Να ξανασκεφτούμε το διακύβευμα

Να ξανασκεφτούμε το διακύβευμα

2' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποδέχονται σήμερα οι Ελληνες την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων; Πώς επιδρά η εμπειρία των τελευταίων ετών στην αποδοχή ή την απόρριψη μεταρρυθμιστικών πολιτικών; Μια πρώτη επισήμανση είναι προφανής: η μεταρρυθμιστική εμπειρία έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με πολιτικές λιτότητας, συρρίκνωσης του ΑΕΠ και βίαιης προσαρμογής, χωρίς να έχουν γίνει αισθητά κάποια αποτελέσματα από γενναίες διαρθρωτικές παρεμβάσεις –π.χ. στην πολιτική ανταγωνισμού– που θα ενίσχυαν τον ανταγωνισμό στις εσωτερικές αγορές και θα ωφελούσαν άμεσα τον καταναλωτή.

Ο οποίος δοκιμάζεται και από μια εξοντωτική φορολογική πολιτική. Ούτε έχουν οι πολίτες διαπιστώσει μια διαβουλευτική αναζήτηση πολιτικών μεταρρυθμίσεων, αυτών που θα επιχειρήσουν να περιορίσουν τις εστίες της πολιτικής παθογένειας. Πρόκειται, λοιπόν, για μεταρρυθμιστική εμπειρία άνιση και προβληματική. Πόσο μάλλον που σήμερα εφαρμόζεται –όπως εφαρμόζεται– από μια κυβέρνηση που διατυμπανίζει ότι κάνει ό,τι κάνει διότι πιέζεται και εκβιάζεται. Εν τούτοις όλα δείχνουν ότι η τάση είναι στην κατεύθυνση της αποδοχής μιας γενικά μεταρρυθμιστικής πορείας, παρά την ύπαρξη ισχυρών ρευμάτων (και θυλάκων) νοσταλγικής αναπόλησης ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος. Δύο παράμετροι ενισχύουν τη σχετική αποδοχή.

Πρώτον, η εκ των πραγμάτων σύγκλιση των κύριων πολιτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση υιοθέτησης κάποιων από τα μέτρα που χρειάζονται για την παραμονή στην Ευρωζώνη, παρά τις συνεχιζόμενες ρητορικές εξάρσεις.

Και δεύτερον, η αίσθηση απουσίας μιας βιώσιμης εναλλακτικής εκτός της Ευρωζώνης. Πρόκειται για έκδηλη, κυρίαρχη αποδοχή; Αυτή τη στιγμή, όχι. Αλλά αρχίζει να προσδιορίζει τις μετατοπίσεις σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό της λανθάνουσας συναίνεσης.

Η λανθάνουσα συναίνεση παρέχει ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία του υπόβαθρου της πολιτικής στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα. Η συναίνεση αυτή αναπαράγεται μέσα από ορθολογικές στάσεις αλλά και ποικίλους ιδεολογικούς μηχανισμούς, πρότυπα πρόσληψης της πραγματικότητας και πολιτικά συναισθήματα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή επιτρεπτικής συναίνεσης που συνήθως, σε ειρηνικές περιόδους, μετατοπίζεται αργά και αντιστέκεται σε εύκολα συμπεράσματα. Αλλωστε, ακόμη και αυτοί που αποδέχονται την ανάγκη μεταρρυθμίσεων δεν αποφεύγουν πάντα τη νοσταλγική αναπόληση. Είναι βέβαιο ότι το αποτυχημένο πείραμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα απονομιμοποιήσει πολλές από τις ευρωπαϊκές εναλλακτικές προσεγγίσεις, ακόμη και ορισμένες που θα άξιζε να συζητηθούν. Ενώ –χωρίς να το επιδιώκει– θα ενθαρρύνει και κάποιες ακραίες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες σε μια λαϊκιστική συμμαχία που κατέκτησε την εξουσία με την πολιτική παραπλάνηση θα διαβάσουν την αναγκαιότητα της απόλυτης ρήξης.

Επί σειράν ετών θεωρούσαμε ότι οι δημόσιες πολιτικές ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να κινηθούν οι πολιτικές συμμαχίες, και όχι αντιστρόφως. Η θέση αυτή απέρριπτε την κάπως απλοϊκή άποψη ότι ήταν η παρακμή των σοσιαλδημοκρατικών συμμαχιών που είχε ως συνέπεια αλλαγές στα περιεχόμενα και τους σκοπούς των δημόσιων πολιτικών. Η επίδραση των δομικών παραμέτρων στον περιορισμό ή και τη διεύρυνση των πολιτικών επιλογών αντανακλάται σε μια συναίνεση που εξελίσσεται αργά.

Σήμερα όμως; Η πολιτική φαίνεται να ξαναμπαίνει στο προσκήνιο με τρόπο δυναμικό αλλά και απρόβλεπτο. Σε αυτό το περιβάλλον, η μεταρρυθμιστική κατεύθυνση μπορεί να ενισχυθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αναφέρεται στην εξειδίκευση σειράς δημόσιων πολιτικών που θα έχουν κατά το δυνατόν άμεση και πάντως πειστικότερη επίδραση στους πολίτες. Το δεύτερο είναι εξίσου ουσιαστικό. Είναι σήμερα ανάγκη να επανασυνδεθεί το ευρωπαϊκό όραμα με τις προσδοκίες των πολιτών για το μέλλον.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο –που εργαλειοποιήθηκε και ευτελίστηκε ως πηγή δεινών– επείγει να αποκατασταθεί στη συνείδησή μας ως πολιτικό πεδίο αναζήτησης κοινών αν και όχι πάντα ιδανικών λύσεων. Αυτό εξαρτάται φυσικά και από τις εξελίξεις στην Ε.Ε. Εξαρτάται όμως σε ένα βαθμό και από τον επαναπροσδιορισμό της «ευρωπαϊκότητας» των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και την ανάδειξη του κεντρικού διακυβεύματος: η ελληνική δημοκρατία ως πολίτευμα που εγγυάται τα δικαιώματα του καθενός μας μπορεί να επιβιώσει μόνον μέσα στο δοκιμαζόμενο αλλά ζωντανό ευρωπαϊκό πλαίσιο.

* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εκφρασης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή