Θα έχουμε αυτοδύναμη κυβέρνηση;

Θα έχουμε αυτοδύναμη κυβέρνηση;

Για τα ελληνικά δεδομένα έχουμε ήδη εισέλθει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και βέβαια εταιρείες πολιτικών ερευνών, σύμβουλοι πολιτικού μάρκετινγκ και κομματικά επιτελεία τελούν υπ’ ατμόν

10' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Προς τα πού δείχνει η πολιτική κουλτούρα
Του Νίκου Δεμερτζή*

Για τα ελληνικά δεδομένα έχουμε ήδη εισέλθει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και βέβαια εταιρείες πολιτικών ερευνών, σύμβουλοι πολιτικού μάρκετινγκ και κομματικά επιτελεία τελούν υπ’ ατμόν. Βάσει των δημοσιοποιημένων έως τώρα μετρήσεων δεν είναι απίθανο την Κυριακή των δεύτερων εκλογών η κυβέρνηση που θα δύναται να σχηματιστεί να είναι κυβέρνηση συνεργασίας, πιθανότητα που συζητείται και σταθμίζεται. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας όμως δεν προκύπτουν αυτόματα από το εκλογικό αποτέλεσμα. Για τον σχηματισμό τους συγκλίνουν τουλάχιστον τρεις βασικοί παράγοντες που λειτουργούν σε διαφορετικές, πλην όμως αλληλένδετες χρονικές συντεταγμένες.

Σε τρέχοντα χρόνο είναι οι συγκυρίες και οι συντυχίες της πολιτικής σκηνής, τα επίκαιρα θέματα που, συχνά υπερ-προβαλλόμενα από τα Μέσα, επιβάλλονται στη δημόσια ατζέντα με την «κανονιστική ισχύ του πραγματικού». Ενα τέτοιο θέμα είναι/μπορεί να είναι οι τηλεφωνικές υποκλοπές (κατ’ ευφημισμόν «επισυνδέσεις») και σίγουρα ήταν η διαχείριση των καταστροφικών πυρκαγιών στην Πελοπόννησο το 2007.

Στη μέση χρονική διάρκεια λειτουργεί το εκλογικό σύστημα που αδιάπτωτα ορίζει τη συνθήκη του δυνατού για τα όποια σενάρια κυβερνητικών συνεργασιών. Αντίθετα από άλλες καθιερωμένες δημοκρατίες (π.χ. ΗΠΑ, Σουηδία, Μ. Βρετανία, Γερμανία), στην Ελλάδα το εκλογικό σύστημα εμφανίζει συνδιακύμανση με τη δυναμική του κομματικού ανταγωνισμού και άρα δεν υφίσταται ως εξωτερικός όρος λειτουργίας του. Από το 1974 εφαρμόστηκαν εννέα διαφορετικοί εκλογικοί νόμοι και βεβαίως οι συχνές αυτές αλλαγές υπηρετούν τις αποβλέψεις της εκάστοτε συμπολίτευσης και κατά κανόνα δεν επιτρέπουν συγκλίσεις, συναινέσεις και κυβερνητικές συνεργασίες. Εάν λόγου χάριν στον τελευταίο εκλογικό νόμο (4654/2020) επιτρεπόταν ο ενιαίος συνυπολογισμός του ποσοστού των ψήφων που θα συγκέντρωνε ένας συνασπισμός κομμάτων, ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας θα ήταν ίσως δυνατός και από την πρώτη Κυριακή. Ετσι όπως έχουν τα πράγματα όμως, οι εκλογές της πρώτης αποτελούν crash test για το τι θα συμβεί στη δεύτερη Κυριακή ή αν θα υπάρξει και τρίτος γύρος αναμέτρησης σε περίπτωση που εισέλθει και έβδομο κόμμα στη Βουλή (π.χ. το ακροδεξιό «Ελληνες») ή παραμείνει υψηλό το άθροισμα του ποσοστού των κομμάτων που θα κρατηθούν κάτω από το 3%. Συνεπώς η συσπείρωση των οπαδών μέσα από τη διατήρηση των κοινωνικών και συμβολικών αποστάσεων μεταξύ των κομμάτων, η προσέλκυση νέων και ο επαναπατρισμός παλαιότερων ψηφοφόρων είναι στόχοι καίριας σημασίας όχι μόνο για τα κόμματα εξουσίας.

Κι εδώ ερχόμαστε στον τρίτο παράγοντα, την πολιτική κουλτούρα: έξεις, δηλαδή αξίες και θυμικοί προσανατολισμοί διά των οποίων θεσμίζεται το Πολιτικό στη μακρά διάρκεια. Μεταξύ άλλων, ο κατακερματισμός των κοινωνικών συμφερόντων –απόρροια του ελληνικού μικρο-καπιταλισμού–, η χρόνια δυσπιστία των πολιτών προς το κράτος και του κράτους προς τους πολίτες με παράλληλο ένθεν και ένθεν, εν είδει διπλού δεσμού (double bind), τον κρατοκεντρισμό, η καρτελοποίηση των κομμάτων εξουσίας και η πόλωση του ανταγωνισμού εν απουσία σοβαρών αντίβαρων (check and balances) είναι συλλειτουργούντες παράγοντες που δεν έχουν επιτρέψει και ίσως να μην επιτρέψουν στο μέλλον βιώσιμες κυβερνήσεις συνεργασίας. Οι περιπτώσεις του 1989 και του 2012-15 ήταν έκτακτες ψευδο-συναινετικές παρεκκλίσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Είτε με την επιλογή της αυτοδυναμίας, είτε με την επίκληση σε «τερατογένεση», είτε και με την αρνητική αναφορά σε «κυβέρνηση ηττημένων», Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ-Π.Δ. διεκδικούν την πρωτιά απαξιώνοντας την περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας από την πρώτη Κυριακή (κάτι που πριν από το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν έκανε ο κ. Ανδρουλάκης), μολονότι στις πολιτικές έρευνες τούτο φαίνεται να προτιμάται από μεγάλη, αν όχι την πλειοψηφική, μερίδα των ψηφοφόρων.

Η επίκληση της ακυβερνησίας, η ρητορική ή μη επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το εξακολουθητικά ισχυρό «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» ρεύμα και συνακόλουθα η εντεινόμενη πόλωση πιθανώς να οδηγήσουν στην αυτοδυναμία της Ν.Δ. τη δεύτερη Κυριακή. Εκτός κι αν εμφιλοχωρήσουν απρόβλεπτοι παράγοντες. Δεν θα είναι όμως τόσο η θετική ψήφος όσο η επιλογή του ήσσονος κακού που θα καθοδηγήσει στην κάλπη μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, το οποίο ούτως ή άλλως δυσπιστεί απέναντι στα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό θεωρώντας εν πολλοίς ότι η δημοκρατία μας χρήζει πολλών βελτιώσεων. Αυτό τεκμηριώνεται επί πολλά χρόνια τώρα από κοινωνικές και πολιτικές έρευνες.

Εκτιμώ πως εάν οι συσχετισμοί δεν οδηγήσουν σε αυτοδυναμία του ενός ή του άλλου τη δεύτερη Κυριακή, μια κυβέρνηση συνεργασίας θεμελιωμένη σε σοβαρές προγραμματικές βάσεις και διαχειριστική εμπειρογνωμοσύνη προς την κατεύθυνση της κοινωνικής συνοχής, της περιστολής των κοινωνικών ανισοτήτων και της θωράκισης του κράτους δικαίου δεν θα είναι απλώς «μια κάποια λύσις», αλλά ένα εγχείρημα αντι-πολωτικής μεσότητας και θεσμικής αναστοχαστικότητας, ένα αναγκαίο βήμα ωρίμανσης της δημοκρατίας.

* Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος του ΕΚΚΕ.

Τρία «κλειδιά» για το κατώφλι του 37%
Του Ευτύχη Βαρδουλάκη*

Ενα από τα πιο «καυτά» πολιτικά ερωτήματα του 2023 δεν μπορεί να απαντηθεί με ναι ή με όχι. Οι εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων είναι οριακές. Πολλοί είναι και οι αστάθμητοι παράγοντες, όπως οι συνθήκες των εκλογών, το διεθνές περιβάλλον, ένα τυχαίο γεγονός εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Ακόμα και αν στην πορεία διαφανεί αν το πρώτο κόμμα υπερβεί το 36,5%-37%, που λογικά θα είναι το όριο της αυτοδυναμίας, δεν θα είναι εύκολο να προβλεφθεί πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή, δεδομένο που θα διαμορφώσει επακριβώς το όριό της.

Εστιάζοντας μόνο σε ζητήματα πολιτικής διαχείρισης, το αν θα προκύψει ή όχι αυτοδύναμη κυβέρνηση φαίνεται ότι θα κριθεί κυρίως από τρεις παραμέτρους:

Πρώτον, από το πώς θα εκληφθούν από τους ψηφοφόρους οι πρώτες εκλογές, της απλής αναλογικής. Αν επικρατήσει η αίσθηση ότι είναι «διαδικαστικές» και ότι οι «σοβαρές» εκλογές θα διεξαχθούν ένα μήνα μετά, υπάρχει κίνδυνος –κυρίως για τη Ν.Δ., αλλά όχι μόνο– ένα τμήμα δυνητικών, αλλά κάπως δυσαρεστημένων ψηφοφόρων να εκφράσει ευκολότερα την ενόχλησή του.

Είναι δε αυτονόητο ότι το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών θα αποτελέσει το «σκαλί» για την επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές. Αν στις πρώτες εκλογές η Ν.Δ. κυμανθεί σχετικά κοντά στον πήχυ της αυτοδυναμίας, τότε οι πιθανότητες να την αποκτήσει στις δεύτερες είναι πολλές. Αν η αφετηρία είναι από πιο χαμηλά, ασφαλώς μειώνονται.

Δεύτερον, από τις στρατηγικές επιλογές των κομμάτων. Ολα αντιμετωπίζουν στρατηγικές προκλήσεις. Η Ν.Δ. επιζητά αυτοδυναμία απευθυνόμενη –ορθώς– στο κοινό που θέλει καθαρές λύσεις και σταθερές κυβερνήσεις. Ετσι όμως παίρνει πάνω της το «blame game» μιας πιθανής ακυβερνησίας, ενώ παράλληλα βγάζει από τη δύσκολη θέση κόμματα χωρίς καθαρή θέση ως προς την κυβερνησιμότητα της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, π.χ., ίσως δυσκολευόταν περισσότερο να αποκρούσει μια «επίθεση συνεργασίας» της Ν.Δ., καθώς ένα σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων του είτε επιθυμεί συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ., είτε τη βλέπει πιο θετικά σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να έχει βάλει «όλα τα αυγά του σε ένα καλάθι». Το σενάριο της «προοδευτικής πλειοψηφίας» στις πρώτες εκλογές δεν μοιάζει εφικτό, καθώς το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ λογικά δεν θα επαρκεί, ενώ το ενδεχόμενο να προστεθεί στη συμμαχία και το ΜέΡΑ25 είναι αμφίβολο αν θα ωφελήσει. Αν το σενάριο αυτό δεν ευοδωθεί στις πρώτες εκλογές θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ευοδωθεί στις δεύτερες. Αν μάλιστα η διαφορά Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει με ρεαλιστικές πιθανότητες το μπόνους του πρώτου κόμματος, στις δεύτερες εκλογές δεν θα έχει πειστική κυβερνητική πρόταση. Και τότε το δίλημμα «Ν.Δ. ή αστάθεια» θα είναι απολύτως κυρίαρχο.

Το δε ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αν και λόγω της θέσης του στον πολιτικό χάρτη έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε μόνιμο κυβερνητικό κόμμα της χώρας, μοιάζει να μην επενδύει σε αυτή την προοπτική. Οσο όμως δεν είναι σαφές το τι επιδιώκει θα περιχαρακώνεται σε έναν παθητικό ρόλο, ενώ είναι βέβαιο ότι στις δεύτερες εκλογές θα πιεστεί και από τις δύο μεριές.

Τρίτον, από την πορεία της χώρας. Αυτό που κυρίως θα κρίνει τις επόμενες εκλογές είναι η γενική αίσθηση για την πορεία της χώρας και το πώς βλέπουν οι πολίτες τη θέση τους σε αυτήν. Υπάρχουν τομείς όπου στην κυβέρνηση πιστώνεται ότι «κάτι γίνεται». Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, επενδύσεις, μείωση φόρων, μείωση ανεργίας, επιτάχυνση έκδοσης συντάξεων, μεγάλα έργα, ψηφιοποίηση κράτους. Η παγκόσμια ενεργειακή-πληθωριστική κρίση, όμως, την πλήττει, καθώς η πρόοδος της οικονομίας δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή στο μέσο νοικοκυριό. Οι σκιές σε ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία των θεσμών δεν ευνοούν ένα κόμμα που εξελέγη με σημαία την κανονικότητα. Ενώ το πρόβλημα ψυχικών ταυτίσεων με τα πιο λαϊκά στρώματα και τις νέες ηλικίες μοιάζει παγιωμένο. Σε εποχές αυξημένης «συναισθηματοποίησης» της ψήφου κάθε λεπτομέρεια μετράει.

Από το 1974 εφαρμόστηκαν εννέα διαφορετικοί εκλογικοί νόμοι και βεβαίως οι συχνές αυτές αλλαγές υπηρετούν τις αποβλέψεις της εκάστοτε συμπολίτευσης και κατά κανόνα δεν επιτρέπουν συγκλίσεις.

Το κρίσιμο εκλογικό σώμα είναι εκείνο που δεν πανηγυρίζει για όσα θετικά γίνονται, αλλά και δεν υιοθετεί τους αφορισμούς της αντιπολίτευσης. Που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν τομείς στους οποίους «κάτι γίνεται», αλλά επισημαίνει και λάθη. Οποιος το προσεγγίσει με τα σωστά διλήμματα και το σωστό ύφος θα πετύχει τον στόχο του. Η Ν.Δ. σήμερα μοιάζει να συνομιλεί καλύτερα με το κοινό αυτό. Αν η αντιπολίτευση την αφήσει να το μονοπωλήσει, εμμένοντας σε μια ρητορική υψηλών τόνων, οι πιθανότητες αυτοδυναμίας της Ν.Δ. στις δεύτερες εκλογές θα είναι αυξημένες.

* Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Οι αδύνατοι κυβερνητικοί συνδυασμοί
Της Αγγελικής Σπανού

Με βάση τις δημόσιες διακηρύξεις των πολιτικών αρχηγών και αν οι προεκλογικές δεσμεύσεις είχαν μετεκλογική ισχύ, δεν είναι εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας ούτε μετά τις πρώτες ούτε μετά τις δεύτερες εκλογές (με απλή και με ενισχυμένη αναλογική).

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκης, ρυθμιστής των εξελίξεων, θέτει ως όρο για τη συναίνεσή του σε κυβερνητική συνεργασία να μη γίνει πρωθυπουργός ο Κ. Μητσοτάκης ή ο Αλ. Τσίπρας, αλλά τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν προσδιορίζει.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει αποκλείσει «κυβέρνηση των ηττημένων», αλλά δεν συμφωνούν όλοι στην αξιωματική αντιπολίτευση με αυτή τη θέση. Αρκετά στελέχη πιστεύουν ότι είναι λάθος να μην επιδιωχθεί η συγκρότηση «προοδευτικής διακυβέρνησης», εάν όλες οι δυνάμεις της, αθροιστικά, ξεπεράσουν το 42%, ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει δεύτερος.

Το ΚΚΕ αρνείται επί της αρχής οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση, το ΜέΡΑ 25 ζητάει προγραμματική συμφωνία προεκλογικά (κάτι αδύνατον), ενώ η Ελληνική Λύση αποκλείει κάθε σενάριο συνεργασίας με τη Ν.Δ., αλλά όχι σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους.

Επειδή αυτοδυναμία δεν διαφαίνεται για τη Ν.Δ., με βάση τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα, επειδή ο Ν. Ανδρουλάκης δεν θα αλλάξει θέση μέχρι τις εκλογές («δεν μπορώ να συνεργαστώ με αυτόν που με παρακολουθούσε») και επειδή η Ελληνική Λύση δεν αποτελεί επιλογή για τον Κ. Μητσοτάκη, γίνεται λόγος για κυβέρνηση εθνικής ενότητας με συμμετοχή των τριών μεγαλύτερων κομμάτων και κοινής αποδοχής πρωθυπουργό.

Αλλά η ελληνική εκδοχή του μοντέλου Ντράγκι, προσωρινά και μεταβατικά, δεν υποστηρίζεται (μέχρι στιγμής) από καμία πολιτική ομάδα, ούτε καν από κορυφαία κομματικά στελέχη που είναι εν ενεργεία και όχι πρώην.

Κουλτούρα συνεργασιών, εθνικής συνεννόησης, συναίνεσης στα μεγάλα και συνθέσεων δεν υπάρχει στη χώρα μας, ενώ, αντίθετα, πλεονάζουν η πόλωση, η οξύτητα και ο διχαστικός λόγος.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι θα πάμε σε τρίτες εκλογές;

Κάθε άλλο.

Η ΠτΔ Κ. Σακελλαροπούλου θα περάσει την πιο έντονη περίοδο της ζωής της μοιράζοντας τις διερευνητικές εντολές.

Ολα θα κριθούν από τα εκλογικά ποσοστά. Αν, για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πετύχει ένα ποσοστό της τάξης του 15% και το πρώτο κόμμα δεν περάσει το 30%, τότε θα μπορεί να πιέσει ουσιαστικά για «ουδέτερο» πρωθυπουργό.

Αν, όμως, κινηθεί χαμηλότερα, και αυτό είναι το πιθανότερο, θα προσφύγει σε εσωκομματικό δημοψήφισμα, λαμβάνοντας οπωσδήποτε υπόψη την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας και αναλόγως θα πάρει τις αποφάσεις του.

Αυτό που δεν εξετάζει ως ενδεχόμενο είναι η επανάληψη του μοντέλου συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.

Μπορεί να δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση ή να διαπραγματευθεί τη συμμετοχή υπουργών του κόμματός του, ανάλογα με την πολιτική δυναμική που θα έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και τις πιέσεις που θα ασκούνται από ορατές και αόρατες δυνάμεις με επιρροή στο κόμμα.

Αν κρατήσει απόλυτα αρνητική στάση υπάρχει το ενδεχόμενο βουλευτές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να δείξουν ανυπακοή στηρίζοντας την κυβερνητική πλειοψηφία. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Α. Λοβέρδο να μη δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στη Ν.Δ., παρόλο που αυτό θα σήμαινε διάσπαση για το κόμμα του; Και ασφαλώς δεν θα είναι ο μόνος.

Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με βουλευτές της Ελληνικής Λύσης είτε κόντρα στον Κυρ. Βελόπουλο είτε σε παρασκηνιακή συνεννόηση μαζί του.

Φυσικά, μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι εύθραυστη, χωρίς προοπτική τετραετίας. Αλλά μπορεί να έχει όση βιωσιμότητα χρειάζεται για να μπλέξει άσχημα ο Αλ. Τσίπρας.

Γιατί ακόμη και αν αντέξει νέες εκλογικές ήττες, εφόσον είναι περιορισμένης έκτασης, δεν μπορεί εύκολα να αντέξει πρωθυπουργό ξανά τον Κ. Μητσοτάκη.

Θα πρέπει να φύγει ήσυχα αν «ο μεγαλύτερος πολιτικός απατεώνας που πέρασε ποτέ από τη χώρα», όπως τον έχει αποκαλέσει, παραμείνει στο Μέγαρο Μαξίμου.

Εκτός αν προσφύγει σε έκτακτο συνέδριο και νέα εκλογή ηγεσίας από τη βάση που θα την κερδίσει, σε ακόμη μία κανονική παραδοξότητα (ή παράδοξη κανονικότητα) ελληνικού τύπου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή