Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας

Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας

Γιατί κανένας από τους τέσσερις πρωθυπουργούς που πέτυχαν επανεκλογή δεν τα κατάφερε καλύτερα στη νέα θητεία του

8' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς τελούμε εν αναμονή του δεύτερου και τελικού pas de deux στο εκλογικό μπαλέτο ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα (ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης ορέγεται τη δεύτερη θέση), το μυαλό πολλών ανακαλεί τις κολασμένες δεύτερες τετραετίες της Μεταπολίτευσης. Τις τετραετίες εκείνες που κερδήθηκαν από κόμματα και πρωθυπουργούς με δόξες και τιμές, αλλά σύντομα κατέληξαν να είναι περίοδοι αμφισβήτησης, κρίσης, πολιτικής κόλασης, υπερκόπωσης και τελικά εκλογικής αποδοκιμασίας (αφού κανένας πρωθυπουργός δεν κέρδισε ποτέ τρίτη τετραετία). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε εκείνο που δεν κατόρθωσε να πετύχει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, να κερδίσει δηλαδή δύο εθνικές εκλογές στη σειρά, αλλά τι μπορεί να κάνει για να αποφύγει την «κατάρα» των δεύτερων τετραετιών;

1977-1981. Είχε ήδη γίνει η δουλειά

Ας δούμε πρώτα γιατί οι τέσσερις δεύτερες τετραετίες της Μεταπολίτευσης –του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή– δεν στέφθηκαν με δάφνες και όλες ανεξαιρέτως είχαν άδοξο τέλος. Για την περίοδο 1977-1981 η ερμηνεία είναι λίγο πολύ κατασταλαγμένη. Η πολιτική πρόταση Καραμανλή, η εμπέδωση της Δημοκρατίας και η ένταξη στην ΕΟΚ πραγματοποιήθηκε και έπαψε να αποτελεί πρόταγμα και να στοιχειοθετεί δίλημμα. Αυτό άλλωστε εξέφρασε με τη στάση του ο ίδιος ο Καραμανλής όταν μετακινήθηκε στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1980. Παράλληλα, το αίτημα για πολιτική και κοινωνική αλλαγή είχε ωριμάσει και φορέας του ήταν το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ένας πολιτικός με ιστορία, χάρισμα και μόρφωση. Με άλλα λόγια, η δεύτερη τετραετία του Κωνσταντίνου Καραμανλή οδήγησε σε πολιτική αλλαγή όχι γιατί ο Καραμανλής απέτυχε, αλλά αντιθέτως γιατί η επιτυχία της πολιτικής του (στους μείζονες στόχους της) συνέβαλε στην ωρίμανση των συνθηκών για αυτή ακριβώς την πολιτική αλλαγή – μια πολιτική αλλαγή με κοινωνικά και ιστορικά χαρακτηριστικά. Κάποιες κυβερνήσεις, δηλαδή, γίνονται θύματα της επιτυχίας τους.

Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας-1
Ο Τηλέμαχος Χυτήρης, στενός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου, θεωρεί ότι διαχρονικά στις δεύτερες τετραετίες οι όποιες επιτυχίες ξεχνιούνται γρήγορα. Φωτ. ΝΤΙΜΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

1981-1985. Οικονομική και ηθική εξάντληση

Με τη σειρά του το ΠΑΣΟΚ, μετά την πρώτη τετραετία (1981-1985) και την εξάντληση των δυνατοτήτων της οικονομίας λόγω της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής, αναγκάστηκε στη δεύτερη τετραετία (1985-1989) να εφαρμόσει σταθεροποιητική πολιτική, κάτι που προκάλεσε εξασθένιση του ενθουσιασμού των ψηφοφόρων του. Να προσθέσουμε σε αυτό την υποχώρηση του ενδιαφέροντος του Ανδρέα Παπανδρέου για την άσκηση της εξουσίας, τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε και την εκδήλωση σκανδάλων, όπως το σκάνδαλο Κοσκωτά που είχε ως αιτία την απόπειρα ελέγχου των μέσων ενημέρωσης, δηλαδή την ύβρη της εξουσίας.

Ο Τηλέμαχος Χυτήρης, που υπήρξε στενός συνεργάτης και υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη στις δεύτερες τετραετίες τους, εντοπίζει το «πρόβλημα» των δεύτερων τετραετιών σε ένα συνδυασμό παραγόντων. «Κάθε κυβέρνηση συναντάει κάποιες αντιδράσεις στο έργο της, που με τον καιρό συσσωρεύονται και παράγουν δυσαρέσκεια. Στις δεύτερες τετραετίες η δυσαρέσκεια πυκνώνει γιατί τα ελλείμματα και τα λάθη εμφανίζονται πλέον πολλά και πιεστικά, ενώ οι επιτυχίες θεωρούνται δεδομένες και ξεχνιούνται γρήγορα».

Μια άλλη αιτία κατά τον Χυτήρη είναι ότι στις δεύτερες θητείες, σχεδόν σε κάθε χώρα του κόσμου, αρχίζουν να επεμβαίνουν στις κυβερνήσεις ακόμη περισσότερο τα κάθε λογής εξωκυβερνητικά κέντρα, δηλαδή τα λεγόμενα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», που επηρεάζουν ισορροπίες προκαλώντας σκάνδαλα, τριβές και φθορά. Ενα άλλο στοιχείο που επιτείνει τη φθορά σύμφωνα με την εμπειρία του πρώην υπουργού είναι ότι ιδίως στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις γρήγορα ξεφτίζουν γιατί οι «θιγόμενοι» είναι πολυμήχανοι και ανακαλύπτουν τρόπους για να τις αποδυναμώνουν ή απλώς να μην τις εφαρμόζουν. Δηλαδή, ψηφίζονται στη Βουλή μεταρρυθμίσεις που μόνο μερικώς ή ελαχίστως ή κατ’ όνομα εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα σε δύο χρόνια η εκάστοτε κυβέρνηση να πρέπει να μεταρρυθμίσει ξανά τη μεταρρύθμισή της. Η διαδικασία αυτή συσσωρεύει τριβές, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να εκτίθενται ως αδύναμες και ανήμπορες.

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έφτασε σε αδιέξοδο στην πρώτη τετραετία της και δεν μπόρεσε να επανεκλεγεί. «Η κυριότερη αιτία γι’ αυτό ήταν ότι ξεκίνησε με 151 βουλευτές», λέει ο Στέφανος Μάνος, ο οποίος διετέλεσε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ και Οικονομικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-1993). «Η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθιστούσε την κυβέρνηση ευάλωτη στην ισχυρότατη εσωκομματική αντιπολίτευση, την ίδια ώρα που απέναντί του βρισκόταν ένας καταπληκτικός αντίπαλος, ο Ανδρέας Παπανδρέου, και ένα ισχυρό και συγκροτημένο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που καμία σχέση δεν είχαν ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε με τον Τσίπρα». Ο Μάνος πιστεύει ότι η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλεται στις εύστοχες επιλογές και στη γενικότερη πολιτική στρατηγική του πρωθυπουργού, αλλά και στο γεγονός ότι «δεν είχε αντίπαλο».

«Μετά την είσοδο στην ΟΝΕ επικράτησε ένα κλίμα ότι ήρθε η ώρα της ανταμοιβής του λαού για τους κόπους του. Η πρόταση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση συγκέντρωσε αμέσως αντιδράσεις». 

