Της Αλεξάνδρας Βουδούρη
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Χωρίς συγκεκριμένες αποφάσεις για το μεταναστευτικό έληξε το χθεσινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα κυριάρχησε, όπως αναμενόταν, στις συζητήσεις των Ευρωπαίων ηγετών, στις Βρυξέλλες. Επί της ουσίας, συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης, παρά τις λεγόμενες «καινοτόμους λύσεις», που κυκλοφόρησαν εσχάτως, παραπέμπονται στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, οι χθεσινές συνομιλίες των «27» σηματοδότησαν στροφή και περαιτέρω σκλήρυνση της Ευρώπης για το ζήτημα, ενώ ανοίγει επισήμως η συζήτηση –που έως τώρα εθεωρείτο σε μεγάλο βαθμό «ταμπού»– για την εξωτερική ανάθεση της διαδικασίας ασύλου σε τρίτες χώρες, ενώ στα συμπεράσματα δίνεται μεγάλη έμφαση «στη διευκόλυνση, αύξηση και επίσπευση των επιστροφών». Είχε προηγηθεί επιστολή της προέδρου της Κομισιόν προς τους «27», με την οποία ουσιαστικά υιοθέτησε ιδέες που βασίζονται στο «μοντέλο» της συμφωνίας Ιταλίας – Αλβανίας. Στα συμπεράσματα, άλλωστε, οι «27» χαιρετίζουν την επιστολή της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν.
«Πρωταγωνιστής» της Συνόδου Κορυφής, πάντως, ήταν ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος έφερε ενώπιον των ομολόγων του τη νέα στρατηγική του για τη μετανάστευση, με βασικό σημείο «την προσωρινή αναστολή» παροχής ασύλου στα σύνορα με τη Λευκορωσία, την οποία κατήγγειλε για «εργαλειοποίηση» των μεταναστών, ενώ επέμενε και πέτυχε να μπει ειδική αναφορά ως προς αυτό αλλά και στην αποδοχή «εξαιρέσεων», «όταν οι συνθήκες το απαιτούν».
Παρά το «σοκ» που προκάλεσε στις Βρυξέλλες, κανείς Ευρωπαίος ηγέτης τελικά δεν εξέφρασε αντιρρήσεις στην πρόταση για «προσωρινή αναστολή», αν και η Κομισιόν έχει αναφέρει ότι δεν είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ο Τουσκ εξήγησε εκτενώς στους ομολόγους του την κατάσταση στα σύνορα, όπου τον τελευταίο μήνα έχουν προωθηθεί από τη Μόσχα τουλάχιστον 2.600 μετανάστες. Για να δικαιολογήσει την κίνησή του υπενθύμισε, σύμφωνα με Ευρωπαίο διπλωμάτη, ότι και η Φινλανδία πέρασε παρόμοιο νόμο επιτρέποντας επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο στα σύνορά της με τη Ρωσία.
Ανοιξε η συζήτηση για την εξωτερική ανάθεση της διαδικασίας ασύλου σε τρίτες χώρες, μέσω των λεγόμενων «κόμβων επιστροφών».
Μετά την παρέμβαση Τουσκ, όλοι οι ηγέτες πήραν τον λόγο περιγράφοντας τη σημερινή κατάσταση στις χώρες τους, ενώ εξήγησαν τους τρόπους που εκείνοι θεωρούν ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί η εσωτερική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών ή των αυξημένων αριθμών αιτήσεων ασύλου. «Η συζήτηση έμοιαζε ατελείωτη», τόνισαν Ευρωπαίοι διπλωμάτες, ωστόσο, παράλληλα τη χαρακτήρισαν «εποικοδομητική».
Παρά τις αρχικές προβλέψεις, τελικά η ατμόσφαιρα εντός του Συμβουλίου δεν ήταν «συγκρουσιακή» ανέφεραν Ευρωπαίοι διπλωμάτες, καθώς η πλειοψηφία αναγνωρίζει την ανάγκη αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης, ενώ σε αρκετά κράτη-μέλη υπάρχει και πολιτική «πίεση» από την Ακροδεξιά, που αναγκάζει κάποια να καταλήγουν σε ακραία μέτρα.
Ενδεχομένως να είχε λειτουργήσει «εκτονωτικά» και η μίνι σύνοδος, που συνδιοργάνωσε για πρώτη φορά η Ιταλία με την Ολλανδία και τη Δανία, όπου μετείχαν συνολικά 11 κράτη-μέλη, παρουσία της προέδρου της Κομισιόν, λίγο πριν από την έναρξη της συνόδου. Η Τζόρτζια Μελόνι έθεσε επί τάπητος την αναθεώρηση της στρατηγικής προσέγγισης της Ε.Ε. με τη Συρία, που αποτελούσε έως τώρα ζήτημα «ταμπού». Επρόκειτο για θέμα που είχαν αναδείξει τον περασμένο Ιούλιο επτά κράτη-μέλη, ανάμεσά τους Ελλάδα και Κύπρος.
Αν και η συζήτηση είναι πρώιμη –εφόσον δεν υπάρχουν πολιτικές σχέσεις της Ε.Ε. με το καθεστώς Ασαντ–, επανέρχεται λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη Μέση Ανατολή. Στο ζήτημα αυτό δεν βρέθηκε κοινό «σημείο» ανάμεσα σε εκείνους που μετείχαν στη συνάντηση της Μελόνι. Κάποιοι έδωσαν διαφορετική ερμηνεία στις αγωνιώδεις επιστροφές χιλιάδων προσφύγων από τον Λίβανο στη Συρία. Είδαν δηλαδή ευκαιρίες «εθελοντικών» επιστροφών από την Ευρώπη, παραβλέποντας τους λόγους που σήμερα οι Σύροι πρόσφυγες επιστρέφουν στη χώρα τους, όπως ο Αυστριακός καγκελάριος Καρλ Νεχάμερ, που ισχυρίστηκε ότι η Συρία πλέον μπορεί να θεωρηθεί «ασφαλής». Αλλα κράτη-μέλη, όπως Ελλάδα και Κύπρος, εκτιμούν ότι στην περίπτωση αναθεώρησης του καθεστώτος ορισμένων περιοχών της Συρίας, ώστε να γίνονται επιστροφές αιτούντων άσυλο, θα πρέπει να γίνει σε συνεργασία με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και με πλήρη ευθυγράμμιση με το διεθνές δίκαιο, ενώ ξεκαθαρίζουν ότι δεν συζητείται αλλαγή στάσης της Ε.Ε. έναντι του Ασαντ.
Επιφυλάξεις για την ιταλική προσέγγιση
Του Σταύρου Παπαντωνίου
Με συνέντευξή του στους FΤ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρενέβη στον διάλογο που γίνεται σε όλη την Ευρώπη για το μεταναστευτικό, εκφράζοντας επιφυλάξεις για το κατά πόσον μπορεί να επεκταθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το μοντέλο που εφαρμόζει η Ιταλία με τα κέντρα υποδοχής μεταναστών και σε άλλες χώρες, όπως η Αλβανία. Συγκεκριμένα, ο πρωθυπουργός είπε χαρακτηριστικά: «Ας είμαστε προσεκτικοί εδώ. Αυτή είναι μια διμερής συμφωνία. Δεν ξέρω αν μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει επίσης να δούμε αν θα αποδώσει». Μιλώντας περαιτέρω για τις διαδικασίες, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε πως οι μετανάστες που πάνε σε τέτοια κέντρα υπόκεινται στη νομοθεσία ασύλου της Ιταλίας και θα τους επιστρέφουν εκεί, τονίζοντας ότι αν κάτι τέτοιο επεκταθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν είναι σαφές πού θα κατευθύνονταν οι μετανάστες.
Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός εστίασε στη νόμιμη μετανάστευση, λέγοντας ότι πρέπει να αναζητηθούν τρόποι να προωθηθεί έναντι της παράνομης. «Αν θέλεις να χτίσεις μεγάλο φράχτη, χρειάζεσαι και μια μεγάλη πόρτα», δήλωσε χαρακτηριστικά, θέλοντας να υπογραμμίσει πως ελεγχόμενες και νόμιμες ροές είναι χρήσιμες. Η αποστροφή αφορούσε την έλλειψη εργατικών χεριών, ένα έντονο πρόβλημα στη χώρα μας. «Ποιος θα μαζέψει τις ελιές μας; Είμαστε μια ήπειρος που συρρικνώνεται και όλοι αναγνωρίζουμε ότι για να διατηρήσουμε την παραγωγικότητά μας, χρειαζόμαστε εργατικά χέρια, ανειδίκευτα ή εξειδικευμένα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης.
«Δεν ξέρω αν μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αν θα αποδώσει», σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος στα κέντρα υποδοχής που δημιουργήθηκαν στην Αλβανία.
Οσον αφορά την κριτική που δέχεται κατά καιρούς η Ελλάδα από ανθρωπιστικές οργανώσεις για τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο που φτάνουν διά θαλάσσης, ο κ. Μητσοτάκης απάντησε πως η Ελλάδα έχει σώσει «χιλιάδες ανθρώπους στη θάλασσα», επισημαίνοντας όμως ότι «θα κάνουμε δύσκολη την είσοδο στους παράτυπους μετανάστες», ενώ κάλεσε την Ε.Ε. να αυξήσει τις απελάσεις μεταναστών των οποίων οι αιτήσεις ασύλου απορρίπτονται, καθώς το ποσοστό αυτών των απελάσεων ανέρχεται μόλις στο 20%. «Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων οι αιτήσεις ασύλου απορρίπτονται και το τι θα γίνει με αυτούς δεν έχει ποτέ συζητηθεί επαρκώς», σημείωσε, επισημαίνοντας το κενό στο μεταναστευτικό πλαίσιο της Ε.Ε. «Ορισμένες από τις ιδέες που έχουν προταθεί μου φαίνονται ενδιαφέρουσες. Αλλά νομίζω ότι είμαστε ακόμη στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης μιας συγκεκριμένης πρότασης», κατέληξε.
Πολιτική επιστροφών
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προσερχόμενος στη Σύνοδο Κορυφής των «27», εστιάζοντας στις επιστροφές: «Αυτό που λείπει είναι μια αποτελεσματική πολιτική επιστροφών», κάτι που αναγνωρίζεται από την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία θα καταθέσει προτάσεις, ανέφερε. Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, υπογράμμισε ότι επιστροφές πρέπει να γίνονται και προς την Τουρκία, προσδοκώντας «σε μια πολύ ουσιαστική συζήτηση». Παράλληλα, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στο έτερο θέμα συζήτησης στη Σύνοδο Κορυφής, αυτό της ανταγωνιστικότητας. «Θα έχουμε μια πρώτη συζήτηση για τα θέματα ανταγωνιστικότητας, τα οποία θα εξετάσουμε και σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο άτυπο συμβούλιο της Βουδαπέστης. Θέλω να επαναλάβω την απόλυτη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στις προτάσεις τις οποίες κατέθεσε ο κ. Ντράγκι μέσα από το πόρισμά του σχετικά με τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας στην Ε.Ε.», είπε και έκλεισε προσθέτοντας: «Και να ξαναπώ ακόμη μία φορά ότι, όπως είμαστε σήμερα, οι φιλόδοξοι στόχοι της Ε.Ε. δεν εναρμονίζονται με τα οικονομικά μέσα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας για να μπορέσουμε να τους πετύχουμε».