Οι Εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ σε συνεργασία με το Ιδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, εξέδωσαν τον συλλογικό τόμο «Καραμανλής: Η πολιτική ως δημιουργία». Το βιβλίο θα παρουσιαστεί αυτήν την Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου στο Αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης, Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου στις 18.30.
Πρόκειται ένα έργο, που συγκεντρώνει καταθέσεις για τις διάφορες πτυχές της δράσης και πολιτικής κατάθεσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, 25 χρόνια από το θάνατό του αλλά και 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, η οποία για πολλούς σφραγίστηκε με δικές του επιλογές.
Μέσα από την παράλληλη προσέγγιση των καταθέσεων των 25 μελετητών του καραμανλικού φαινομένου συγκροτείται μια εικόνα για το στίγμα που μένει πίσω από το πέρασμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Από τον ρόλο του στην εκκίνηση της Μεταπολίτευσης και την τροχιοδρόμηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας μέχρι την εξωτερική πολιτική (και την, καίρια, ευρωπαϊκή επιλογή) αλλά και με ενσωμάτωση των οικονομικών επιλογών του, ο αναγνώστης μπορεί να χτίσει τη δική του εικόνα/να βγάλει την δική του αξιολόγηση. Και τούτο παρά την –ομολογημένη– καραμανλική χροιά των περισσότερων από τους συντελεστές του τόμου. Χρήσιμο, αυτό, στην περίοδο που πορευόμαστε με την αυτοαποκαθήλωση των πιο «εύκολων» προσεγγίσεων.
Για πρώτη φορά συνέντευξη στον Β. Βασιλείου
Στο βιβλίο έχει συμπεριληφθεί, ως κατακλείδα, μια πολύτιμη συνέντευξη Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον Βάσο Βασιλείου, τον θρυλικό ΒΑΣ.ΒΑΣ της «Βραδυνής», που υπηρέτησε και ως υφυπουργούς Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας το 1974-75. Η συνέντευξη αυτή είχε μείνει αδημοσίευτη, στα αρχεία του Ιδρύματος Καραμανλή, και φωτίζει πολλές πλευρές της αυτο-εικόνας του Καραμανλή.
Στη συνέντευξη εκείνη, που ξεκλειδώθηκε τώρα μετά από 40τόσα χρόνια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αναφορές σε κρίσιμα περάσματα της προδικτατορικής πολιτικής περιόδου. Είχε βολιδοσκοπηθεί να μετάσχει σε Κυβέρνηση Μεταξά; Οχι, αλλά του προτάθηκε (από Μανιαδάκη) ή Υποδιοίκηση της Αγροτικής Τράπεζας – την αρνήθηκε. Κατά τα άλλα, στα οικονομικά ο Μεταξάς «έκανε καλή δουλειά, αλλά την έκανε με δικτατορικές μεθόδους». Αρνήθηκε στον Γεώργιο Παπανδρέου, κατά την Απελευθέρωση, να λάβει πολιτική υπόσταση το ΕΑΜ; «Αυτό το είχαμε συμφωνήσει και μάλιστα πλειοδοτούσε». Πώς κατέληξε και του ανατέθηκε η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης το 1958; «Υπήρχε μια χαώδης κατάσταση[…] Ημουν επιτυχής υπουργός και είχε φθαρεί εντελώς ο Συναγερμός […]. Το ότι η επιλογή [του Βασιλέως] υπήρξε ορθή αποδεικνύεται, από χιλιάδες τηλεγραφήματα επιδοκιμασίας […] και όταν πήγα στη Βουλή πήρα 200 ψήφους επί 279 παρόντων και στις εκλογές που ακολούθησαν έλαβα 48% των ψήφων». Είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (των συνταγματαρχών); «Δεν είχα εγώ την πρόθεση, αλλά μου έκαναν προτάσεις πολλοί εκ των συνεργατών μου που είχαν την άποψη ότι θα πέσει η Χούντα, θα βγει ο κόσμος στα πεζοδρόμια κλπ. […]. Εγώ τους απήντησα ότι είναι αφελείς».
Η Μεταπολίτευση και το «ελληνικό θαύμα»
Στο κυρίως σώμα του συλλογικού αυτού έργου καλύπτεται διεξοδικά η φάση της κυρίως Μεταπολίτευσης, με Προκόπη Παυλόπουλο και Σπ. Βλαχόπουλο να ξετυλίγουν το νήμα της συνταγματικής ιστορίας «του» Καραμανλή.
Η παρακολούθηση του πώς το «Ελληνικό Θαύμα» της μετάβασης στη Δημοκρατία, που είναι χαρακτηριστικό ότι στις διαδοχικές εκδηλώσεις για τα 50χρονα της Μεταπολίτευσης έχει λίγο-πολύ πιστωθεί απ’ όλες τις πλευρές στην στάση Καραμανλή, μετεξελίχθηκε σε μια ανάγνωση ης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ως ισορροπίας προεδρικών αρμοδιοτήτων/πρωθυπουργικής πρωτοκαθεδρίας και σε μια νέα ισορροπία του κομματικού συστήματος που έζησε πάντως μέχρι και την αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, γίνεται με λεπτότητα αλλ’ όχι και χωρίς κριτική διάθεση από Κ. Αρβανιτόπουλο, Αντ. Μακρυδημήτρη, Κ. Μπότσιου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου.
Το δίπτυχο Εξωτερικής πολιτικής/Ευρωπαϊκής είναι χαρακτηριστικό ότι προσεγγίζεται στον συλλογικό τόμο σε δυο διαφορετικές ενότητες – και τούτο ενώ στο ευρωπαϊκό στοίχημα Καραμανλή ήταν εξαρχής φανερό ότι (το αναδεικνύει ήδη η προσέγγιση Κ. Λάβδα) εντασσόταν σε μια ευρύτερη ευρωατλαντική προσέγγιση, όπου «ο εξευρωπαϊσμός γίνεται αντιληπτός ως μια εγγενώς διαδραστική/interactive διαδικασία». Έτσι όπως η Ελλάδα είχε βρεθεί – στα χρόνια της Χούντας και στη μετέπειτα επιλογή να προσέλθει ως υποψήφια στην μετεξελισσόμενη ΕΟΚ – «στο σταυροδρόμι των ευρωπαϊκών εξελίξεων», όπως αναλύεται από την Ειρήνη Καραμούζη, δεν είναι παράξενο που η υπόθεση της ελληνικής ένταξης απέκτησε οιωνεί ιδεολογικό περιεχόμενο: Για «επίμονη ισχύ των ιδεών» κάνει λόγο ο Α. Αγγέλου.
Στην κυρίως εξωτερική πολιτική, έχει ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς την παρατήρηση του Σπ. Οικονομίδη (του LSE) ότι «για τον Κ. Καραμανλή η εξωτερική πολιτική δεν αποτελούσε απαραίτητα διακριτό τομέα πολιτικής», και τούτο με προσγείωση στη διερώτηση αν «μπορεί η εξωτερική πολιτική να υπαγορεύεται από έναν ηγέτη/statesman ή εξαρτάται πρωτευόντως από τις «ιδιοτροπίες» του διεθνούς συστήματος της συγκεκριμένης εποχής». Πάντως σ’ αυτό το πεδίο – της κυρίως εξωτερικής πολιτικής – είναι χαρακτηριστικό ότι ο συλλογικός τόμος επικεντρώνει/περιορίζεται σε Κύπρο και Μέση Ανατολή, ενώ η «υψηλή στρατηγική» Καραμανλή περισσότερο επαναφέρει τη συζήτηση στην ευρωπαϊκή επιλογή.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»
Ωστε να έρθει λίγο σαν ηχώ του Καραμανλικού «ανήκομεν εις την Δύσιν» η ανάλυση του Ι. Χάλκου (του European University Institute) ότι «στην σκέψη του Καραμανλή, μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα μόνον να επωφεληθεί μπορούσε από την τάξη στο διεθνές σύστημα, καθώς τα – συχνά υπαρξιακά – προβλήματά της δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν έξω από το πλαίσιο του πολιτικού παιχνιδιού των Μεγάλων Δυνάμεων».
Το πιο ολοκληρωμένο τμήμα του συλλογικού αυτού έργου για τη διαδρομή του Κωνσταντίνου Καραμανλή να είναι εκείνο που αφιερώνεται στην οικονομία. Ισως επειδή εδώ , ενώ επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις νοοτροπίας και «ανάγνωσης» οικονομικής πολιτικής, η αντίθεση των Καραμανλικών επιλογών με την εν συνεχεία διαχείριση Ενωσης Κέντρου, και ΠΑΣΟΚ αντιστοίχως, έχει αναχθεί σε πολιτικό εργαλείο, διαχρονικής λειτουργίας. Και στις μεν κάλπες το εργαλείο αυτό δεν λειτούργησε καλά, όμως στη δημιουργία του θρύλου σταθερότητας έχει ακόμη και σήμερα εμβέλεια.
Συμπεριλαμβάνονται στο ξεφύλλισμα της διαδρομής Καραμανλή στην οικονομία στιγμιότυπα από επιλογές στην Κοινωνική Ασφάλιση ήδη από την δεκαετία του ’50 και τη δημιουργία του ΟΓΑ, εν συνεχεία από την πρόνοια του άρθρου 22 του Συντάγματος του 1975 (Χρ. Αναστασίου), μια απροσδόκητη αναφορά σε σχεδιασμούς «πυρηνικής επιλογής» επί Νικολάου Μάρτη και ΔΕΗ και Μποδοσάκη για έρευνες ουρανίου (Αχ. Χεκίμογλου). Τέλος μια αναφορά στις πολιτικές real estate (Μ. Σαμπατακάκη).
Πάντως στον κεντρικό πυρήνα της ανάλυσης της οικονομικής πολιτικής επί Κ. Καραμανλή, ο μεν Γιώργος Αλογοσκούφης εισφέρει μια σάρωση με εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά και του πληθωρισμού στην προδικτατορική περίοδο, αλλά με μεγάλη συγκράτηση σχετικά με τις επιλογές της Μεταπολίτευσης, ενώ ο Σωτήρης Ρίζας κάνει λόγο για «ανεπίλυτα ζητήματα» της αναπτυξιακής στρατηγικής στη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή, καθώς η Μεταπολίτευση «ήταν περισσότερο αφιερωμένη σε πολιτικά ζητήματα θεσμών και διεθνούς προσανατολισμού της Ελλάδας, [με θέματα οικονομίας] ανοιχτά για την δεκαετία του 1980».
Βιομηχανική πολιτική
Τις διαφορές μεταξύ προδικτατορικής περιόδου και Μεταπολίτευσης στην αναζήτηση βιομηχανικής πολιτικής προσεγγίζει η Ελένη Λουρή, με τον Καραμανλή να ασχολείται μέχρι και στις λεπτομέρειες των επενδύσεων της πρώτης περιόδου «από αγωνία για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και εξάλειψη της ακραίας φτώχειας» και με καθοδηγητικό ρόλο της εκβιομηχάνισης, ενώ για τη δεύτερη περίοδο η ματιά είναι περισσότερο αποστασιοποιημένη με την προσήλωση στην ένταξη στην ΕΟΚ μιας Ελλάδας «ως ανεπτυγμένης χώρας» – και τούτο την στιγμή που η βιομηχανία περνούσε σε φάση αποδρομής…
Πάντως, εκείνο που ίσως περισσότερο πιάνει τον σφυγμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή όσον αφορά στην οικονομία είναι εκείνο που ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος παρουσιάζει ως οικονομική φιλοσοφία των κυβερνήσεων Καραμανλή.
Στον τόμο υπάρχει και η κατάθεση του Μίκη Θεοδωράκη για την «τόσο ιδιότυπη αλλά και τόσο συναρπαστική σχέση» του ίδιου με τον Κ. Καραμανλή (σε ομιλία του, αντλημένη από το Αρχείο Καραμανλή), αλλά και η αναφορά στο Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και τις φιλοδοξίες διεθνούς/ευρωπαϊκής ακτινοβολίας του από τους Ανδρέα Γκόφα – Αντιγόνη Ποιμενίδου.