Για πρώτη φορά από τον Απρίλιο 2012, το ΠΑΣΟΚ είναι δημοσκοπικά δεύτερο κόμμα. Κάτι που είναι βέβαια αξιοσημείωτο. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην Ευρώπη κόμματος που να κυβερνούσε για δεκαετίες, να συρρικνώθηκε εκλογικά λόγω κρίσης και να επιστρέφει στο πολιτικό προσκήνιο διατηρώντας το όνομα, την ταυτότητα και την αυτονομία του.
Ωστόσο, η επιστροφή γίνεται με βήματα αργά. Αν και η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι σημαντική, η βελτίωση του ΠΑΣΟΚ είναι σχετικά μικρή. Συνεπώς προκύπτει το ερώτημα γιατί αργεί η ανάκαμψή του.
Κατ’ αρχάς o ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη φθορά του, παραμένει για την ώρα σε διψήφια επίπεδα. Οσοι τον στηρίζουν είναι κυρίως κεντροαριστεροί που θα μπορούσαν ευκολότερα να προσεγγιστούν από το ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση που άλλαζαν κόμμα. Αλλά έως τώρα δεν έχουν αλλάξει. Αλλωστε οι περισσότεροι είχαν στηρίξει εσωκομματικά τον Κασσελάκη, τον οποίο αντιλαμβάνονται ως πολιτικά μετριοπαθή. Αρα του δίνουν ενδεχομένως πίστωση χρόνου.
Παράλληλα, όσοι πολίτες έχουν εγκαταλείψει ήδη τον ΣΥΡΙΖΑ κάνουν διαφορετικές επιλογές. Οι αριστεροί κοιτάνε στα αριστερά του (κυρίως ΚΚΕ αλλά και Νέα Αριστερά), ενώ οι κεντροαριστεροί στα δεξιά του (κυρίως στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στη Ν.Δ.). Ως εκ τούτου τα κέρδη για την Κεντροαριστερά είναι για την ώρα σχετικά μικρά.
Ακόμη, εκτός του ΠΑΣΟΚ, συριζογενείς ψηφοφόρους διεκδικεί και ο Μητσοτάκης. Σε όλες τις αναμετρήσεις (εθνικές και ευρωπαϊκές) από το 2019 έως το 2023, οι μεγαλύτερες εκλογικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προς τη Ν.Δ. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα η Κεντροδεξιά πρώτευσε εκλογικά στις φτωχές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά και της Αττικής. Η κυριαρχία Μητσοτάκη στον μεσαίο χώρο, η ενσωμάτωση πασοκογενών στελεχών, η αποδυνάμωση των αντιδεξιών ανακλαστικών και η συστηματική επιδοματική πολιτική έχουν παίξει ρόλο. Κι ενδεχομένως να παίξουν ξανά στον βαθμό που διατηρούνται.
Αν και η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι σημαντική, η βελτίωση του ΠΑΣΟΚ είναι σχετικά μικρή. Συνεπώς, προκύπτει το ερώτημα γιατί αργεί η ανάκαμψή του.
Την ίδια στιγμή το ΠΑΣΟΚ στερείται της αναγκαίας «πολυσυλλεκτικότητας». Του στοιχείου, δηλαδή, που το κατέστησε κόμμα εξουσίας προ κρίσης. Και το στερείται τόσο σε επίπεδο ψηφοφόρων όσο και στελεχών. Ο Λοβέρδος και οι υποστηρικτές του έμειναν εκτός Βουλής, με τον πρώτο να αποχωρεί και από το κόμμα. Ο Καστανίδης επίσης έμεινε εκτός. Ο Βενιζέλος κινείται «μεταπολιτικά» και υπερκομματικά, η Διαμαντοπούλου και ο Μανιάτης είναι σε απόσταση, ενώ ο Φλωρίδης εισήλθε στην κυβέρνηση. Επιπλέον, ο Ανδρουλάκης δείχνει αναποφάσιστος για την πιθανή αξιοποίηση προσώπων από άλλους χώρους.
Η αλήθεια από την άλλη πλευρά είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ανανεωθεί ριζικά. Τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και στελεχών. Εξέλιξη που αναμφισβήτητα έχει βελτιώσει σημαντικά την εικόνα του. Ομως η ανανέωση μοιάζει ακόμα ανολοκλήρωτη. Για παράδειγμα, παρότι η πρώτη προτεραιότητα των πολιτών είναι η οικονομία και η ακρίβεια, από την πρώτη γραμμή της ηγετικής ομάδας απουσιάζει (τουλάχιστον) ένας νέος οικονομολόγος που θα λειτουργεί ως αξιόπιστο σημείο αναφοράς για την κοινή γνώμη αναφορικά με το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος.
Συναφώς η εικόνα του Ανδρουλάκη, αν και ενισχυμένη, παραμένει ακόμα ανίσχυρη. Υπερέχει μεν του Κασσελάκη, αλλά υπολείπεται σημαντικά του Μητσοτάκη. Στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία οι επιδόσεις είναι μονοψήφιες και στη δημοφιλία των πολιτικών αρχηγών είναι στην τρίτη θέση, πίσω από τον Κουτσούμπα. Ακόμα και στο ζήτημα του πληθωρισμού που πιέζει την κυβέρνηση (όπως και κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση), η εικόνα δεν είναι καλύτερη. Σύμφωνα με τις τάσεις της ΜRB για τον Δεκέμβριο, παρότι ο πρωθυπουργός συγκεντρώνει τον χαμηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης (συγκριτικά με άλλους τομείς πολιτικής) στη διαχείριση της ακρίβειας (27,8%), ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ υπολείπεται 10 μονάδες (17,2%), συγκεντρώνοντας επίσης από τους χαμηλότερους βαθμούς εμπιστοσύνης (συγκριτικά με τις επιδόσεις του σε άλλους τομείς πολιτικής).
Είναι βέβαια πιθανό, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η αργή ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ να συνιστά στρατηγική επιλογή. Επιδιώκει να επωφεληθεί από τη φθορά των άλλων, με επιλογές χαμηλού ρίσκου, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο λάθους. Μια στρατηγική τέτοιου τύπου ίσως να αποδειχθεί αρκετή για τη δεύτερη θέση των ευρωεκλογών κι ένα ποσοστό στα επίπεδα του 15%-16%. Με δεδομένο ότι στις ευρωκάλπες δεν εκλέγεται κυβέρνηση και η ψήφος είναι «χαλαρή», ο στόχος δεν είναι ανέφικτος. Δύσκολα όμως μια παρόμοια στρατηγική θα είναι αρκετή για να γίνει εκ νέου ο κεντροαριστερός πυλώνας του δικομματισμού. Διότι συνήθως η φθορά μιας κυβέρνησης ωφελεί ευκολότερα ένα υφιστάμενο κόμμα εξουσίας παρά έναν υπό διαμόρφωση φορέα διακυβέρνησης.
Ο κ. Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επικοινωνίας του Queen Mary University of London και διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.