2000-2004. Η εκδίκηση των συνδικάτων

Οι γνώμες διίστανται για τη δεύτερη τετραετία του Κώστα Σημίτη. Πολλοί τη θεωρούν «κακή» γιατί ματαιώθηκαν οι μεταρρυθμίσεις – με πρώτη το ασφαλιστικό. Αλλοι εκτιμούν ότι οι μεταρρυθμίσεις και τα έργα που έγιναν είτε προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις (π.χ. η απόφαση για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες) είτε θεωρήθηκαν από την κοινή γνώμη ως εξασφαλισμένα και αυτονόητα (π.χ. ολυμπιακά έργα και άλλα μεγάλα δημόσια έργα). «Κατά την πρώτη τετραετία Σημίτη τα συνδικάτα και όλοι οι κοινωνικοί παράγοντες επέδειξαν αυτοσυγκράτηση στις διεκδικήσεις τους γιατί κανείς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι τινάζει στον αέρα τον εθνικό στόχο της ΟΝΕ», λέει ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Εργασίας στη δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη. «Μετά την είσοδο στην ΟΝΕ επικράτησε ένα κλίμα ότι ήρθε η ώρα της ανταμοιβής του λαού για τους κόπους του. Η πρόταση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση συγκέντρωσε αμέσως τις αντιδράσεις του κόμματος, όλου του πολιτικού συστήματος και μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, όμως οι ίδιες αντιδράσεις θα εμφανίζονταν έτσι κι αλλιώς, όπως έδειξε η εξέλιξη του ασφαλιστικού σε όλα τα επόμενα χρόνια».

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι η εσωκομματική αμφισβήτηση, που πάντοτε αντιμετώπιζε ο Σημίτης, οξύνθηκε κατά τη δεύτερη τετραετία. Πάντως, η ολοκλήρωση των μεγάλων έργων, η σταθεροποίηση της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η εισαγωγή του ευρώ, η ελληνική προεδρία στην Ε.Ε., η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2003, είναι επιτεύγματα της δεύτερης τετραετίας Σημίτη, τα οποία κατά τον Γιαννίτση αποτελούν προίκα για τη χώρα, αφού εξακολουθούμε να διαπιστώνουμε την αξία και τη σημασία τους στο παρόν.

Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας-2
Ο Τάσος Γιαννίτσης, υπουργός Εργασίας την περίοδο 2000-2001 επί Κώστα Σημίτη, βρέθηκε στο επίκεντρο σφοδρών αντιδράσεων εξαιτίας της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ

2007-2009. Με χωλή πλειοψηφία

Η δεύτερη τετραετία Καραμανλή, το 2007, ήλθε έπειτα από πρόωρες εκλογές με αντικείμενο την οικονομία, όπως είχε δηλώσει ο πρωθυπουργός. Τελικά μέσα στην επόμενη διετία τα ήδη υπάρχοντα οικονομικά προβλήματα πολλαπλασιάστηκαν μέσα στο δυσμενές περιβάλλον της οικονομικής κρίσης του 2008. Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αρθρώσει μια αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, αφού κάθε λήψη μέτρων αποδεικνυόταν ανεπαρκής απέναντι στις διαρκώς αυξανόμενες προκλήσεις, ενώ η κοινωνική αμφισβήτηση διογκώθηκε, με αποκορύφωμα τον Δεκέμβριο του 2008, που ταυτίστηκε με το κάψιμο του κέντρου της Αθήνας (ο νεοεκλεγείς τότε πρόεδρος του Συνασπισμού, Αλέξης Τσίπρας, και οι συν αυτώ είχαν κεντρικό ρόλο στην όξυνση της «διαμαρτυρίας», όπως έκαναν και το 2011-2012 με τους «Αγανακτισμένους»). Ο Καραμανλής προκήρυξε νέες εθνικές εκλογές το 2009, στις οποίες υποσχέθηκε λιτότητα και έχασε απέναντι στο ΠΑΣΟΚ που καλλιεργούσε κλίμα ότι «λεφτά υπάρχουν».

«Το 2007 κερδίσαμε, αλλά η Ν.Δ. εξέλεξε μόνο 153 βουλευτές και αυτό έκανε τον Καραμανλή από την πρώτη στιγμή να αντιληφθεί ότι δεν διέθετε την απαιτούμενη πλειοψηφία για να προωθήσει βαθιές μεταρρυθμίσεις», λέει ο βουλευτής της Ν.Δ. Θοδωρής Ρουσόπουλος, ο οποίος τότε ήταν κυβερνητικός εκπρόσωπος. «Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί η αίσθηση σκανδάλων που δημιουργήθηκε και τα οποία αποδείχθηκε εκ των υστέρων πως ήταν άνευ ουσίας». Εκείνη τη διετία μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης το σκάνδαλο της Μονής Βατοπαιδίου σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας (χρυσόβουλα) στη λίμνη Βιστωνίδα (ο Ρουσόπουλος κατηγορήθηκε ότι ενήργησε υπέρ της μονής, αλλά αθωώθηκε), καθώς και άλλα σκάνδαλα (δομημένα ομόλογα, κουμπάροι κ.λπ.).

Παρά ταύτα πολλοί καραμανλικοί επιμένουν ακόμη και σήμερα ότι η νοσηρή εικόνα εκείνης της εποχής οφειλόταν στη στρατηγική μερίδας των μέσων ενημέρωσης, που επιχειρούσαν να εκμαιεύσουν εύνοια από έναν πρωθυπουργό που είχε χάσει το ενδιαφέρον του όχι μόνο για να διαιτητεύει ανάμεσα σε «συμφέροντα», αλλά ακόμη και για να ασκεί τη διακυβέρνηση (καθώς φέρεται να πίστευε ότι η Ελλάδα των διαπλεκόμενων συμφερόντων είναι «μη κυβερνήσιμη»).

Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας-3
Ο Θοδωρής Ρουσόπουλος, κυβερνητικός εκπρόσωπος την περίοδο 2004-2008, εκτιμά ότι η σκανδαλολογία έπληξε τη δεύτερη θητεία του Κώστα Καραμανλή. Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ

2023. Ισχύς χωρίς αντίβαρο

Ολα αυτά όμως είναι Ιστορία. Το σημερινό ερώτημα είναι ένα: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορέσει να έχει καλύτερη τύχη από τους προκατόχους του που επίσης κέρδισαν δεύτερη τετραετία (και μάλλον το μετάνιωσαν, αν κρίνουμε από αυτά που υπέστησαν μετά); «Ναι, αν αρχίσει αμέσως μεταρρυθμίσεις», λέει ο Στέφανος Μάνος. Ο Θοδωρής Ρουσόπουλος υπογραμμίζει ότι η δεύτερη νίκη Μητσοτάκη δεν μοιάζει σαν «δεύτερη ευκαιρία», αλλά σαν συνέχεια της πρώτης, αφού «ο κόσμος αναγνωρίζει ότι λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης ο πρωθυπουργός δεν είχε πραγματικά μια ολόκληρη τετραετία για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του». Ενα από τα ατού του Μητσοτάκη που δεν είχαν όσοι προκάτοχοί του κέρδισαν δεύτερη τετραετία είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα θα έχει μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς την ίδια ώρα να αντιμετωπίζει οποιαδήποτε εσωκομματική αμφισβήτηση, αλλά ούτε και μια ισχυρή αντιπολίτευση. Αυτός ο τριπλός συνδυασμός δεν έχει συμβεί ξανά στα χρονικά, παρά μόνο στην πρώτη τετραετία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και αποτελεί μοναδική προίκα για τον πρωθυπουργό.

Ο Τηλέμαχος Χυτήρης λέει ότι η επιτυχία της δεύτερης τετραετίας θα εξαρτηθεί από την ετοιμότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει γρήγορα μεταρρυθμίσεις. «Αν κάνει γρήγορα μεταρρυθμίσεις, τότε θα αλλάξει την αίσθηση του χρόνου γιατί θα τρέξει πιο γρήγορα από τη φθορά». Τέλος, κατά τον Χυτήρη, σημαντικό για την πορεία κάθε κυβέρνησης είναι να διαθέτει ο πρωθυπουργός την εξυπνάδα και την ευελιξία για να αντιμετωπίζει τα απρόβλεπτα γεγονότα. «Στον Μητσοτάκη έτυχαν πολλά και μεγάλα απρόβλεπτα γεγονότα και ο κόσμος προσμέτρησε στα συν του το ότι έκανε άμεσα τις προσπάθειες που χρειάζονταν για την αντιμετώπισή τους».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή