Ολες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις ανέδειξαν το αναμενόμενο εύρημα. Οπως εξελίσσονται τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ, κατρακυλά πλέον στην τρίτη θέση των επιλογών πρόθεσης ψήφου για πρώτη φορά από το 2012, ενισχύοντας παράλληλα την εικόνα κατακερματισμού της αντιπολίτευσης που γνωρίζουμε ήδη από τις τελευταίες εκλογές. Στο κομματικό μας σύστημα υπάρχει κινητικότητα, που επιτείνει όμως για την ώρα την παρουσία κυρίαρχου κόμματος και πολλών μικρών εκδοχών αντιπολίτευσης, θυμίζοντας ουσιαστικά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το 1977, η Ν.Δ. του Καραμανλή διέθετε 41,8% απέναντι στον διασπασμένο χώρο της τέως Ενωσης Κέντρου (ΠΑΣΟΚ 25,4%, ΕΔΗΚ 12%), ενώ η Αριστερά καταγραφόταν για πρώτη φορά με διαχωρισμένες δυνάμεις (ΚΚΕ 9,2%, Συμμαχία με βάση το ΚΚΕ εσ. 2,9%), χωρίς να αγνοείται και η εμφάνιση τότε, δεξιότερα της Ν.Δ., της «Εθνικής Παράταξης» που συγκέντρωσε 6,8% των ψήφων.
Οι αντιστοιχίες αυτές (1977 με 2023), πέρα από τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, έχουν σημασία, γιατί τότε, όπως και τώρα, υπήρχε η κινητικότητα που μπορούσε να διαμορφώσει νέο κομματικό σύστημα. Μετά το 1977, καταλήξαμε στο σχήμα του ισχυρού δικομματισμού που γνωρίσαμε μέχρι το 2009. Ηταν η πιο ορθολογική εξέλιξη, δεδομένου ότι στην Ελλάδα, η κοινωνική δομή και οι διαιρετικές τομές που δικαιολογούν την παρουσία κομμάτων, συνέκλιναν στην παρουσία δικομματικού κατά βάση σχήματος, με ορισμένα ακόμα (λίγα) κόμματα ή και προσωρινούς σχηματισμούς που προκύπτουν από συγκυριακές διασπάσεις των βασικών κορμών. Οι τρεις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες, όπως μετεξελίχθηκαν με την παρουσία ισχυρών ηγετών σε σταθερά κόμματα που αντιπροσώπευαν το σχήμα κεντροδεξιά-κεντροαριστερά-αριστερά, ήταν και παραμένει η βάση που ρυθμίζει τη δομή του κομματικού μας συστήματος.
Προφανώς, στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης (2010-2019) το σύστημα απορρυθμίστηκε, αλλά, παρότι φάνηκαν στο τέλος του κύκλου σημάδια ρύθμισης, με άθροισμα των δύο πρώτων κομμάτων στο 71% (Ν.Δ. + ΣΥΡΙΖΑ) και συνολικά 6 κόμματα στη Βουλή του 2019 (αντί των 8 της προηγούμενης), η εξέλιξη αυτή τελικά δεν άντεξε. Κυρίως γιατί, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παίξει τον ρόλο του δεύτερου πόλου, επιμένοντας στα, απαξιωμένα πλέον, χαρακτηριστικά που τον ανέδειξαν. Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς σήμερα και για ολική μετάβαση σε ένα νέο κομματικό σύστημα κυριαρχίας ενός κόμματος. Από την άλλη, προβάλλονται εναλλακτικά και όροι που μπορούν να επηρεάσουν, όπως της λεγόμενης «μεταπολιτικής», αγνοώντας όμως ότι αδυνατούν να συνθέσουν την εικόνα. Η «μεταπολιτική» δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις κοινωνικές δομές χωρίς σαφή-επιτακτική διαιρετική τομή που να την επιβάλει.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν θα μπορέσουν να εισφέρουν στη μετεξέλιξη του κομματικού συστήματος χωρίς σχέδιο και προτάσεις σε όλα τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι υπάρχει ζήτημα διαμόρφωσης «σταθερών» που θα επιτρέπουν συνολικά στο κομματικό σύστημα να λειτουργεί αποτελεσματικά για τη χώρα. Ομως, ακόμα και αν αγνοήσουμε την πρόθεση ψήφου που δίνουν οι δημοσκοπήσεις, το υπόβαθρο που προκύπτει ενισχύει περισσότερο τη θέση του κυρίαρχου κόμματος. Π.χ., όταν γίνονται εκλογές, τα exit polls μετρούν την «ταύτιση» των ψηφοφόρων (αισθάνονται κοντά) με τα κόμματα που επέλεξαν. Εκεί η Ν.Δ. εμφανίζει ταύτιση σχεδόν στα 2/3 των ψηφοφόρων που της έδωσαν μακράν το υψηλότερο ποσοστό το 2023, ενώ το 2019 το ΚΚΕ διέθετε υψηλότερο ποσοστό ψηφοφόρων το οποίο όμως μειώθηκε σημαντικά όταν ανέβηκε το εκλογικό ποσοστό του το 2023. Το ίδιο ισχύει και για το ΠΑΣΟΚ, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει σχεδόν σταθερότητα ποσοστών, με μεγάλη όμως απόκλιση εκλογικού αποτελέσματος (20,1% από 31,5%).
Τα στοιχεία αυτά γίνονται ακόμα πιο χαρακτηριστικά στην έρευνα της Metron Analysis (που παρουσιάστηκε στις αρχές Νοεμβρίου στο Συνέδριο του «κύκλου ιδεών»). Οι απαντήσεις στο «πιο σκληρό» ερώτημα, αν οι ψηφοφόροι ταυτίζονται με τις θέσεις κάποιων κομμάτων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μόνο η Ν.Δ. διαθέτει ταύτιση πάνω από 50% των ψηφοφόρων της και ουσιαστικά στο 56% του συνόλου όσων δηλώνουν ταύτιση με θέσεις των κομμάτων. Το υπόλοιπο 44% διασπείρεται σε όλα τα άλλα κόμματα. Προφανές ζητούμενο είναι οι πολιτικές θέσεις που αντιπαρατίθενται με σαφήνεια. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν θα μπορέσουν να εισφέρουν στη μετεξέλιξη του κομματικού συστήματος χωρίς σχέδιο και προτάσεις σε όλα τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες και την κοινωνία.
*O κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι διευθυντής Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.