Τα εύσημα στις ελληνικές αρχές για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων αποδίδει ο αρμόδιος για την περιφερειακή πολιτική Επίτροπος Γιοχάνες Χαν σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», σημειώνοντας ότι η Ελλάδα έχει αναδειχθεί σε σχεδόν τον καλύτερο μαθητή σε ό,τι αφορά την απορρόφηση κονδυλίων. Εξηγεί επίσης γιατί τυχόν εκταμίευση κονδυλίων από το Ταμείο Αλληλεγγύης για την Κεφαλονιά, θα χρειαστεί πολλούς μήνες.
– Είναι σε θέση η Κομισιόν να κάνει κάτι για την Κεφαλονιά και πώς μπορεί να βοηθήσει;
– Επί της αρχής υπάρχουν τρεις δυνατότητες. Η πρώτη αφορά την κάλυψη άμεσων αναγκών σε εργαλεία και μηχανήματα, δεν πιστεύω όμως ότι η Κεφαλονιά χρειάζεται τέτοιου είδους βοήθεια. Η δεύτερη, που αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες, είναι το περίφημο Ταμείο Αλληλεγγύης. Πρέπει να επισημάνω ότι εξαρτάται από τις ελληνικές αρχές να αποτιμήσουν το μέγεθος των ζημιών και με βάση αυτή την αποτίμηση να μας ενημερώσουν ώστε να εξετάσουμε αν μπορεί να υποβληθεί αίτηση. Οι ελληνικές αρχές έχουν δέκα εβδομάδες καιρό για να υποβάλουν την αίτηση, αν το έχω υπολογίσει σωστά, έως τις 7 Απριλίου. Μετά θα δούμε.
– Και η τρίτη δυνατότητα;
– Στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου που ολοκληρώνεται ή του νέου προγράμματος, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε αντιμετάθεση προγραμμάτων με σκοπό την άμεση βοήθεια. Εν τέλει, αυτό θεωρώ και ως το πιθανότερο.
– Πιστεύετε ότι έτσι θα υπάρξουν ενισχύσεις ταχύτερα;
– Ξέρετε, προωθούμε τη διαδικασία ώστε να αλλάξουν οι νομικές προβλέψεις για το Διαρθρωτικό Ταμείο, έχουμε ξεκινήσει την προσπάθεια από το 2005. Τα κράτη-μέλη ήταν πάντα πολύ επιφυλακτικά απέναντι σε αυτό. Εδειχναν ενδιαφέρον μόνο όταν συνέβαινε κάτι στο έδαφός τους. Και όταν δεν συνέβαινε τίποτε – και ευτυχώς δεν συνέβαινε, το ενδιαφέρον τους υποχωρούσε. Τώρα είμαστε σε καλό δρόμο και όταν θα περάσει η νομοθεσία θα υπάρχει η δυνατότητα μιας προκαταβολής από 10% ώς 15% για τις ζημιές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό θα ισχύσει στο μέλλον. Θα πρέπει να επισημάνω, πάντως, ότι τα κράτη-μέλη δεν υιοθέτησαν την πρόταση της Κομισιόν, να ενταχθεί το Ταμείο Αλληλεγγύης στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Ως εκ τούτου είμαστε υποχρεωμένοι, και μελλοντικά να επιτυγχάνουμε ειδικές αποφάσεις του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κάτι που κατά κανόνα καθυστερεί τις πληρωμές τουλάχιστον τρεις μήνες.
– Μια και βρισκόμαστε στο θέμα. Η Ελλάδα είχε πάντα προβλήματα με την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων. Εχετε διαπιστώσει κάποια βελτίωση στην απορρόφηση με τις αιρετές περιφέρειες ή όλα παραμένουν όπως και πριν;
– Θα πρέπει να διακρίνει κανείς τις περιόδους. Υπήρξε όντως η μεταρρύθμιση του Καλλικράτη, ωστόσο για την περίοδο που ολοκληρώνεται, και σε ό,τι αφορά το διαρθρωτικό ταμείο, έχουν γίνει σεβαστές οι προηγούμενες αρμοδιότητες. Ο υπουργός κ. Χατζηδάκης πρότεινε για τη νέα περίοδο να ανεβεί το μερίδιο των μέσων του διαρθρωτικού ταμείου, για το οποίο θα έχουν την ευθύνη και τη διαχείριση οι περιφέρειες από το 20% στο 35% και βρίσκω ότι αυτή είναι μια σωστή απόφαση.
– Και στην προγραμματική περίοδο που ολοκληρώνεται;
–Θα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά το ποσοστό απορρόφησης έχει μεταλλαχθεί σχεδόν στον καλύτερο Ευρωπαίο μαθητή, γιατί έχει σκαρφαλώσει στην πέμπτη ή τέταρτη θέση. Το ποσοστό ανέρχεται σήμερα περίπου στο 80% και βρίσκεται σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιτρέψτε μου πάντως να προσθέσω ότι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του Μνημονίου, επειδή στο Μνημόνιο προσδιορίσαμε με σαφήνεια πόσο κονδύλια θα έπρεπε να απορροφά η Ελλάδα για κάθε έτος. Τον προηγούμενο χρόνο, αυτά τα κονδύλια ανέρχονταν σε 3,9 δισ. ευρώ και η Ελλάδα το ξεπέρασε με 4,6 δισ. Λοιπόν, συγχαρητήρια και έχετε τον σεβασμό μου, αλλά φυσικά βοήθησε και το γεγονός ότι και εμείς δραστηριοποιηθήκαμε, καταρτίσαμε τη λίστα δράσεων με τα έργα προτεραιότητας, βοηθήσαμε ώστε οι συμβάσεις παραχώρησης για τους αυτοκινητοδρόμους να κλείσουν επιτέλους και φυσικά, υπήρχε και η μείωση του εθνικού μεριδίου.
– Εχει υποβάλει η Ελλάδα προτάσεις για τη νέα προγραμματική περίοδο. Θεωρείτε ότι είναι ώριμες για χρηματοδότηση;
– Η Ελλάδα κατέθεσε τον Δεκέμβριο ένα πολύ συγκροτημένο προσχέδιο. Οι υπηρεσίες μας έκαναν μέχρι τέλος Ιανουαρίου τις παρατηρήσεις τους, που ήδη είναι στα χέρια των ελληνικών αρχών. Αυτό που έχει επίσης σημασία, είναι η διαθεσιμότητα των στρατηγικών, που δεν αποτελεί μια ακαδημαϊκή άσκηση από την πλευρά μας. Αντίθετα δίνει στις χώρες τη δυνατότητα να καταλαβαίνουν ποιο είναι το δυναμικό τους. Αν πάρω για παράδειγμα την Ελλάδα, ένα από τα μόνιμα πεδία κριτικής είναι ο ισχνός βαθμός της εκβιομηχάνισης, σε σύγκριση π.χ. με τη Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι εδώ θα πρέπει να κάνουμε κάτι. Θα πρέπει να υπάρχει μια σαφής αντίληψη για το πού θέλουμε να πάμε και αν αυτή έχει διερευνηθεί σωστά, βοηθάει τις περιφέρειες και βοηθάει τη χώρα, την Ελλάδα, πολύ περισσότερο από αυτό που μπορεί να κάνει η χρήση των μέσων του διαρθρωτικού ταμείου.