Αποψη: Φταίει μόνο το ευρώ;

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια παρέμβασή του στους Financial Times το 2001, ο τότε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι, είχε πει ότι «δεν είμαι βέβαιος ότι το ευρώ θα μας αναγκάσει να εισαγάγουμε ένα σύνολο νέων εργαλείων οικονομικής πολιτικής. Είναι πολιτικά αδύνατο να το προτείνει κανείς αυτό τώρα. Όμως μια μέρα θα έχουμε μια κρίση και τα νεά αυτά εργαλεία θα δημιουργηθούν». Δεν χωρά αμφιβολία ότι η ιστορία της ευρωζώνης γράφεται αντίστροφα. Αντί η ένωση κεφαλαίων, η ρύθμιση της αγοράς και η εναρμόνιση των δημοσιονομικών πολιτικών να προηγηθούν, οι ευρωπαίοι και εθνικοί νομοθέτες χρησιμοποίησαν το ευρώ ως εργαλείο ομοσπονδοποίησης. Όπως η ένωση του άνθρακα και του χάλυβα αναδιένειμε την μεταπολεμική ευρωπαϊκή ισχύ και η ΕΟΚ διασφάλισε την ειρήνη και την υπερεθνική συνεργασία, έτσι και το ευρώ, θα τολμούσε να πει κανείς, ότι έβαλε τα θεμέλια για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Το ευρώ εξασφάλισε πίστωση στις ευρωπαϊκές οικονομίες, στηριζόμενο στο επιτρεπτό όριο του 3% ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας. Τον κανόνα βέβαια, παραβίαζαν συστηματικά τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και πρώτος απ’ όλους, ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης τότε, η Γερμανία. Ήταν ξεκάθαρο ότι βασικός στόχος του ευρώ ήταν η αποφυγή πληθωριστικών τάσεων και όχι η ανακύκλωση πόρων. Άλλες χώρες το είδαν ως μέσο σύγκλισης, ανάπτυξης ή διαφοροποίησης της εξαγωγικής τους οικονομίας και άλλες ως μέσο για να διανέμουν οικονομική και πολιτική ισχύ στο εσωτερικό.

Επίσης, το διαφορετικά θεσμικά υπόβαθρα των κρατών-μελών, πάνω στα οποίο βασίστηκε το ευρώ μάλλον διεύρυνε το χάσμα βιωσιμότητας των οικονομιών Βόριων και Νοτίων. Άλλο να έχεις επιχειρηματικότητα ευκαιρίας, πολιτικές κατάρτισης, κοινωνικό διάλογο και ισχυρή δημόσια διοίκηση και άλλο να έχεις επιχειρηματικότητα ευκαιρίας, προσοδοθηρικές ομάδες, πρόχειρες πολιτικές για το ανθρώπινο δυναμικό και αναποτελεσματικό κράτος. Η Ελλάδα ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.

Με την πάροδο του χρόνου, οι θεσμικές ανισορροπίες σε συνδυασμό με το ευρώ ωφέλησαν την γερμανική οικονομία και του λεγόμενους “δορυφόρους” της στη Βαλτική και στα Βόρεια Βαλκάνια, μέσα από την άνοδο της μεταποίησης και τη σταδιακή επαναβιομηχάνιση. Αντίθετα, στη Γαλλία και στις χώρες του Νότου οι εισαγωγές αυξήθηκαν και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε. Σε αυτό βέβαια δεν έφταιγε μόνο το ευρώ ή η διαφορά της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς του Βορά με το μεσογειακό μοντέλο, αλλά και οι ευθύνες των εθνικών κυβερνήσεων.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις αξιοποίησαν το τραπεζικό σύστημα ως κανάλι φθηνού εσωτερικού δανεισμού στραμμένου σε δημόσιες επενδύσεις και εισαγωγές και λιγότερο στην ενίσχυση της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας, την ενίσχυση των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων, την προστασία των καταναλωτών. Ενώ δημιουργούσαμε εθνικούς πρωταθλητές, προστατευμένους κλάδους και τακτοποιούσαμε κομματικές πελατείες σε  Δημόσιο και ΔΕΚΟ, χάναμε σε παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η εγχώρια πιστωτική επέκταση δεν ήταν παρά το συμβόλαιο μεταξύ των δυνάμεων της παρασιτικής Ελλάδας και της πολιτικής της εκπροσώπησης, με στόχο να δημιουργηθεί ένας δημόσιος τομέας και μια εγχώρια αγορά στα μέτρα των συμφερόντων τους. Έτσι φτάσαμε στο 2008, όπου καταγράφονται οι πρώτες σοβαρές υφεσιακές τάσεις.

Η Ευρώπη εισήγαγε την κρίση το 2008 από τις ΗΠΑ. Αυτό που το 1999 όλοι ξόρκιζαν, το 2008 έγινε κανόνας: «δημοσιονομική προσαρμογή». Οι τράπεζες του πυρήνα της Ένωσης είχαν συσσωρεύσει δημόσιο χρέος από το Νότο για να δανείζουν χώρες όπως η Ελλάδα. Αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε το 2010 και οι τράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας ξεφορτωνόντουσαν μαζικά τα ελληνικά ομόλογα, θα έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με άλλα στοιχεία του ενεργητικού τους, κίνηση που θα ισοδυναμούσε με μαζική παρέμβαση στην αγορά ομολόγων και θα συνεπέφερε bank run. Έχει γραφτεί επανειλημμένα ότι το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας δεν δικαιολογούσε τον πανικό, εξού και από το 2010 ο δανεισμός της Ελλάδας ακολουθεί το μοντέλο της συγκράτησης των αποδόσεων των ομολόγων, όχι της μαζικής διοχέτευσης πόρων στην ελληνική αγορά, αφού το 65% (για άλλους το 90%) των πακέτων δόθηκαν για την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τις ωριμάνσεις και την εξυπηρέτηση του χρέους. Ήδη από το 2012 οι κύκλοι των κεντρώων και προοδευτικών διανοούμενων εντός και εκτός Ευρώπης, ινστιτούτα, το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕυρωπαΪκό Κοινοβούλιο αναγνώρισαν το ένα μετά το άλλο ότι η εσωτερική υποτίμηση, η υπερφορολόγηση και οι περικοπές στην Ελλάδα βάθυναν την κρίση, αντί να την αντιμετωπίσουν. Μπορεί η κρίση να μην έγινε ποτέ ανθρωπιστική, όμως οι ανισότητες βάθυναν και η φτώχεια μεγάλωσε. Ούτε εξαγωγική διαφοροποίηση ούτε μεγέθυνση του ιδιωτικού τομέα καταγράφηκε. Κάποιες ρυθμιστικές αλλαγές αποτυπώθηκαν στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας, εξορθολογίστηκαν κάποια συστήματα αδειοδοτήσεων και συλλογής φόρων, αλλά ξένες επενδύσεις δεν ήρθαν.

Ήδη πριν από τις ευρωεκλογές του 2014, έγινε σαφές ότι οι ευρωσκεπτικιστές θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ταυτίσουν το ευρώ με τη λιτότητα για να κερδίσουν τις ψήφους από τους φοβισμένους της παγκοσμιοποίησης, τους άνεργους και το πρεκαριάτο. Σε αυτό συνέβαλαν οι χώρες πιστωτές οι οποίες ηθικοποίησαν τη σχέση πιστωτή και δανειζόμενου, αντί να επιμερίσουν τις ευθύνες στη λογική της αμοιβαιότητας. Η οριακά προκλητική επιβολή της διακυβερνητικής μεθόδου, η απαξίωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι υπερβολικές εξουσίες που δόθηκαν στην Τρόικα και στο Γιούρογκρουπ, αλλά και η επιλεκτική ανεξαρτησία της ΕΚΤ έριξαν λάδι στη φωτιά για να βγει από τη ντουλάπα ο σκελετός της εθνικής κυριαρχίας, άλλοτε με ακροδεξιά άλλοτε ακροαριστερή αμφίεση.

Το ευρώ δεν ήταν ποτέ ένα αριστερό πρότζεκτ, εξαιτίας του σκεπτικισμού της Αριστεράς απέναντι στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τη συγκράτηση των ελλειμμάτων, αλλά και της αντιπληθωριστικής του ταυτότητας. Το ευρώ απαίτησε έναν ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και αγορών-τραπεζών, χωρίς όμως πρόνοια για τον σκιώδη τραπεζικό τομέα και την άναρχη ανακύκλωση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Από την άλλη όμως, δεν υπάρχει ούτε μία αξιόπιστη πρόταση που να συνδέει την οικονομική ανάκαμψη με την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ακόμη και σήμερα.

Συνεπώς φταίει μονο το ευρώ ή μήπως έχουμε παγιδευτεί σε ένα οδυνηρό τρίγωνο σχεδιαστικών αδυναμιών, συντηρητικής λιτότητας και πολιτικής ανευθυνότητας που απειλεί να διαλύσει την ευρωζώνη; Αν το ευρώ ήταν κάποτε το βάθρο της πολιτικής ενοποίησης, σήμερα η πολιτική αλληλεγγύη είναι το πρώτο θύμα αυτής της εξάχρονης δοκιμασίας. Η κακοφωνία που αντηχεί η ευρωζώνη εξυπηρετεί περισσότερο εθνικές πολιτικές ατζέντες, παρά τις ίδιες τις οικονομίες και τους λαούς της. Ταυτόχρονα όμως δείχνει το δρόμο της αμοιβαιοποίησης της προσπάθειας, της υποστήριξης με ευρωπαϊκά μέσα των αλλαγών που έχουν ανάγκη οι υπερχρεωμένες χώρες, αλλά και της ενίσχυσης της δημοκρατίας μέσα στην ευρωζώνη, αλλαγές που θα τεθούν επιτακτικά στη συζήτηση για το άμεσο μέλλον της Ευρώπης. Καλό θα είναι η Ελλάδα να μην παρακολουθήσει τη συζήτηση από τον πάγκο του “time out”.

*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι επικεφαλής της πολιτικής κίνησης «Μπροστά».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή