Η προσθήκη των στρατηγικών πυραύλων Scalp Naval (MdCN) στις νέες φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Πρόκειται, μάλιστα, για μία δυνατότητα που η Αθήνα διερευνά ήδη από το 2020, ζητώντας ενημέρωση από τους Γάλλους κατασκευαστές για τη δυνατότητα και το κόστος εγκατάστασης των εκτοξευτήρων και των βλημάτων, καθώς και τη διασύνδεση τους με το σύστημα μάχης του πλοίου.
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει αρμόδια στρατιωτική πηγή στην «Κ», ο λόγος που η απόφαση για την προμήθεια πυραύλων στρατηγικού πλήγματος ελήφθη τώρα και όχι το 2021, όταν έγινε η παραγγελία των 3+1 φρεγατών, οφείλεται στο γεγονός ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν αναβαθμίστηκε σημαντικά το επίπεδο της απειλής που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Προκειμένου να διατηρηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την απόκτηση ισχυρών όπλων μεγάλου βεληνεκούς.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η απόκτηση των Scalp Naval επανήλθε στο προσκήνιο μετά την παρουσίαση του βαλλιστικού πυραύλου Typhoon (Tayfun) από την Τουρκία. Ενός όπλου εγχώριας παραγωγής, με βεληνεκές που αγγίζει τα 500 χιλιόμετρα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η στρατιωτική ηγεσία εισηγήθηκε την απόκτηση ενός ισχυρότερου όπλου, με ακόμη μεγαλύτερο βεληνεκές, που θα επιτρέψει στην ελληνική πλευρά να διατηρήσει το στρατηγικό πλεονέκτημα. Η πλατφόρμα που κρίθηκε καταλληλότερη να φέρει τα συγκεκριμένα συστήματα είναι οι νέες φρεγάτες FDI του Πολεμικού Ναυτικού, για τις οποίες είχε γίνει η σχετική προεργασία.
Οπλο αποτροπής
«Είναι σαφέστατα ένα όπλο αποτροπής», αναφέρει η στρατιωτική πηγή που μίλησε στην «Κ» σχετικά με την προμήθεια των Scalp Naval. «Η ύπαρξη τους και μόνο συνιστά ένα σαφές μήνυμα ότι οι ένοπλες δυνάμεις μπορούν να πλήξουν με ακρίβεια όποιον στρατηγικό στόχο επιλέξουν. Είτε πρόκειται για ένα αεροδρόμιο, μία γέφυρα, ένα φράγμα, μία αποθήκη οπλισμού ή την αεράμυνα του αντιπάλου», αναφέρει.
Σε ερώτηση της «Κ» σχετικά με το εάν η προμήθεια των Scalp Naval συνιστά αλλαγή δόγματος για το Πολεμικό Ναυτικό, η ίδια πηγή αναφέρει πως σε τακτικό επίπεδο δεν αλλάζει κάτι. «Η δυνατότητα στρατηγικού πλήγματος ξεπερνά τον κυβερνήτη του πλοίου, το πολεμικό ναυτικό, ακόμη και τη στρατιωτική ηγεσία. Η χρήση τέτοιων όπλων γίνεται μόνο με πολιτική απόφαση και έχει ως στόχο τη νίκη κατά της θέλησης του αντιπάλου να πολεμήσει. Δεν έχει σχέση με το δόγμα του Π.Ν., είναι πέρα από τον πόλεμο του» και προσθέτει: «σκεφτείτε ένα πλοίο που βρίσκεται στο Σούνιο και μπορεί να χτυπήσει σε βάθος 1.000 χιλιομέτρων, σε περιοχές που δεν έχουν καμία σχέση με τη θάλασσα».
Οι διαφορές με τους αερομεταφερόμενους Scalp EG
Η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει ένα μεγάλο απόθεμα πυραύλων Scalp EG, τους οποίους παρήγγειλε αρχικά το 2000 και το 2003, ενώ προμηθεύτηκε μία ακόμη παρτίδα το 2022, στο πλαίσιο της αγοράς των μαχητικών αεροσκαφών Rafale. Ωστόσο, η ναυτική έκδοση του πυραύλου, ο Scalp Naval που θα εξοπλίζει τρεις από τις τέσσερις FDI, είναι αρκετά διαφορετική από την αερομεταφερόμενη.
Το βεληνεκές είναι σχεδόν διπλάσιο, όμως, το σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα αιφνιδιασμού. «Στο πλοίο απλώς πατάς το κουμπί, κανείς δεν γνωρίζει την πρόθεση σου να χτυπήσεις», αναφέρει στρατιωτική πηγή στην «Κ». Αντίθετα, στο αεροπλάνο χρειάζεται κάποιες ώρες για τη φόρτωση του όπλου, τη δημιουργία του COMAO και την πτήση μέχρι το σημείο άφεσης». Την ίδια ώρα, το πλοίο – φορέας του πυραύλου γίνεται πιο ελκυστικός στόχος και απαιτείται μεγαλύτερη προστασία από άλλες μονάδες, είτε της αεροπορίας είτε του ναυτικού.
Για την πορεία του πυραύλου στον στόχο χρησιμοποιείται ένας ψηφιακός χάρτης, αντίστοιχος με αυτούς που διαθέτει η αεροπορία για τους Scalp EG. Ο πύραυλος αναπτύσσει ταχύτητα 800 χιλιομέτρων την ώρα και πετά σε ύψος 50 έως 100 μέτρων ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους. «Δεν επιλέγεις το κτίριο που θα χτυπήσεις, επιλέγεις το παράθυρο από το οποίο θα μπει» τονίζει η πηγή με την οποία επικοινώνησε η «Κ».
Οι Scalp Naval τέθηκαν σε επιχειρησιακή λειτουργία του 2017 και εξοπλίζουν τις φρεγάτες FREMM και τα πυρηνικά υποβρύχια Scorpene και Barracuda του γαλλικού ναυτικού. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι τρεις ελληνικές FDI (F-602, F-603 και F-604) θα διαθέτουν 8 κελιά εκτόξευσης πυραύλων Scalp Naval και 24 κελιά για τους αντιαεροπορικούς Aster 30.