Μήπως δεν κρίνει τις κάλπες μόνο η ακρίβεια;

Μήπως δεν κρίνει τις κάλπες μόνο η ακρίβεια;

Γράφουν στην «Κ» οι Ευτύχης Βαρδουλάκης, Βασιλική Γεωργιάδου, Γιάννης Μπαλαμπανίδης

10' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, όλοι έλεγαν ότι οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν με βάση την τσέπη τους. Ωστόσο, ο φόβος για τους θεσμούς και τα δικαιώματα φαίνεται ότι βάρυνε περισσότερο απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί. Εχει, τελικά, το εκλογικό σώμα, σε καιρό πληθωρισμού, την «πολυτέλεια» για άλλες αγωνίες;

Στις εκλογές μετράει και το συναίσθημα

Του Ευτύχη Βαρδουλάκη

Στις προεδρικές εκλογές του 1992, ο Τζέιμς Κάρβιλ, σύμβουλος επικοινωνίας του Μπιλ Κλίντον, είχε κολλήσει στο war room της εκστρατείας ένα χαρτί με τη φράση: «It’s the economy, stupid» («Είναι η οικονομία, ανόητε»). Από τότε το συγκεκριμένο κλισέ έχει εξελιχθεί σε θέσφατο για θέματα εκλογικής συμπεριφοράς. Τριάντα χρόνια μετά, θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Κατ’ αρχάς για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Το χαρτί στον τοίχο του war room δεν έγραφε μόνον αυτό. Εγραφε: «Αλλαγή απέναντι στα ίδια και στα ίδια. Είναι η οικονομία, ανόητε. Μην ξεχνάς και την κοινωνική ασφάλιση». Η κύρια υπόσχεση της καμπάνιας ήταν η αλλαγή. Η οποία εξειδικευόταν με μηνύματα για την οικονομία και την κοινωνική ασφάλιση και υποστηριζόταν από έναν νέο, χαρισματικό υποψήφιο. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να αναθεωρηθεί για λόγους ουσιαστικούς. Γιατί αν κάτι έχει διαπιστωθεί σε πλήθος αναμετρήσεων είναι ότι αυτές δεν κρίνονται μόνο στο πεδίο της οικονομίας. Η πορεία της οικονομίας είναι η κρισιμότερη παράμετρος. Δεν είναι όμως η μόνη. Αντιθέτως, αυτό που παρατηρείται στις μέρες μας είναι μια τάση περαιτέρω «συναισθηματοποίησης» της εκλογικής συμπεριφοράς με ενίσχυση του ρόλου των ψυχικών ταυτίσεων μεταξύ υποψηφίων και ψηφοφόρων. Καθοριστική είναι επίσης η ατζέντα κάθε υποψηφίου. Οι νέες ηλικίες κινητοποιούνται λιγότερο για ζητήματα οικονομίας και περισσότερο για τα δικαιώματα ή το περιβάλλον. Στην εποχή της «ψηφιακής φούσκας» η πρόκληση είναι να εντοπίζεις την ατζέντα που δεν ικανοποιεί απλώς τον στενό πυρήνα, αλλά αγγίζει τους ψηφοφόρους που κρίνουν τις εκλογές.

Καθοριστικά αποδεικνύονται ζητήματα που μπορεί να βρίσκονται σε έξαρση όπως τα εθνικά θέματα, η εξωτερική πολιτική, η ασφάλεια, το μεταναστευτικό. Ενώ δεν μπορεί να υποτιμάται η εκλογική στρατηγική αυτή καθαυτή ή τα προσωπικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων. Η διατύπωση σωστών μηνυμάτων με το σωστό ύφος και η ικανότητα του υποψηφίου να μεταφέρει την αντιπαράθεση στο δικό του προνομιακό πεδίο. Μετράει κυρίως η συνολική αίσθηση για την πορεία της χώρας και το πώς ο κάθε ψηφοφόρος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα σε αυτήν. Οικονομικοί δείκτες που δεν έχουν προσωποποιημένες αναφορές ή δεν εντάσσονται σε ένα συλλογικό αφήγημα, σπανίως παράγουν πρόσθετη πολιτική αξία.

Στις ΗΠΑ, οι δύο τελευταίες προεδρικές αναμετρήσεις και οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές κρίθηκαν λιγότερο στην οικονομία και περισσότερο σε ζητήματα χαρακτήρα ή σε άλλα πεδία πολιτικής. Ακόμη και διεργασίες που είχαν οικονομικό υπόβαθρο (π.χ. οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης που βρέθηκαν σε δυσμενή θέση), οδήγησαν τελικά σε ταυτίσεις και συμπεριφορές που υπερέβαιναν το στενό οικονομικό πλαίσιο και εξελίχθηκαν σε συμπτώματα μιας ευρύτερης αντισυστημικής ριζοσπαστικοποίησης.

Παρατηρείται ενίσχυση του ρόλου των ψυχικών ταυτίσεων μεταξύ υποψηφίων και ψηφοφόρων.

Αντίστοιχες διαπιστώσεις προκύπτουν και από εγχώριες εκλογικές αναμετρήσεις. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, της Ν.Δ. το 2004, το δημοψήφισμα του 2015 σχετίζονταν πολύ λιγότερο με ζητήματα οικονομίας και περισσότερο με τη δυναμική της Ιστορίας, τη νομοτέλεια των εκλογικών κύκλων, το κυρίαρχο συλλογικό συναισθηματικό φορτίο. Αυτό που κυρίως θα κρίνει τις επόμενες εκλογές είναι η αίσθηση για την πορεία της χώρας και τις προοπτικές/κινδύνους που δημιουργεί κάθε κόμμα. Τα κεντρικά διλήμματα θα αφορούν την οικονομία (εισοδήματα, επίπεδο διαβίωσης, ανεργία, επενδύσεις, μεγάλα έργα), αλλά όχι μόνον αυτή. Εξωτερική πολιτική, εκσυγχρονισμός του κράτους, πολιτική σταθερότητα, ποιότητα και ήθος διακυβέρνησης, θεσμική υπευθυνότητα, βαθμός συμπάθειας/αντιπάθειας για τους πρωταγωνιστές θα έχουν τη δική τους βαρύτητα. Τα δε εκλογικά μέτωπα θα συγκροτηθούν γύρω από ένα πλέγμα επιχειρημάτων και συναισθηματικών επικλήσεων, που θα υποστηρίζουν το κεντρικό αφήγημα κάθε πλευράς. Σοβαρές πράξεις ή παραλείψεις που το υπονομεύουν μπορεί να αποδειχθούν μοιραίες σε όποιο πεδίο πολιτικής και αν διαπιστώνονται.

Κλείνοντας: Στο Μουντιάλ του 1990 ο Γκάρι Λίνεκερ είχε πει την περίφημη φράση: «Το ποδόσφαιρο είναι ένα απλό άθλημα: 22 παίκτες κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί». Μετά τις αποτυχίες της Εθνικής Γερμανίας στις τελευταίες διοργανώσεις, ο Λίνεκερ τουίταρε: «Νομίζω ότι είναι η ώρα η φράση “στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί” να πάει για… ύπνο. Αναπαύσου εν ειρήνη». Κάπως έτσι πρέπει να γίνει και με το γνωστό πολιτικό κλισέ. Είναι πλέον φανερό ότι «It’s not only the economy, stupid».

* Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

«It’s the economy», αλλά όχι πάντα

Της Βασιλικής Γεωργιάδου 

Στο πλαίσιο της εκλογικής κοινωνιολογίας έχει χυθεί αρκετό μελάνι σε σχέση με το ποιοι παράγοντες επιδρούν στη διαμόρφωση της εκλογικής συμπεριφοράς: από ιστορικά διαμορφωμένους παράγοντες που αφήνουν το αποτύπωμά τους στην πολιτική κουλτούρα μέχρι συγκυριακούς παράγοντες που έχουν πιο εφήμερη επίδραση στις πολιτικές γνώμες και από τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά του εκλογικού σώματος μέχρι τα συναισθήματα των ψηφοφόρων, η αναγνώριση των μοτίβων της εκλογικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό και αναλυτικά σύνθετο εγχείρημα. Η συνθετότητα αυξάνεται όσο οι παράγοντες που στο παρελθόν έδιναν σταθερότητα στην εκλογική συμπεριφορά –όπως οι κοινωνικές διαιρετικές τομές, οι κομματικές ταυτίσεις και η αγκύρωση σε παραδόσεις– υποχωρούν, δίνοντας τη θέση τους σε ένα ρευστό σύστημα πεποιθήσεων των ψηφοφόρων και στη μεταβλητότητα των εκλογικών επιλογών τους. Εδώ και χρόνια, τα πάλαι ποτέ κλειστά κομματικά στρατόπεδα αναδιατάσσονται και οι κομματικές ευθυγραμμίσεις χαλαρώνουν. Τα νέα διακυβεύματα διατέμνουν εγκάρσια τις κομματικές γραμμές, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επικρατεί ένας τύπος ανερμάτιστου εκλογέα. Παρά την εστίαση σε ζητήματα της συγκυρίας, τις μεταϋλιστικές ευαισθησίες των ψηφοφόρων, κυρίως από το Kέντρο και στα αριστερά του φάσματος, καθώς και τις ισχυρότερες συναισθηματικές αντιδράσεις των ψηφοφόρων απ’ άκρου εις άκρον του πολιτικού άξονα και τα «παράπονα» (grievances) που κινητοποιούν ψηφοφόρους κυρίως στον ακραίο δεξιό πόλο, η οικονομία συνεχίζει να αποτελεί το μεγαλύτερης σημασίας διακύβευμα διαχρονικά. Αυτό συνέβη και στις πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο των οποίων η οικονομία θεωρήθηκε ένα «πολύ σημαντικό» ζήτημα από το 80% των εκλογέων.
 
Το ότι βρίσκουμε στα δεδομένα εκλογικών ερευνών ότι η οικονομία μετράει πολύ, αυτομάτως δεν μεταφράζεται και στη διαμόρφωση μιας εκλογικής επιλογής με οικονομικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, η σημασία του διακυβεύματος «οικονομία» στους εκλογείς δεν καταλήγει απαραιτήτως σε μια «οικονομική ψήφο». Μάλιστα, στην περίπτωση των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ όντως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς είδαμε ότι μια συστοιχία κοινωνικο-πολιτισμικών διακυβευμάτων όπως και διακυβευμάτων που αφορούν την ποιότητα της δημοκρατίας (εγκληματικότητα, εκτρώσεις, εκλογική ακεραιότητα, εκλογικά δικαιώματα, δικαιώματα των γυναικών) κινητοποίησε τους εκλογείς διαμορφώνοντας την εκλογική τους επιλογή. Ο ενδιάμεσος χαρακτήρας των εκλογών, το γεγονός δηλαδή ότι παρά την ιδιαίτερη σημασία τους οι εκλογές αυτές δεν ήταν «πρώτης τάξης» (first order) εκλογές και δεν ψήφιζαν για τον πρόεδρο, δίνει την ευκαιρία στους εκλογείς να συναρτήσουν την ψήφο τους όχι τόσο/μόνο με οικονομικά αλλά με κοινωνικά, πολιτισμικά και θεσμικά ζητήματα, όπως αυτό πρωτίστως συμβαίνει σε ενδιάμεσες και «δεύτερης τάξης» (second order) εκλογές.
 
Ο δυτικός κόσμος, των ΗΠΑ περιλαμβανομένων, δοκιμάζεται από ένα κράμα επάλληλων κρίσεων, με την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό να αποτελούν δύο σημαντικές διαστάσεις την επομένη της κρίσης της πανδημίας. Ωστόσο αυτό το μείγμα αρνητικών οικονομικών συνθηκών, σε συνδυασμό με τη σωρευμένη δυσαρέσκεια για τον πρόεδρο στο μέσον πλέον της θητείας του και για το κόμμα του, δεν μεταφράστηκε σε ένα «κόκκινο κύμα» υπέρ των Ρεπουμπλικανών. Η κοινωνικο-πολιτισμική ατζέντα που επικράτησε στα εκλογικά μοτίβα των ψηφοφόρων αποτελεί μια απάντηση για την απόκρουση του «κόκκινου κύματος». Πιθανώς, όμως, μια τέτοια απάντηση να μην περιγράφει την πολυπαραγοντικότητα της εκλογικής συμπεριφοράς. Οι κρίσεις δεν μετουσιώνονται γρήγορα σε εκλογική συμπεριφορά και αυτό το είδος οικονομικής κρίσης που έχει τις ιδιαιτερότητές της (στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο η ανεργία ήταν σχεδόν μία μονάδα χαμηλότερη από ό,τι ένα χρόνο πριν και σχεδόν πέντε μονάδες πιο κάτω από ό,τι το 2020, ενώ ωστόσο ο πληθωρισμός καλπάζει) δημιουργεί ένα δύσκολο παζλ στην ερμηνεία της εκλογικής συμπεριφοράς. Προς στιγμήν και παρά μια διάθεση σε αρκετούς αναλυτές να ισχυριστούν ότι «it’s not the economy, stupid», βρίσκω πρόωρο ένα τέτοιο συμπέρασμα και πειστικότερη τη στάση αναμονής και βαθύτερου ελέγχου της εκλογικής επιδραστικότητας της οικονομίας σε περιβάλλον εκλογών «πρώτης τάξης» έχοντας, επιπλέον, μεσολαβήσει μεγαλύτερη τριβή των ψηφοφόρων στις δύσκολες συνθήκες της παρούσας οικονομικής κρίσης.

* Η κ. Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Οι κουκούλες του κυρίου Φέτερμαν

Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη 

Ολα είναι μέσα στο συναρπαστικό παιχνίδι της δημοκρατίας: υπάρχουν εκλογές που προκαλούν γνήσια χαρά, όπως η νίκη του Λούλα στη Βραζιλία, εκλογές που γεννούν βαθιά ανησυχία, λόγου χάρη η επικράτηση του νεοφασιστικού κόμματος της Μελόνι στην Ιταλία, εκλογές στις οποίες ξεφυσάμε με ανακούφιση. Τέτοιες ήταν οι πρόσφατες αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές: το αναμενόμενο «κόκκινο κύμα» του τραμπισμού δεν έφτασε ποτέ στις αμερικανικές ακτές.
 
Αυτό σημαίνει ότι αποφεύχθηκε ο κίνδυνος μιας ολικής επαναφοράς του Τραμπ; Μόνο προσώρας. Το κοινωνικό υπόστρωμα είναι πάντα εδώ. Η Αμερική είναι μια βαθιά διαιρεμένη χώρα, κοινωνικά και πολιτισμικά, η πόλωση θυμίζει χαμηλής έντασης εμφύλιο. Σύμφωνα με τα δημογραφικά των exit polls, οι Δημοκρατικοί επικράτησαν στις νεότερες γενιές, σε όλες τις φυλετικές ομάδες πλην των λευκών (μαύροι 86%, Λατίνοι 60%, Ασιάτες 58%), στα αστικά κέντρα (58%), στους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου (54%), στους ΛΟΑΤΚΙ (84%), σε όσους θεωρούν ότι η μετανάστευση κάνει καλό στη χώρα (75%) και ότι η άμβλωση πρέπει να είναι νόμιμη (73%). Οι δε Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν στους μεγαλύτερους σε ηλικία (55% στους 65+), στους λευκούς (58%), στις περιαστικές-αγροτικές περιοχές (52% και 63% αντίστοιχα), σε όσους δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση (55%), στους θρησκευόμενους (58%), σε εκείνους που δεν θεωρούν πρόβλημα την κλιματική αλλαγή (93%), είναι κατά της άμβλωσης (89%) και έχουν όπλο στο σπίτι (66%).
 
Οι Δημοκρατικοί είναι κόμμα νεανικό, πολυπολιτισμικό και αξιακά φιλελεύθερο, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί εκπροσωπούν μια νεοσυντηρητική Αμερική, λευκή και γερασμένη. Το βαθύτερο πρόβλημα, ωστόσο, λέγεται εξ αριστερών και εκ δεξιών, είναι ότι η προοδευτική παράταξη έγινε υπερβολικά κοσμοπολίτικη και πολιτισμικά ριζοσπαστική, κάνοντας αιχμή της τον «δικαιωματισμό», με αποτέλεσμα να χάσει την επαφή με τα λαϊκά στρώματα, ιδίως τη λευκή εργατική τάξη, τις φοβίες της οποίας εκμεταλλεύεται ο τραμπισμός (Ruy Teixeira, «Democrats’ Long Goodbye to the Working Class», The Atlantic, 6/11/2022). Η «πολιτισμική» Αριστερά πρέπει λοιπόν να ξαναδώσει τα πρωτεία στην «κοινωνικο-οικονομική», εάν θέλει να ξανακερδίσει τις λαϊκές τάξεις, που αποξενώνονται από την επίδειξη προοδευτικότητας των μορφωμένων μεσοστρωμάτων. Η κριτική είναι βάσιμη, αλλά μόνο εν μέρει. Πράγματι, οι Δημοκρατικοί, όπως και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, έχουν από χρόνια διαρρήξει τους δεσμούς με το άλλοτε προνομιακό τους ακροατήριο. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μόνο τα υλιστικά ζητήματα κερδίζουν εκλογές. Οντως, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν εκείνους που ψήφισαν με κριτήριο τον πληθωρισμό. Αλλά η επένδυση των Δημοκρατικών στο θέμα των αμβλώσεων φαίνεται ότι ήταν από τους βασικούς κυματοθραύστες απέναντι στο «κόκκινο τσουνάμι». Επίσης, οι νέοι και οι νέες που ανήκουν στην gen Z, μια υλικά επισφαλή, διεθνοποιημένη και ταυτόχρονα «δικαιωματική» γενιά, επέλεξαν μαζικά στις κάλπες Δημοκρατικούς. Η συμμετοχή των νεότερων γίνεται όλο και πιο καθοριστικός εκλογικός παράγοντας: στις ηλικίες 18-29, το 2000 η ψήφος σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς ήταν απολύτως μοιρασμένη, ενώ το 2022 ήταν 63%-35% υπέρ των Δημοκρατικών. Από την άλλη, ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών του MAGA, από το σύνθημα του Τραμπ «Make America Great Again», είναι λευκοί, άνδρες, ηλικίας 65+ και σχετικά χαμηλού εισοδήματος (Economist/YouGov Poll, 29/10-1/11/2022). Κυρίως, όμως, η κριτική περί ασυμβατότητας του πολιτισμικού φιλελευθερισμού με τα «μπλε κολάρα» τείνει να θεωρεί την εργατική τάξη καταστατικά συντηρητική. Παραβλέπει έτσι τον παιδαγωγικό ρόλο της πολιτικής, τη δυνατότητά της να αλλάζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων – όπως και το γεγονός ότι η Alt right ποντάρει επίσης στα ταυτοτικά ζητήματα.
 
Το πρόσωπο των εκλογών ήταν ο Τζον Καρλ Φέτερμαν. Δήμαρχος της μικρής πρώην βιομηχανικής πόλης του Μπράντοκ, ο Φέτερμαν κατάφερε να εκλεγεί γερουσιαστής της Πενσιλβάνια απέναντι σε έναν ιδεοτυπικά τραμπικό υποψήφιο. Πέρα από το κουλ στυλ του, τα τατού και τα φούτερ με κουκούλα (χούντι), ο Φέτερμαν τάσσεται κατά της οπλοκατοχής, υπέρ των αμβλώσεων, είναι υπέρμαχος του καθολικού συστήματος πρόνοιας, της αύξησης του κατώτατου μισθού, της αυστηρότερης φορολογίας στον πλούτο, ενώ αρέσκεται να επαναλαμβάνει ότι «τα συνδικάτα έχτισαν την Αμερική». Να ένα απτό, εκλογικά αποτελεσματικό παράδειγμα για το πώς μπορεί η προοδευτική πολιτική να γεφυρώσει το χάσμα χωρίς να υποτιμά τη δυνατότητα των λαϊκών ανθρώπων να υιοθετήσουν αξιακά προτάγματα άλλα από την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Η «πολιτισμική Αριστερά» δεν είναι αναγκαστικά αντιπαραθετική με την «οικονομική Αριστερά». Η έμφαση στα δικαιώματα μπορεί να συνυπάρχει με την ισχυρή παρέμβαση ενάντια στις ανισότητες – ακόμη περισσότερο: το ένα να τροφοδοτεί και να ενισχύει το άλλο. Και όχι μόνο στη δική μας, κοντινή Αμερική.
 
* ​​​​​​Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι συγγραφέας, διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή