αναφέρει ο κ. Κολιαστάσης, τονίζοντας πως αυτή η στροφή ενισχύει συμβολικά και ουσιαστικά τον πρωθυπουργό. «Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ιδιαίτερα το ποσοστό των αναποφάσιστων που ψηφίζουν πρόσωπο και όχι κόμμα», παρατηρεί.

Ενα δεύτερο στοιχείο είναι πως ο πρωθυπουργός ακολουθεί ένα επικοινωνιακό μοντέλο «επιθετικό» με καθημερινή, χωρίς υπερβολή, παρουσία. Στον πυρήνα αυτής της τακτικής είναι οι πολύ συχνές συνεντεύξεις σε σχέση με προκατόχους του, οι ομιλίες στη Βουλή και η διαρκής παρουσία στα social media. «Χαρακτηριστικό είναι πως τις 30 ημέρες πριν από τις εκλογές του 2019 έγιναν συνολικά 45 αναρτήσεις στους προσωπικούς λογαριασμούς του. Η τάση αυτή συνεχίστηκε αδιάκοπα, καθώς τους 24 μήνες που ακολούθησαν έγιναν 887 αναρτήσεις, ήτοι περίπου 37 τον μήνα». Σύμφωνα με τον κ. Κολιαστάση, ο πρωθυπουργός ήδη από την επομένη των εκλογών βρίσκεται σε διαρκή προεκλογική εκστρατεία που τον βοηθάει να κρατάει το κεφάλαιό του.

Τρίτο στοιχείο είναι η συνέπεια λόγων και έργων, που αποτελεί κεντρική προτεραιότητα του πρωθυπουργού. Ο κ. Κολιαστάσης επισημαίνει πως το σύνθημα «το είπαμε, το κάναμε» αξιοποιήθηκε ήδη ως κυβερνητικό σλόγκαν από τους πρώτους μήνες της θητείας, κάτι που δείχνει πως «ο κ. Μητσοτάκης θέλει να βασίσει στην αξιοπιστία το πολιτικό του κεφάλαιο».

Ακόμα και οι κεντρώοι ψηφοφόροι απαντούν πως ο κ. Μητσοτάκης εκφράζει καλύτερα τον χώρο σε ποσοστό 35%, έναντι μόλις 16% που επιλέγει τον κ. Τσίπρα.

Τέλος, ένα τέταρτο στοιχείο που επισημαίνει ο καθηγητής είναι πως ο πρωθυπουργός οριοθετεί την ευθύνη και τελικά την παίρνει πάνω του. Το έκανε σε όλες τις κυβερνητικές αστοχίες, με βασικότερες τις περυσινές πυρκαγιές και τον εγκλωβισμό πολιτών στη μεγάλη φετινή χιονόπτωση. «Ο κ. Μητσοτάκης μάλιστα δεν διστάζει να ζητήσει συγγνώμη και αυτό αφενός εκτονώνει σε ένα βαθμό την κοινωνική δυσαρέσκεια και αφετέρου αφαιρεί επιχειρηματολογία από την αντιπολίτευση», εξηγεί. Θυμίζει μάλιστα πως κάτι αντίστοιχο είχε κάνει και με το lockdown στη Θεσσαλονίκη το 2020, για το οποίο παραδέχτηκε πως «αργήσαμε».

Η σύγκριση

Μια διαφορετική ερμηνεία για τις δημοσκοπικές επιδόσεις του κ. Μητσοτάκη, δίνει ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης. Ο πρώτος λόγος είναι πως η Ν.Δ. και ο πρωθυπουργός «ξεκίνησαν με το δεξί». Εξελέγησαν με «λελογισμένες υποσχέσεις» όπως λέει, που εδράζονταν κυρίως στη μείωση των φόρων, στις επενδύσεις και στις νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες μάλιστα επιβεβαιώνονται. Επίσης, πριν καν κλείσει χρόνο στην κυβέρνηση διαχειρίστηκε δύο μεγάλες κρίσεις. Στον Εβρο και στον πρώτο κύκλο της πανδημίας η αξιολόγηση ήταν θετική, και αυτό ενίσχυσε σημαντικά τον πρωθυπουργό στην αρχή της θητείας του δημιουργώντας πρόσθετο πολιτικό κεφάλαιο.

Ο δεύτερος πυλώνας, κατά τον κ. Βαρδουλάκη, είναι η συνεχής διαχείριση κρίσεων αυτή καθαυτή. «Παρά τα όποια λάθη γίνονται, η κεντρική εικόνα που αποτυπώνουν οι έρευνες είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να τις διαχειριστεί καλύτερα από τους ανταγωνιστές του», λέει και προσθέτει πως ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων πολιτών –που σαφέστατα υπερβαίνει το ποσοστό της Ν.Δ.– αντιλαμβάνεται πως αυτές οι κρίσεις είναι εξωγενείς, κάτι που δημιουργεί και μια αντίστοιχη «ανοχή».

Ο τρίτος λόγος είναι πως ο κ. Μητσοτάκης με την πολιτική του σε όλη τη διάρκεια της θητείας του διέψευσε φοβίες που υπήρχαν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες ήταν προνομιακό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ. «Για παράδειγμα οι δημόσιοι υπάλληλοι, που ανησυχούσαν, είδαν μικρές αυξήσεις εισοδημάτων, ενώ οικονομικά ασθενέστερα στρώματα που στηρίζονταν στην κρατική αρωγή συνέχισαν να δέχονται επιδόματα και ενισχύσεις», λέει ο κ. Βαρδουλάκης, εξηγώντας έτσι πώς η Ν.Δ. έχει ακόμα και σήμερα εισροές ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τέταρτος λόγος είναι πως η κυβέρνηση σε κάποιους βασικούς τομείς έχει να παρουσιάσει έργο που στηρίζει το συνολικό κυβερνητικό αφήγημα. Ψηφιοποίηση, δημόσια έργα, μείωση ανεργίας και εξοπλιστική θωράκιση της χώρας, π.χ., είναι τομείς που ο κόσμος αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει τα βήματα εμπρός. Συν, φυσικά, η πορεία του τουρισμού, που δημιουργεί ευφορία σε μεγάλο τμήμα της οικονομίας που σχετίζεται με αυτόν.

Τέλος, ο πέμπτος λόγος είναι σύμφωνα με τον κ. Βαρδουλάκη ο τρόπος που λειτουργεί η αντιπολίτευση. «Οι υψηλοί τόνοι και οι εντάσεις που χρησιμοποιεί δεν αποδίδουν», εξηγεί, καθώς «ασφαλώς υπάρχουν προβλήματα, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες επ’ ουδενί δεν είναι ίδιες με τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ίδια τακτική». «Ο ΣΥΡΙΖΑ συνομιλεί διαρκώς με τον εαυτό του και δυσκολεύεται να μιλήσει σε κοινά έξω από αυτόν», εκτιμά ο κ. Βαρδουλάκης. «Σημεία φθοράς όμως υπάρχουν και γι’ αυτό κάθε λάθος από εδώ και εμπρός ενδέχεται να έχει πλέον περισσότερες επιπτώσεις».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή