Αδωνις Γεωργιάδης: Αν διαβάζαμε Θουκυδίδη, δεν θα ψηφίζαμε ποτέ ΣΥΡΙΖΑ

Αδωνις Γεωργιάδης: Αν διαβάζαμε Θουκυδίδη, δεν θα ψηφίζαμε ποτέ ΣΥΡΙΖΑ

4' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Πριν από 20 λεπτά μπήκε μέσα, δεν έχει πάει καν σπίτι του. Ηταν τρεις μέρες περιοδεία στην Πελοπόννησο». Η κυρία που με υποδέχεται στο πολιτικό γραφείο του Α. Γεωργιάδη μου φέρνει καφέ. «Περιμένετε λίγο, να ξεκουραστεί μερικά λεπτά». ∆ευτέρα πρωί. Παντού γύρω μου άνθρωποι παλεύουν με χαρτιά και τηλέφωνα. Κάθομαι απέναντι απ’ την κλειστή πόρτα του γραφείου του υποψήφιου αρχηγού της Ν∆. Πίσω μου το κάδρο μιας αρχαίας κεφαλής που από κάτω γράφει «Απολλώνιος Τυανεύς». Από τ’ αριστερά, ένας χάρτινος Αντώνης Σαμαράς με χαιρετά απ’ τον τοίχο. «Το έχουμε έτοιμο το πρόγραμμα για αύριο;» ακούω τη φωνή που με καμία άλλη δεν μπορείς να την μπερδέψεις από το κλειστό δωμάτιο. Μια κυρία τινάζεται όρθια μ’ ένα χαρτί στο χέρι και τρέχει προς τα μέσα. Ενας ψηλός κύριος μου εξηγεί πως ο Α. Γεωργιάδης είναι εξουθενωμένος: μόλις τέλειωσε το γύρο της Πελοποννήσου σε 78 ώρες. «Εως τώρα, δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα σε δεκάξι μέρες», λέει. «Αλλάζουμε τακάκια στο αυτοκίνητο κάθε μήνα πια».

Το περίφημο «λεωφορείο του Αδωνη» εγκαταλείφθηκε και αντ’ αυτού επιστρατεύτηκε ένα συμβατικό Ι.Χ. Ο υποψήφιος, βλέπετε, έπρεπε να πατήσει γκάζι. «Μεταξύ Σπάρτης και Καλαμάτας, επειδή βιαζόμασταν για να προλάβει να βγάλει λόγο, περάσαμε τον Ταΰγετο κάθετα», μου λένε στο γραφείο του. «Ολο στροφές, δεν έπιανε το τηλέφωνο, εκείνος προσπαθούσε να γράψει μηνύματα και, όταν φτάσαμε, είχε τέτοια ζαλάδα που δεν έβλεπε μπροστά του». Αλλά πάλι, ένα μήνα τώρα, κάθε μέρα είναι παραζάλη. «Αύριο φεύγουμε για Βόλο, Λάρισα, Τύρναβο, Ελασσόνα, Τρίκαλα και Καρδίτσα. Ολα σε μία μέρα!» μου λένε οι συνεργάτες του. «Εμπειρία ζωής βέβαια, αλλά σε βγάζει νοκ άουτ. Ωρες-ώρες λες “μακάρι, Θεέ μου, να μην πάρει εμένα στην επαρχία, να πάρει κάποιον άλλο να σωθώ”». 

Και ξαφνικά, η πόρτα του γραφείου ανοίγει. ∆ύο άνδρες βγαίνουν και… «ελάτε μέσα!» ακούω τη φωνή. Μπαίνω στο γραφείο και βλέπω τον Α. Γεωργιάδη ξέπνοο σε μια πολυθρόνα, σαν πυγμάχο σε διάλειμμα αγώνα. «Θα με ακολουθείς όλη μέρα;» απορεί όταν του εξηγώ τι θέλω. «∆ηλαδή θα ’ρθεις και στη Βουλή; Και στην ομιλία; Και παντού;» Στα συνεχόμενα «ναι», με κοιτάζει στωικά. «Ε, και δεν έρχεσαι;» κάνει στο τέλος και μετά… ντριιιν! Το ένα απ’ τα δύο τηλέφωνα μπροστά του χτυπά και ο χρόνος μου τελειώνει. «Θα πάω μία ώρα σπίτι να κοιμηθώ», τον ακούω που λέει. «∆εν γίνεται άλλο, δεν βγαίνει». Πίσω μου η ιδιαιτέρα του, που τον ξέρει καλά, κουνά το κεφάλι χαμογελώντας.

∆ύο ώρες αργότερα, στη Βουλή, καταλαβαίνω γιατί. Τον περιμένω στα σκαλάκια και, όπως πηδάει απ’ το αυτοκίνητο, «ξεκουραστήκατε;» ρωτάω. «Μπα, είχα δύο συνεντεύξεις», απαντά. Το μότο του πολιτικού του γραφείου δικαιώνεται: «Ο Αδωνις δεν ξεκουράζεται ποτέ». Τώρα σχεδόν τρέχω να τον προλάβω στους διαδρόμους της Βουλής. «Καλώς τον υποψήφιο!» ακούω όπως παίρνει τη στροφή για το Περιστύλιο. Είναι η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Α. Γεωργιάδης την έχει ήδη αγκαλιάσει. «Κοίτα εδώ τι έχω!» της λέει και της δείχνει δύο βιβλία που κρατάει. «Η βιογραφία της Θάτσερ και ο Ναπολέων Ζέρβας! Θα γίνει χαμός στην επιτροπή!» Πριν προλάβει εκείνη να του απαντήσει, αυτός στρίβει αριστερά και μπαίνει στην Ολομέλεια. Η υπάλληλός του που έχει μείνει μαζί μου χαμογελάει. «Σίφουνας!» μου λέει. «Σκέψου πως όσο λείπει στην επαρχία μάς στέλνει με το κινητό του τις ερωτήσεις για τη Βουλή, να τις καταθέσουμε». Ομως τώρα, η ώρα έχει πάει 6. Μετά την Ολομέλεια ο Α. Γεωργιάδης έχει Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και στις 7 αρχίζει η ομιλία του στον Παμπειραϊκό Σύλλογο. Εγώ αγχώνομαι ήδη. «Πώς θα προλάβουμε;» της λέω. «Πάντα στο τέλος προλαβαίνουμε!» μου απαντά εκείνη.

Είκοσι λεπτά αργότερα, τρέχω στη Συγγρού με 130 για να προλάβω. Με το που φτάνω στον Παμπειραϊκό Σύλλογο, «πού είναι;» ρωτάω την υπάλληλό του που στέκεται στην πόρτα της αίθουσας. «Εξω στον πεζόδρομο, χαιρετάει κόσμο εδώ και ένα τέταρτο». Καθώς αναρωτιέμαι αν έχει βρει τη συσκευή απ’ το «Σταρ Τρεκ» που σε διακτινίζει, ηλικιωμένες κυρίες με κοιτούν εξεταστικά. Προφανώς δεν ταιριάζω με το ντεκόρ. Στην κατάμεστη αίθουσα του Παμπειραϊκού, βελούδινες κουρτίνες και κρυστάλλινες απλίκες. Σαν βουτιά στο παρελθόν: το ακροατήριο θυμίζει τις παλιές δόξες του ΛΑΟΣ. Μέσος όρος ηλικίας πάνω απ’ τα εξήντα, χρυσές κεφαλές αγαλμάτων για διακόσμηση και τέσσερα πιάνα στις γωνίες. Ξαφνικά, ένα «ααα!» και πετιούνται όλοι όρθιοι. Ο Α. Γεωργιάδης διασχίζει την αίθουσα φιλώντας λευκασμένες κεφαλές.

«Αποδείχθηκε μικρός αυτός ο χώρος», λέει. «Την άλλη φορά που θα έρθω ως αρχηγός της Ν∆, θα έχουμε μεγαλύτερη αίθουσα!» και το χειροκρότημα ξεκινά. Στην επόμενη ώρα, το κοινό θα ζητωκραυγάσει την ωραία Ελένη που «ο Ομηρος ποτέ δεν μας είπε πώς είναι για να φαντάζεται καθένας ό,τι θέλει». Τον Θουκυδίδη που, «αν τον διαβάζαμε, δεν θα ψηφίζαμε ποτέ ΣΥΡΙΖΑ». Τον «γέρο του Μοριά, που «τον κλείσαμε στο κελί». Τον στρατηγό Μιλτιάδη, τον Αγησίλαο της Σπάρτης, ακόμη και τον Αμύντα της Μακεδονίας. Στο κλείσιμο του λόγου του, «συγγνώμη για τα αρχαία που σας λέω, αλλά είναι τα αγαπημένα μου», κάνει ο Α. Γεωργιάδης. Σ’ αυτή την αίθουσα, όμως, κανείς δεν μοιάζει δυσαρεστημένος. Ο υποψήφιος αρχηγός χάνεται στις αγκαλιές των θαυμαστών κι εγώ απολαμβάνω την εξοικείωση των τρίτων -ήντα με τα selfies. «Θα τις σηκώσεις στο Facebook τις εικόνες, έτσι;» ακούω να λέει στη φίλη της μια κυρία με γούνα. Οπως κρατάω το κινητό μου στο χέρι, ένας εξηντάρης με τραβά απ’ το μανίκι. «Βγάλε με, κορίτσι μου, μια πόζα γιατί μου ’πεσε η μπαταρία!», λέει, και κολλάει δίπλα στον υποψήφιο αρχηγό. Ενα «κλικ» και… «την ευχή του Αδωνη να ’χεις!», κάνει ο εξηντάρης ενθουσιασμένος. Πατάω «αποστολή» στο κινητό και η μέρα μου με τον Αδωνι Γεωργιάδη έχει μόλις ολοκληρωθεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή