Την οριστική έξοδο της χώρας από μια πολυετή περίοδο διαδοχικών κρίσεων, που επέβαλαν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οικονομία, θα επιδιώξει να σηματοδοτήσει η κυβέρνηση μέσα από τη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό. Με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική διαδικασία λαμβάνει και χαρακτήρα παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, η συζήτηση για τον προϋπολογισμό έχει μια ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα που εκφεύγει του αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα των μέτρων που ανακοινώνονται. Ετσι, τις προσεχείς ημέρες και μέχρι την Κυριακή η κυβέρνηση θα επιδιώξει μέσα από τη συζήτηση και τις τοποθετήσεις των κυβερνητικών στελεχών και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να ξεδιπλώσει το σχέδιο για τον προσανατολισμό της χώρας και για τις κομβικές επιλογές στην οικονομική πολιτική, μέσω των οποίων ο προσανατολισμός αυτός θα επιδιωχθεί να υλοποιηθεί.
Ενα βασικό στοιχείο, αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, που αποτελεί κεντρική κυβερνητική επιλογή για τον επόμενο χρόνο και βρίσκεται στο επίκεντρο της προσέγγισης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, η οποία εξελίσσεται σε επίμονο και πιεστικό για την καθημερινότητα των πολιτών πρόβλημα, είναι ότι το αντίδοτο είναι η αύξηση του εισοδήματος, που θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Η αύξηση του κατώτατου μισθού και το «ξεπάγωμα» των τριετιών, καθώς και η αύξηση του αφορολογήτου, αναφέρονται ως ενδεικτικές παρεμβάσεις που υπηρετούν αυτόν τον στόχο.
Από την πλευρά της κυβέρνησης επιμένουν πως η προσήλωση στον στόχο αύξησης των μισθών, προκειμένου να φτάσουν σε ευρωπαϊκά επίπεδα, είναι αδιαπραγμάτευτη και πως, πέραν του ότι έτσι ενισχύεται το εισόδημα έναντι της ακρίβειας, μέσω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος θα απαντηθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με την ακριβή στέγη.
Παράλληλα, η αύξηση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία περιγράφεται ως βασική καταγραφή, που ενισχύει την πεποίθηση ότι η χώρα και η οικονομία επανέρχονται σε μια κατάσταση σταθερότητας και ελεγχόμενων εξελίξεων, μακριά από κρίσεις, που δίνει τη δυνατότητα να γίνουν τέτοιες παρεμβάσεις και να ενισχυθούν τομείς όπου διαπιστωμένα καταγράφονται αδυναμίες, ως συνέπεια και της οικονομικής αλλά και της υγειονομικής κρίσης. Είναι, δε, τομείς όπου οι πολίτες διαπιστώνουν τα κενά και τα προβλήματα στην καθημερινότητά τους, το αίτημα για καλύτερες παρεχόμενες υπηρεσίες είναι επιτακτικό και βαρύνει στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η παρέμβαση στην κατεύθυνση μείωσης του ιδιωτικού χρέους μέσω του πρόσφατου νόμου για τα κόκκινα δάνεια και τους servicers.
Μια άλλη παράμετρος της επαναφοράς της χώρας και της οικονομίας σε ρυθμούς κανονικότητας έπειτα από διαδοχικές, πολυετείς κρίσεις είναι η διαφοροποίηση της αναλογίας στα μέτρα ενίσχυσης των αδυνάμων. Εκεί ο προσανατολισμός της κυβέρνησης, όπως αναφέρεται, είναι να γίνει η μετάβαση από μια αναλογία 50% δαπάνες για μόνιμες κοινωνικές παροχές και 50% για έκτακτες ενισχύσεις, στην αναλογία 80% προς 20%, καθώς εκτιμάται ότι θα περιοριστούν οι παράγοντες που επέβαλαν διευρυμένη πολιτική ενισχύσεων για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, όπως η υγειονομική και η ενεργειακή κρίση. Εξαίρεση στην πολιτική μείωσης των έκτακτων ενισχύσεων αποτελεί η διαχείριση έκτακτων καταστροφών, που προκύπτουν κυρίως ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Οπως επισημαίνεται σχετικά, αυτές οι καταστροφές ήρθαν για να μείνουν και μαζί τους και η ανάγκη για έκτακτες παροχές προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις τους.