Αποψη: Nέες γεωπολιτικές πραγματικότητες ενόψει;

Αποψη: Nέες γεωπολιτικές πραγματικότητες ενόψει;

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το προηγούμενο διάστημα σημαντικό κομμάτι της επιχειρηματολογίας, εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, για την ανάγκη εξεύρεσης λύσης, αφιερώθηκε στη μεγαλύτερη εικόνα, πέραν της οικονομικής πτυχής. Αυτό έγινε για δύο κύριους λόγους: αφενός προκειμένου να μετριαστεί η πίεση των «σκληρών» της Ευρώπης για ασφυκτική δημοσιονομική προσαρμογή και διατήρηση των υφεσιακών πολιτικών, αφετέρου ώστε να καταδειχθεί μία ουσιαστική διάσταση της σημασίας της Ελλάδας. Η εύλογη στόχευση της Αθήνας ήταν να υπογραμμίσει πως η ζημιά θα μεγιστοποιούνταν σε περίπτωση εκτροχιασμού μας από τις ευρωπαϊκές ράγες, υπερβαίνοντας τους λογιστικούς υπολογισμούς. Ορθά κινούμενη, η ελληνική κυβέρνηση ανέδειξε ένα χαρτί, το οποίο από τη μία δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να έχει μετρήσιμες συνέπειες, από την άλλη μεταθέτει μέρος της συζήτησης σε μία θεματική στην οποία ενισχυόμαστε εξ αντανακλάσεως λόγω του ασταθούς περίγυρου.

Πράγματι, το συγκριτικό μας πλεονέκτημα απορρέει από τον ιδιαίτερο γεωγραφικό χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά και τη συμμετοχή μας στον στενό πυρήνα Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Ωστόσο παραμένει ακόμη ζητούμενο πώς θα καταφέρουμε να μετατρέψουμε τη θεσμική μας ισχύ σε χρήσιμη ισχύ. Εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Είχα αναφέρει σε άρθρο του περασμένου Φεβρουαρίου πως αναγκαία συνθήκη για να «ανοίξουμε το παιχνίδι» ήταν η διεκδικητική διαπραγμάτευση να μη διακινδύνευε το αίσθημα εμπιστοσύνης, ακολουθούμενη από την έγκαιρη εξασφάλιση μιας βιώσιμης συμφωνίας. Μία χώρα, που δεν έχει επιλύσει το κυριότερο διακύβευμά της, ευρισκόμενη σε παρατεταμένη αβεβαιότητα, δεν μπορεί να αποτελεί ελκυστική επιλογή.

Η Ελλάδα σκοπεύει να καταστεί, μεταξύ άλλων, ενεργειακός κρίκος για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ε.Ε., καθώς και εμπορική πύλη προς την ευρωπαϊκή αγορά. Επίσης, εν συγκρίσει με την ευρύτερη περιφέρεια, αποτελεί πόλο σταθερότητας, κάτι, πάντως, που το τελευταίο διάστημα σχετικοποιείται. Εξίσου, ως βασική χώρα υποδοχής τεράστιων μεταναστευτικών ρευμάτων, που έχουν προκαλέσει οι αναταραχές στη Μέση Ανατολή, αναζητά νέο πλαίσιο διαχείρισης ενός φαινομένου με πανευρωπαϊκά ανησυχητικές διαστάσεις. Δεν αντιλαμβάνομαι, επομένως, πώς θα ευοδωθούν οι σχεδιασμοί μας και ταυτόχρονα θα θωρακιστούμε αποτελεσματικότερα, αν βρεθούμε εν κενώ, απεμπολώντας τις παραδοσιακές συμμαχίες μας.

Κάτι τέτοιο θα μας έπληττε καίρια τόσο σε επίπεδο εικόνας όσο και ουσίας. Η ήδη διαταραγμένη αξιοπιστία μας θα κλονιζόταν περαιτέρω, θα δημιουργούνταν συνθήκες εσωτερικής αποσταθεροποίησης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η επιχειρηματική/επενδυτική πίστη θα αποσυρόταν, κάτι που θα έδινε την εικόνα ενός κράτους που βρίσκεται σε εμφανή υποχώρηση. Η νέα πραγματικότητα, όχι μόνο θα μας καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτους σε παντός είδους κινδύνους, αλλά θα μετρίαζε αισθητά την αξία μας ως εταίρου, κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο. Μία Ελλάδα μετέωρη, σε κατάσταση ανθρωπιστικής κρίσης πολύ βαθύτερης της σημερινής, θα έπαυε να γίνεται σεβαστή, πολλώ δε μάλλον να αποτελεί προνομιακό συνομιλητή σε Νοτιοανατολική Ευρώπη και Ανατολική Μεσόγειο. Από καθοριστικός δρων παράγων των περιφερειακών διεργασιών, θα βρισκόμασταν αποδυναμωμένοι σε ένα περιβάλλον αναβίωσης εθνικισμών, «αποτυχημένων» κρατών, υβριδικών καταστάσεων, τρομοκρατικών απειλών, ανεξέλεγκτων προσφυγικών ροών και ενώ δεν αποκλείεται η ανάληψη πρωτοβουλιών από την πλευρά της Δύσης.

Βέβαια, υπάρχει και η άποψη πως, απεγκλωβιζόμενοι από την ευρωπαϊκή μέγκενη, θα αποκτήσουμε νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη διακρατικών δεσμών πέραν των υφισταμένων. Εντούτοις, είναι χαρακτηριστικό της ελαφρότητας τέτοιων αντιλήψεων πως τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, στις οποίες προστρέξαμε με κάπως αποσπασματικό τρόπο, είτε ελλείψει συγκεκριμένου πλάνου ή υπό την πίεση της επιδεινούμενης κατάστασης, δημοσίως μάς προτρέπουν να τα «βρούμε» με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Αλίμονο αν επενδύαμε σε συμμάχους οι οποίοι θα προσέβλεπαν σε εμπλοκή τους, κατόπιν μιας εθνικής καταστροφής. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Μόσχα και Πεκίνο, ως πρώην και αναδυόμενη υπερδυνάμη αντίστοιχα, προτιμούν να συνομιλούν και εύλογα αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στις χώρες της Ε.Ε. με μεγαλύτερη εμβέλεια, καθώς και τις ΗΠΑ. Ούτε έχει φανεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο πώς θα ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν το κόστος της οικονομικής ανασυγκρότησης και το βάρος μιας ανάλογης στρατηγικής συμπαράταξης με ένα κράτος το οποίο θα πασχίζει να ορθοποδήσει σε περίπτωση αρνητικής έκβασης.

Στην ίδια κατεύθυνση είναι εξόχως προβληματικό ότι ορισμένοι εξ ημών συγχέουν τους τακτικισμούς ή ακόμη και τις στρατηγικές στοχεύσεις μεγάλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία, επιχειρώντας να ταυτίσουν τα συμφέροντά μας. Αγνοούν πως στο τέλος της μέρας οι δικές τους προ-θέσεις μάς ξεπερνούν. Οι παλινωδίες της Μόσχας ως προς τον Turkish Stream, την τράπεζα BRICS και το εμπάργκο στα αγροτικά προϊόντα καταδεικνύουν εύγλωττα πως μας προσεγγίζει περισσότερο ως εργαλείο στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τη Δύση, παρά ως δυνάμει στρατηγικό έρεισμα.

Είναι αυτονόητο πως αν αποκοπούμε από τους φυσικούς μας συμμάχους και τα κέντρα λήψης αποφάσεων, έως ότου επανακάμψουμε, θα βρεθούμε στη «νεκρή ζώνη» και ενώπιον δυσμενέστερων συνθηκών συνολικά για τις εθνικές μας θέσεις, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται. Πάντως, ακόμη και οι σκληροπυρηνικότεροι εκ των εταίρων/δανειστών μας, εφόσον εκλογικεύονταν, θα συνειδητοποιούσαν πως το αρνητικό σενάριο είναι ένα τεράστιο, αχρείαστο ρίσκο με απροσδιόριστη κατάληξη.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή