Αποψη: Το γεωπολιτικό χαρτί και η διαπραγμάτευση

Αποψη: Το γεωπολιτικό χαρτί και η διαπραγμάτευση

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εδώ και καιρό, ανασύρεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις το χαρτί της γεωπολιτικής μας θέσης ως διαπραγματευτικό ατού. Ο προηγούμενος πρωθυπουργός συστηματικά αναφερόταν στη χώρα ως «πυλώνα σταθερότητας» σε μια περιοχή που φλεγόταν από εντεινόμενες κρίσεις. Επικρατούσε τότε η αντίληψη ότι, αναδεικνύοντας απλώς και μόνο τα μειονεκτήματα των γειτονικών χωρών ή χάρη στο ανεδαφικό επιχείρημα περί καταλυτικού μας ρόλου στο ενεργειακό γίγνεσθαι, θα μετατρεπόμασταν σε βασικό συνομιλητή των ισχυρών εταίρων μας. Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες για τη δημιουργία αξόνων συνεργασίας μέσα από ετερόκλητα σχήματα, με γνώμονα την ανάγκη αποκλιμάκωσης των εντάσεων, η φωνή μας είχε περιορισμένη εμβέλεια ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, που αποδυναμώνει εν τοις πράγμασι τα περιθώρια κινήσεων – τόσο σε επίπεδο εικόνας όσο και ουσίας.

Η νέα διακυβέρνηση εκτίμησε αρχικά το γεωπολιτικό χαρτί ως καθοριστικό. Εκτοτε, ωστόσο, δίνονται αντιφατικά και αμφίσημα μηνύματα, με αναρμόδιους υπουργούς, και δη με εμμονικά σύνδρομα, να επιχειρούν με δηλώσεις και δράσεις τους να προκαταλάβουν την υπόλοιπη κυβέρνηση, σύροντάς την στην υιοθέτηση ακραίων και ιδεοληπτικών απόψεων. Τα προσωπικά αδιέξοδα και η εμφανής δυσκολία τους να «χωρέσουν» στο υπουργικό κοστούμι, υπό αυτές τις περιστάσεις, τους εξωθούν σε δηλώσεις και πρωτοβουλίες, που αν δεν δεσμεύουν τη χώρα, τουλάχιστον συμβάλλουν στην αποδόμησή της από συγκεκριμένους κύκλους. Ορισμένες δε φορές κινούνται στα όρια της επικίνδυνης άγνοιας (βλ. εισηγήσεις για συνεκμετάλλευση υδρογονανθράκων με ΗΠΑ, φιλοξενία βάσεων ένθεν κακείθεν, προκαταβολές για υπό διαμόρφωση ενεργειακά σχέδια), στοχεύοντας ενίοτε στον προσεταιρισμό των συμμάχων μας και άλλοτε στον εκφοβισμό τους.

Στην αγωνία, όμως, να επιβάλουν την ατζέντα τους, κινδυνεύει η χώρα να εμπλακεί σε καταστάσεις που την υπερβαίνουν κατά πολύ. Πιο συγκεκριμένα, είναι ή όχι επιζήμιο να προσεγγίζουμε τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα αντιπαραβολικά και όχι συμπληρωματικά προς τις αντίστοιχες με τη Δύση; Η ταύτιση συγκεκριμένου υπουργού με τη Μόσχα, με ταυτόχρονο καταγγελτικό λόγο απέναντι σε κάθε τι ευρωπαϊκό, ποιανού τα συμφέροντα εξυπηρετεί περισσότερο; Και αλήθεια, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να διαφοροποιηθούμε από την επικείμενη ευρωπαϊκή απόφαση για συνέχιση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας; Εχοντας κιόλας καλλιεργήσει το πρώτο διάστημα υψηλές προσδοκίες στο Κρεμλίνο, πώς θα διαχειριστούμε την υποχρεωτική στοίχισή μας με τους Ευρωπαίους συμμάχους μας; Περιφρονώντας τις διεθνείς πραγματικότητες και τους συσχετισμούς, και παρότι το υπουργείο Εξωτερικών συνήθως κινείται με τη δέουσα σοβαρότητα, άλλοι κυβερνητικοί φορείς λειτουργούν εν κενώ.

Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως τα στελέχη που προβάλλουν τις μεγαλύτερες αντιστάσεις συναντώνται σε ένα σημείο: στο ότι οι «υπερβατικές» προτάσεις τους προς εναλλακτικούς, δυνητικούς συμμάχους στερούνται της παραμικρής διεκδίκησης ανταλλαγμάτων, που είναι η πεμπτουσία της κάθε διαπραγμάτευσης. Δηλαδή, έχουμε το οξύμωρο σχήμα οι δήθεν «σκληροί» αντί να συντελούν ουσιαστικά στις διαβουλεύσεις, ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής πίεσης των δανειστών, να την υπονομεύουν με επικοινωνιακούς αντιπερισπασμούς. Λίγοι μεν τους εκλαμβάνουν σοβαρά, εντούτοις, έτσι διατηρούμαστε σε μια οιονεί πίεση, διαθέτοντας μέρος τού, ούτως ή άλλως, περιορισμένου κεφαλαίου μας προκειμένου να διορθώνουμε ολισθήματα, να επαναβεβαιώνουμε τις προθέσεις μας και να πιστοποιούμε τον προσανατολισμό μας. Ακόμη χειρότερα, όλες αυτές οι ενέργειες λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, προσδίδοντας στην πολιτική μας μιαν αίσθηση απελπισίας. Ακριβώς ό,τι χρειάζονται οι πιστωτές για να μας στριμώξουν στα σχοινιά.

Οι δε προειδοποιήσεις περί ανυπολόγιστων συνεπειών σε περίπτωση ελληνικού ατυχήματος αποκτούν μεγαλύτερη αξία όταν εμείς οδηγούμε τους άλλους να τις λαμβάνουν υπόψη/υπολογίζουν, όχι όταν γίνονται από εμάς. Πολλώ δε μάλλον, όταν φαίνεται πως είτε λόγω αδυναμίας επιμελούς και εξαντλητικής δουλειάς είτε εξαιτίας της απροθυμίας λήψης δυσάρεστων αποφάσεων, οι απειλές αποτελούν τη μοναδική γραμμή άμυνας έναντι των δανειστών. Ενώ όλοι γνωρίζουν ότι πρώτοι εμείς –και δη οι οικονομικά ασθενέστεροι, που υποτίθεται ότι προστατεύουν οι κοινωνικά ευαίσθητοι υπουργοί– θα υποστούμε τις οδυνηρές επιπτώσεις μιας ατυχούς έκβασης της συνολικής διαπραγμάτευσης (δεν είναι αρκετή μία τμηματική διευθέτηση).

Κοντολογίς, αντί της αχρείαστης φόρτισης της ατμόσφαιρας, η οποία προσφέρει επιχειρήματα στους πολέμιούς μας, εμφανίζοντάς μας περίπου ως κράτος-παρία, μπορούμε και πρέπει να αναδείξουμε με θετικό πρόσημο τον ευεργετικό αντίκτυπο για την περιοχή και κατ’ επέκταση για τους διεθνείς δρώντες, σε περίπτωση που επιτευχθεί ένας διαχειρίσιμος και λειτουργικός συμβιβασμός. Η επιστροφή στην κανονικότητα θα μας καταστήσει εκ νέου ένα φερέγγυο και εποικοδομητικό σύμμαχο σε μια περιφέρεια και συγκυρία πολλών αβεβαιοτήτων και προκλήσεων ασφάλειας, που απηχούν ευθέως τα συμφέροντα Ε.Ε. – ΗΠΑ. Οδεύοντας στο τέλος του πρώτου κύκλου διαβουλεύσεων, ας μη λησμονούμε πως η εμπιστοσύνη οικοδομείται με κόπο και σε βάθος χρόνου, όμως αρκούν μερικές μόνο στιγμές για να απεμποληθεί.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή