Αρθρο του Δ. Ρέππα στην «Κ»: Εκλογικά και λογικά

Αρθρο του Δ. Ρέππα στην «Κ»: Εκλογικά και λογικά

Η διάθεση των πολιτών έναντι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθόρισε τα ποσοστά όλων των κομμάτων

6' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1) Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο από το ΣΥΡΙΖΑ. Η διάθεση των πολιτών έναντι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθόρισε τα ποσοστά όλων των κομμάτων. Έχω επισημάνει από καιρό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε πίσω του αυτό που ήταν χωρίς να έχει καταλήξει σε αυτό που θέλει να είναι. Αυτός ο μετεωρισμός τον καθιστά κόμμα ασαφές και ετερόκλητο. Οι πολίτες όμως κάνουν την επιλογή τους με βάση μια κανονικότητα που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατακτήσει ή ίσως δεν επιθυμεί να τον χαρακτηρίζει.

Την εποχή της αντιπαράθεσης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, οι πολίτες είχαν αποδεχθεί ως φυσική την εναλλαγή στην κυβέρνηση αντιλαμβανόμενοι τις διαφορές των κομμάτων ως στοιχεία ενός ασφαλούς πλουραλιστικού κοινοβουλευτισμού. Σήμερα η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αντιμετωπίζεται ως ανορθόδοξη εξέλιξη. Η οικονομική κρίση που μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ σε πρωταγωνιστή και τον ανέδειξε στην κυβέρνηση δεν υπάρχει, τουλάχιστον με εκείνα τα εμφυλιοπολεμικά παρεπόμενα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύεται με όρους σύγκρουσης που κυριάρχησαν τότε και δεν αντιστοιχούν στις συνθήκες της τρέχουσας περιόδου.

Ιδιαιτέρως σημειώνω: α) Η σύγχυση στο δημόσιο λόγο των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται στην ενδιάθετη τάση του να φαίνεται ταυτοχρόνως πως και τιμά τις ρίζες του ως συγγενής του ΚΚΕ, και είναι ριζοσπαστικός και υπέρμαχος της ρήξης όπως το ΜΕΡΑ 25 και το ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και ανήκει στη σοσιαλδημοκρατική οικογένεια ως διάδοχος του ΠΑΣΟΚ, και εκφράζει δεξιές-συντηρητικές δυνάμεις που μένουν ανέστιες. Αυτά όλα μαζί και συγχρόνως καθιστούν το ΣΥΡΙΖΑ εκλογική δεξαμενή και όχι ένα συμπαγές πολιτικό κόμμα εξουσίας.

Η μακροχρόνια κυβερνητική θητεία και η εξ αυτής εμπειρία θα μπορούσε να επικαλύψει αυτές τις αποκλίνουσες θεωρήσεις που και όταν εκδηλώνονται υπερκεράζονται από την αδήριτη κυβερνητική ευθυγράμμιση. Έχουμε το προηγούμενο του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που ελέω κυβερνητικής εξουσίας αφομοίωναν τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους στο όνομα της πολυσυλλεκτικότητας, αλλά αυτή η μακροχρόνια κυβερνητική άσκηση ομοιογένειας, παραμένει ζητούμενο για το ΣΥΡΙΖΑ.

β) Η απλή αναλογική θα επέβαλλε στον εμπνευστή της να προετοιμάσει τις συμμαχίες του εγκαίρως ώστε να αποδείξει πως κυβερνησιμότητα και απλή αναλογική δεν είναι ασύμβατες έννοιες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έπραξε και γι΄αυτό την ώρα της κρίσης οι ιδέες που εκφράσθηκαν για πιθανούς συμμάχους πήγαζαν μόνο από την θεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ για την σχέση του με τα άλλα κόμματα όπως εξέθεσα παραπάνω και όχι από πραγματικώς υφιστάμενες προυποθέσεις. Είναι πλέον βέβαιο ότι η σημαία της απλής αναλογικής υποστέλλεται για την Αριστερά η οποία διαχρονικώς υπερθεμάτιζε για την καθιέρωσή της.

Τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαχειριστεί μια ιδιόμορφη πολιτική εμπλοκή. Είναι παραδεκτό πως οφείλει την ανοδική πορεία του σε μεγάλο βαθμό στον πρόεδρό του. Σήμερα, όμως, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει άλλη ηγετική υποψηφιότητα και ως εκ τούτου είναι μονόδρομος η ηγεσία του Α. Τσίπρα, ο ίδιος όμως μετρά πλέον ήττες, πράγμα που, αν συνεχίζεται, όλο και περισσότερο θα αντανακλάται δυσμενώς στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.

2) Για την απάντηση στο ερώτημα αν στις εκλογές της 25ης Ιουνίου θα επαναληφθούν τα ίδια ποσοστά ή θα συντελεσθεί κάποια διορθωτική μετατόπιση για τον μετριασμό της πανισχυροποίησης της ΝΔ και του πρωθυπουργού, αξίζει να ληφθούν υπόψη τα εξής:

α) Το 20% των εκλογέων αποφάσισε κυριολεκτικώς την ώρα της κάλπης και σε ποσοστό 51% επέλεξε τη ΝΔ. Προϊούσης της απο-πολιτικοποίησης στη νεότερη γενιά και λόγω της ρηχής σχέσης της με τα πολιτικά δρώμενα, το ποσοστό αυτό των αναποφάσιστων μέχρι την κάλπη, μάλλον θα παραμείνει υψηλό. Αυτό, όμως, μπορεί να καθορίζει απρόβλεπτα και αναπάντεχα το αποτέλεσμα στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

β) Η απλή αναλογική δεν ισχύει πλέον και η θεωρία της χαμένης ψήφου όταν οδεύει σε μικρά κόμματα επανέρχεται. Τα κόμματα στις παρυφές της εισόδου τους στη Βουλή θα επηρεασθούν άραγε χάνοντας ψήφους προς όφελος θεωρούμενων συγγενών κομμάτων η θα υπερισχύσει η θεμελιωμένη προσδοκία της κοινοβουλευτικής παρουσίας τους.

γ) Η πράγματι θριαμβευτική νίκη της ΝΔ μπορεί να τύχει διπλής ανάγνωσης οδηγώντας σε διαμετρικά αντίθετες εκλογικές συμπεριφορές. Από τη μια, με προσθήκη στο ποσοστό της ψηφοφόρων που σταθμίζουν την ψήφο τους με πελατειακό κριτήριο δοθέντος ότι προεξοφλείται η επικράτησή της Ν.Δ. από την άλλη, με αντίδραση μέρους του εκλογικού σώματος προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης εξισορροπιστικού πολιτικού αντίβαρου απέναντι στη Ν.Δ. 

3) Για το ΠΑΣΟΚ οι εκλογές ήταν μια πρόκληση ιστορικής καμπής, ιδίως λόγω της προωθούμενης πόλωσης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, που η ηγεσία και τα στελέχη αντιμετώπισαν με επιτυχία. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι το «ισχυρό διψήφιο ποσοστό» που διακηρύχθηκε ως στόχος, η δυναμική της συγκυρίας όμως του επιτρέπει να φιλοδοξεί ακόμη καλύτερη επίδοση στις επόμενες εκλογές τόσο σε απόλυτο ποσοστό όσο και σε σύγκριση με το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδίως αν αναταχθεί η σημαντική υστέρηση στις εκλογικές περιφέρειες της Αττικής, όπου οι πολίτες προσλαμβάνουν αμεσότερα τα πολιτικά μηνύματα.

Για να μην αποδειχθεί, όμως, πως η ευκαιρία αυτή υπήρξε μόνο για να χαθεί, οφείλει να ανταποκριθεί σε δύο κυρίως τομείς:

α) Αναδεικνύει μια ρεαλιστική προγραμματική πρόταση με βάση τη μεταρρυθμιστική σοσιαλιστική ταυτότητά του που συνιστά και την απάντηση στο αίτημα της πλειοψηφίας για προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας. Στη βάση αυτής της πρότασης επιδιώκει να σφραγίσει το δημόσιο διάλογο. Να βρεθεί δηλαδή στο επίκεντρο της καθημερινής ατζέντας. Απετέλεσε πολιτικό παράδοξο η συζήτηση περί συνεργασιών που αυτοβούλως το ΠΑΣΟΚ προκάλεσε στις τελευταίες εκλογές. Ως αναμενόταν, επισκίασε τον προγραμματικό του λόγο και αδίκησε τις προθέσεις των εμπνευστών αυτής της πολιτικής γραμμής.

Πολύ περισσότερο που το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να καταγγέλλει εξίσου τα δύο κόμματα ως απολύτως αποτυχημένα και βλαπτικά για τη χώρα, αλλά ταυτοχρόνως να δηλώνει εξίσου διαθέσιμο για συνεργασία μαζί τους ως μη όφειλε. Η «συνεργασιολογία» αυτής της μορφής δεν ταιριάζει στο ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, ήταν προφανές πως όσο είχε ο ΣΥΡΙΖΑ συμμάχους για να δικαιώσει την απλή αναλογική, άλλο τόσο το ΠΑΣΟΚ θα έβρισκε εταίρους από την πρώτη μάλιστα Κυριακή για μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου διακυβέρνηση του τόπου.

β) Διαμηνύει πειστικά πως το DNA της παράταξης παραμένει πρωταγωνιστικό. Το ΠΑΣΟΚ είναι κυβερνητικό κόμμα, ως φορέας λαικής εξουσίας και όχι ως ο αναγκαίος δεύτερος ενός αδιαφοροποίητου κυβερνητισμού. Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή έναντι της ΝΔ επιβάλλει στο ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει αυτό το ρόλο με τη ψήφο των πολιτών και να δοκιμαστεί στην πράξη.

4) Στον μήνα που μεσολαβεί μέχρι τις εκλογές, η στάση των ηγετών και των κομμάτων είναι μάλλον προβλέψιμη. Ο Κ. Μητσοτάκης θα μιλά στο όνομα όλων των Ελλήνων τους οποίους θα «αγκαλιάσει» η ΝΔ δίνοντας έμφαση στην κοινωνική ατζέντα για να ευνουχίσει την αντιπολίτευση. Ο Α. Τσίπρας θα καλεί σε δημοκρατική πανστρατιά για να αποφευχθεί μια παλινόρθωση της Δεξιάς καθεστωτικού τύπου.

Σημειωτέον, σε λίγους μήνες διεξάγονται αυτοδιοικητικές εκλογές. Αν αποτελέσουν συμπλήρωμα-υστερόγραφο των εκλογών της 21ης Μαΐου, με ανάλογα αποτελέσματα, τότε πράγματι θα συντελεσθεί μια στροφή ιστορικής διάστασης για τα μεταπολιτευτικά χρονικά. Αυτό, από την πλευρά της ΝΔ, δομείται από τώρα. Ο Ν. Ανδρουλάκης πέραν της αναμενόμενης κριτικής προς τους δύο πολιτικούς αντιπάλους έχει χρέος να σηκώσει ένα διπλό βάρος.

Αφενός να ενδυναμώσει ηθικά και πολιτικά τους προοδευτικούς πολίτες που συνιστούν και κοινωνική-εκλογική πλειοψηφία, οριοθετώντας με κριτήριο όχι ταξικό, αλλά κυρίως αξιακό μια συμμαχία δημιουργικής εμπροσθοφυλακής. Αφετέρου να δείξει το δρόμο μιας Ελλάδας που δεν εξαπατά τον εαυτό της. Να εκφράσει την Ελλάδα που έχει επίγνωση πως υστερεί δραματικά σε όλους τους δείκτες έναντι των χωρών με τις οποίες φιλοδοξεί να συγκρίνεται, αλλά ταυτοχρόνως έχει αυτοπεποίθηση ανταγωνιστικότητας και είναι αποφασισμένη να πετύχει την αυτό-υπέρβαση της με στόχο τη σύγκλιση και την ισοτιμία μαζί τους στην πράξη.

Το ΠΑΣΟΚ απέδειξε, μόνο αυτό, πως έχει γνώμονα το συμφέρον της χώρας, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος. Η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ σήμερα αποτελεί και πάλι όχι κομματικό αλλά εθνικό στοίχημα.

*Ο κ. Δημήτρης Ρέππας είναι ιδρυτικός στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός και βουλευτής

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή