Την Παρασκευή 19 Ιουνίου, ακριβώς μία εβδομάδα πριν από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, ο κ. Αλέξης Τσίπρας συναντιόταν στην Αγία Πετρούπολη με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Στο περιθώριο του επιχειρηματικού φόρουμ, που ήταν η αφορμή της επίσκεψής του στη Ρωσία, ο τότε πρωθυπουργός έκανε μια πολλαπλών ερμηνειών αναφορά για την Ελλάδα που «δεν φοβάται να ξανοιχτεί σε νέες θάλασσες, προκειμένου να φτάσει σε πιο ασφαλή λιμάνια». Τρεις ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα 22 Ιουνίου, η ελληνική κυβέρνηση κατέθετε στην ευρωδιάσκεψη στις Βρυξέλλες την πρότασή της για συμφωνία με τους εταίρους, η οποία περιελάμβανε μέτρα ύψους 7,9 δισ. και αποδοχή πολλών και σκληρών όρων. Ηταν το τέλος της αναζήτησης «ασφαλών λιμένων» μακριά από την ευρωπαϊκή οικογένεια, το οποίο πιθανότατα επισφραγίσθηκε στην Αγία Πετρούπολη.
Πριν η ελληνική πρόταση φθάσει στις Βρυξέλλες, ο κ. Τσίπρας συζήτησε με έναν κύκλο στενών συνεργατών και υπουργών για πρώτη φορά σοβαρά το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος.
Η συζήτηση
Ο τέως πρωθυπουργός και το επιτελείο του γνώριζαν ότι η κατάθεση της ελληνικής πρότασης θα σηματοδοτούσε τη «μνημονιακή» στροφή της κυβέρνησης και θα προκαλούσε αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό της. Ετσι, έγινε εκτενής συζήτηση για τις δυνατότητες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, εφόσον κρινόταν αναγκαίο, προκειμένου να ξεπερασθεί ο σκόπελος, με δύο κυρίαρχες επιλογές: την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ή το δημοψήφισμα.
Χωρίς να ληφθεί απόφαση, ο κ. Τσίπρας μετέβη στις Βρυξέλλες, όπου κατατέθηκε η ελληνική πρόταση. Την αρχική αισιοδοξία της Αθήνας ότι θα μπορούσε να προχωρήσει μια συμφωνία με βάση την πρόταση αυτή, διαδέχθηκε προβληματισμός από αρχικές δηλώσεις ότι θα έπρεπε να γίνουν παρεμβάσεις και αιφνιδιασμός από την αντιπρόταση των εταίρων, δύο ημέρες αργότερα. Στις εργώδεις διαβουλεύσεις που είχε ο κ. Τσίπρας από την Τετάρτη έως το πρωί της Παρασκευής δεν κατέστη εφικτό να γεφυρωθούν οι διαφορές και, κυρίως, να λάβει διαβεβαιώσεις για το ζήτημα του χρέους και ένα δυνατό αναπτυξιακό πακέτο. Η τελευταία προσπάθεια έγινε το πρωί της Παρασκευής 26 Ιουνίου σε συνάντηση που είχε με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.
Το κρίσιμο υπουργικό
Λίγες ώρες αργότερα, ο κ. Τσίπρας επέστρεφε στην Αθήνα και συγκαλούσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο στο Μέγαρο Μαξίμου. «Αποφάσισα να πάμε σε δημοψήφισμα και θέλω να με στηρίξετε», είπε στους υπουργούς του, που τον άκουγαν οι περισσότεροι έκπληκτοι, καθώς η πρώτη συζήτηση για το θέμα, σχεδόν μία εβδομάδα νωρίτερα, είχε γίνει σε στενό κύκλο. Κυβερνητικό στέλεχος που συμμετείχε σε εκείνη τη δραματική συνεδρίαση αναφέρει ότι ο κ. Τσίπρας επέστρεψε από τις Βρυξέλλες έχοντας λάβει τις αποφάσεις του και δεν έθεσε το θέμα υπό μορφήν ερωτήσεως και ως ζήτημα που θα έπρεπε να συναποφασισθεί.
Μάλιστα, το ίδιο στέλεχος αναφέρει ότι ο τέως πρωθυπουργός είχε ενημερώσει πριν φύγει από τη βελγική πρωτεύουσα την κ. Μέρκελ και τον κ. Ολάντ ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε δημοψήφισμα και ότι θα επικοινωνούσε μαζί τους τηλεφωνικά για να επιβεβαιώσει ότι η κυβέρνησή του στήριζε αυτή την απόφαση.
Στενός συνεργάτης του κ. Τσίπρα αναφέρει ότι στο δραματικό τριήμερο διαβουλεύσεων που προηγήθηκε στις Βρυξέλλες, ο τέως πρωθυπουργός πείσθηκε ότι οι εταίροι έκαναν αιφνίδια μεταστροφή σε πιο ακραίες θέσεις, με στόχο να ρίξουν την κυβέρνηση. «Ηταν πεπεισμένος ότι δεν τους έφτανε το κεφάλι του Βαρουφάκη, ήθελαν και το κεφάλι του Τσίπρα», λέει χαρακτηριστικά, αποκαλύπτοντας ότι ήδη από τότε είχε ληφθεί η απόφαση για αντικατάσταση του πρώην υπουργού Οικονομικών. Ο κ. Τσίπρας αισθάνθηκε, επίσης, όπως δήλωσε στους συνεργάτες του, προδομένος από την κ. Μέρκελ και από τον επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Ειδικότερα, είπε ότι στην πρόταση που κατέθεσε η ελληνική πλευρά λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν ενσωματωθεί όλα όσα είχε ο ίδιος συμφωνήσει με τη Γερμανίδα καγκελάριο και συμπληρωματικά με τον κ. Γιουνκέρ και θεωρούσε ότι, πλέον, και οι δύο υπαναχωρούσαν από τα συμφωνηθέντα, με μοναδικό στόχο να τον πλήξουν, «να με τελειώσουν πολιτικά», όπως ανέφερε.
Η πρόταση για δημοψήφισμα έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από μερίδα υπουργών, ανάμεσά τους ο Γ. Βαρουφάκης, ο Ν. Βούτσης, ο Ν. Παππάς, ο Π. Λαφαζάνης, ορισμένοι ήταν πιο επιφυλακτικοί, όπως ο Γ. Δραγασάκης και ο Στ. Κοντονής, και μόνο ένας, ο Γ. Σταθάκης, εμφανίζεται να ήταν αρνητικός, διατυπώνοντας ανησυχία, όπως και ο κ. Δραγασάκης, για το ενδεχόμενο επιβολής capital controls, αλλά και πολιτικό προβληματισμό για επανασυσπείρωση ενός αντίπαλου πόλου που θα σχηματοποιούνταν έναντι της κυβερνητικής γραμμής για το δημοψήφισμα.
Η άποψη του Προέδρου
Ο κ. Τσίπρας διέκοψε τη συνεδρίαση για να μιλήσει τηλεφωνικά με την κ. Μέρκελ και τον κ. Ολάντ. Τηλεφώνησε, επίσης, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, στον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του, και του είπε ότι στέλνει τον Νίκο Παππά να τον ενημερώσει. Οταν ο κ. Παυλόπουλος άκουσε την απόφαση για δημοψήφισμα, εξέφρασε αρχικά τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο είναι εφικτό να γίνει σε μία εβδομάδα. Επισήμανε, επίσης, ότι λίγες ημέρες αργότερα έληγε η παράταση του προγράμματος, ρωτώντας πώς επρόκειτο η κυβέρνηση να διαχειρισθεί αυτή την πραγματικότητα. Ο κ. Παππάς απάντησε ότι η κυβέρνηση είχε διαβεβαιώσεις ότι δεν θα διακοπεί η χρηματοδότηση μέσω του ELA, διαβεβαιώσεις έναντι των οποίων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε επιφυλάξεις. Οταν αργότερα ο κ. Παυλόπουλος συναντήθηκε με τον κ. Τσίπρα, του ζήτησε να καταστήσει σαφές στις δηλώσεις του ότι δεν τίθεται θέμα αλλαγής νομίσματος και εμφατικά τού είπε ότι «εγώ Πρόεδρος της δραχμής δεν πρόκειται να γίνω».
Στην επανάληψη της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά τον κύκλο τηλεφωνημάτων του κ. Τσίπρα, για το ενδεχόμενο των capital controls έγινε εκτενής συζήτηση, ωστόσο όλοι, ακόμα και οι υπουργοί που έβαλαν το ζήτημα στο τραπέζι, θεωρούσαν ότι είναι μάλλον απίθανο και εξαιρετικά ακραίο να προχωρήσουν σε ολική διακοπή της ροής χρηματοδότησης προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Εκτιμήθηκε ότι οι συνέπειες από μια τέτοια κίνηση ήταν τόσο απρόβλεπτες, ώστε οι εταίροι δεν θα την αποτολμούσαν.
Το δεύτερο ζήτημα που συζητήθηκε επί μακρόν ήταν η διατύπωση του ερωτήματος στο δημοψήφισμα. Ο κ. Τσίπρας, έχοντας εισπράξει ήδη τη θέση των εταίρων ότι «δημοψήφισμα σημαίνει “ευρώ ή δραχμή”», ζήτησε να βρεθεί μια διατύπωση τέτοια που θα απέκλειε αυτό το ερώτημα. Και επελέγη η διατύπωση που, τελικά, είδαμε.