Κερδίζει πάντα ο «καταλληλότερος»;

Κερδίζει πάντα ο «καταλληλότερος»;

Το δημοσκοπικό ερώτημα για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» ξεκίνησε να τίθεται μετά τα μέσα της 10ετίας του ’90

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το δημοσκοπικό ερώτημα για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» ξεκίνησε να τίθεται μετά τα μέσα της 10ετίας του ’90. Σε μια εποχή που οι έντονες ιστορικοπολιτικές αντιπαραθέσεις είχαν αρχίσει να υποχωρούν, οι βασικοί πυλώνες του τότε δικομματισμού ήταν σε φάση πολιτικών και προγραμματικών συγκλίσεων και τα εκλογικά διακυβεύματα άρχισαν να μετατοπίζονται από το πεδίο των ιδεολογικών συγκρούσεων στο πεδίο των διαχειριστικών δεξιοτήτων.

Ως συνέπεια αυτής της εξέλιξης, ο ρόλος των προσώπων άρχισε να γίνεται πιο κεντρικός στη δημόσια συζήτηση. Η τάση αυτή, ωστόσο, δεν είναι αμετάβλητη. Ενισχύεται σε ήπιες περιόδους πολιτικών συγκλίσεων, αποδυναμώνεται όμως σε περιόδους εντάσεων ή σε εκλογές που το κεντρικό δίλημμα υπερβαίνει τα ζητήματα διαχείρισης.

Η πρόσφατη εκλογική ιστορία έχει δείξει ότι η υπεροχή στη δημοφιλία ή στο κλασικό ερώτημα «καταλληλότερος για πρωθυπουργός» δεν είναι ικανή συνθήκη για να κερδίσει κάποιος τις εκλογές. Τις περισσότερες φορές ο πιο δημοφιλής ή ο θεωρούμενος ως «καταλληλότερος» κερδίζει. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά παραδείγματα όπου η δυναμική των εκλογών, το γενικότερο πολιτικό κλίμα, αλλά και η στρατηγική των κομμάτων υπερκέρασαν τα πλεονεκτήματα ή τις αδυναμίες των πολιτικών πρωταγωνιστών.

Την περίοδο 1989-90 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες, παρά τη διαχρονικά ουδέποτε ιδιαίτερα υψηλή δημοφιλία του) κέρδισε τις εκλογές μολονότι υστερούσε σε δημοτικότητα έναντι του Ανδρέα Παπανδρέου, βοηθούμενος από το γενικότερο εσωτερικό και το διεθνές περιβάλλον.

Το 2004 το εκλογικό μομέντουμ της Ν.Δ. και η ανάγκη για πολιτική αλλαγή μετά από 11 χρόνια κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπερκέρασαν το γεγονός ότι τόσο ο Κώστας Σημίτης όσο και ο Γιώργος Παπανδρέου (στην αρχή της θητείας του) θεωρούνταν καταλληλότεροι για πρωθυπουργοί έναντι του Κώστα Καραμανλή (ο οποίος πάντως στην τελική ευθεία των εκλογών προσπέρασε τον Γιώργο Παπανδρέου).

Το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου, ακόμη και τις παραμονές των εκλογών, ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα ως προς την καταλληλότητα για πρωθυπουργός σε σχέση με τον Κώστα Καραμανλή, κέρδισε ωστόσο με 11% διαφορά.

Ενώ τον Ιανουάριο 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, ενισχυμένος από την πολιτική δυναμική που είχε διαμορφωθεί τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, κέρδισε με 8,5% διαφορά τις εκλογές, παρότι υστερούσε σημαντικά σε «καταλληλότητα για πρωθυπουργός» έναντι του Αντώνη Σαμαρά.

Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να υπερέχει στα ζητήματα που αφορούν τον «σκληρό πυρήνα» της διακυβέρνησης.

Σε όλες τις παραπάνω εξαιρέσεις, βέβαια, υπάρχει μια κοινή συνισταμένη. Οτι οι προαναφερθέντες πρωθυπουργοί, ακριβώς λόγω της θέσης και του κύρους τους, είχαν πιο ηγετική (άρα και πιο «πρωθυπουργική») εικόνα από τους αντιπάλους τους. Οπότε ξεκινούσαν από πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους διεκδικητές της εξουσίας, σε μια σύγκριση πάντως που, όπως αναφέρθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις απεδείχθη ότι δεν επαρκούσε για να ανατρέψει την υπάρχουσα κοινωνική δυναμική.

Στις επερχόμενες εκλογές αυτή η παράμετρος δεν ισχύει, καθώς και οι δύο διεκδικητές έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί. Είναι μάλιστα μόλις οι δεύτερες εκλογές της Μεταπολίτευσης όπου αντιπαρατίθενται δύο διατελέσαντες πρωθυπουργοί, μετά από εκείνη του 1993, όταν αναμετρήθηκαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Δεδομένου λοιπόν ότι δεν υπάρχουν ούτε «άφθαρτοι» ούτε «αδοκίμαστοι», η σύγκριση για το ποιος θεωρείται καταλληλότερος πρωθυπουργός γίνεται επί ίσοις όροις και έχει, ως εκ τούτου, αυξημένη πολιτική βαρύτητα.

Η υπεροχή του κ. Μητσοτάκη στο ερώτημα για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» καταγράφεται σήμερα ευρεία και αρκετά στέρεη. Είναι, δε, αξιοσημείωτο ότι θεμελιώθηκε την περίοδο που ο κ. Μητσοτάκης ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο κ. Τσίπρας πρωθυπουργός, ανατρέποντας τη δημοσκοπική παράδοση που ήθελε τους εν ενεργεία πρωθυπουργούς να ευνοούνται στη συγκεκριμένη σύγκριση.

Εστιάζοντας στις επιμέρους πτυχές της μεταξύ τους σύγκρισης, ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να υπερέχει στα ζητήματα που αφορούν τον «σκληρό πυρήνα» της διακυβέρνησης. Διαχείριση κρίσεων, εξωτερική πολιτική και διεθνής εκπροσώπηση της χώρας, οικονομία – επενδύσεις. Ενώ ο κ. Τσίπρας μοιάζει ισχυρότερος στο πεδίο των ψυχικών ταυτίσεων με τα πιο λαϊκά στρώματα και τις νεότερες ηλικίες.

Ενα επιπλέον στοιχείο που εδραιώνει την υπεροχή του νυν πρωθυπουργού είναι η συγκριτικά μεγαλύτερη απήχησή του, σε σχέση πάντα με τον κ. Τσίπρα, εκτός των στενών κομματικών ακροατηρίων. Με τη δημόσια παρουσία του ιδίως στην αρχή της θητείας του, με τη διαχείριση της κρίσης στον Εβρο και την πρώτη φάση της πανδημίας, αλλά και με κάποιες επιλογές προσώπων, ο κ. Μητσοτάκης δημιούργησε ερείσματα και εκτός Ν.Δ. Ερείσματα που στην πορεία αποδυναμώθηκαν μεν, αλλά δεν εξέλιπαν εντελώς. Σε αντίθεση με τον κ. Τσίπρα που τόσο ως πρωθυπουργός παλαιότερα, όσο και ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης μετά το 2019, κατά κανόνα επέλεγε μια πιο πολωτική στρατηγική υψηλής έντασης απευθυνόμενος σε ένα πιο φανατικό, πλην όμως δεδομένο κοινό. Παγιώνοντας όμως έτσι μια υστέρηση που σήμερα αποτυπώνεται εμφανώς και η οποία αν δεν ανατραπεί στην τελική ευθεία των εκλογών, ίσως αποβεί εκλογικά καθοριστική.

Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή