Το μήνυμα ότι η διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των δανειστών πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τις αρχές Μαρτίου ακόμη και με υποχωρήσεις εκ μέρους της Αθήνας, υπό τον όρο ότι θα δοθούν στην κυβέρνηση ανταλλάγματα ικανά να απορροφήσουν τους όποιους κραδασμούς στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, εκπέμπει το Μέγαρο Μαξίμου στον απόηχο της συνάντησης του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου με τους εκπροσώπους των δανειστών την Παρασκευή στις Βρυξέλλες. Βεβαίως, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας χθες στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, έθεσε ως προϋπόθεση για συνέχιση της διαπραγμάτευσης, σε τεχνικό επίπεδο, την αλλαγή των εκτιμήσεων του ΔΝΤ, με ενσωμάτωση επικαιροποιημένων στοιχείων της ελληνικής οικονομίας. «Αν δεν ξεκινάμε από την ίδια βάση, τι να συζητάμε;», διερωτήθηκε.
Απηύθυνε, δε, παρότρυνση προς την κ. Αγκελα Μέρκελ «να αποθαρρύνει τον υπουργό Οικονομικών της από προκλητικότητα κατά της Ελλάδας». Συνομιλητές του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα αναφέρουν πως αποτελεί ρεαλιστικό στόχο η συμφωνία να κλείσει μέχρι τις αρχές Μαρτίου, ενώ διαψεύδουν τα σενάρια περί πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Αλλωστε, για τον σκοπό αυτό, στη συνάντηση της Παρασκευής στις Βρυξέλλες, η ελληνική πλευρά φάνηκε διατεθειμένη να συζητήσει την πρόταση της μείωσης του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ, όπως και την κατάργηση ορισμένων ακόμα φοροαπαλλαγών και την ένταξη όλων των υπολοίπων μέτρων στον «κόφτη».
Ομως, σύμφωνα με πληροφορίες, η πραγματικότητα πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μεγάρου Μαξίμου είναι αρκετά διαφορετική: Κατά τις ίδιες πηγές, αναφορικά με την πολιτική διαχείριση του νέου κύκλου διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, στο περιβάλλον του πρωθυπουργού έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές σκέψης. Η πρώτη κινείται στην κατεύθυνση ότι ο κ. Τσίπρας πρέπει να ακολουθήσει σκληρή γραμμή στον επερχόμενο νέο κύκλο διαβουλεύσεων με τους θεσμούς και εν μέσω ενός σκηνικού ελεγχόμενης έντασης να οδηγήσει τη χώρα τις επόμενες εβδομάδες σε εκλογές. Kατά τη δεύτερη, η διαπραγμάτευση πρέπει να ολοκληρωθεί με κάθε τρόπο, ώστε η κυβέρνηση να κερδίσει πολιτικό χρόνο με την ελπίδα ότι σταδιακά θα ανακάμψει μέχρι το τέλος της τετραετίας.
Οι αποκλίνουσες προσεγγίσεις των συνομιλητών του πρωθυπουργού για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών εδράζονται στη διαφορετική «ανάγνωση» των ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων των δημοσκοπήσεων που φθάνουν στο Μέγαρο Μαξίμου. Οσοι τάσσονται υπέρ της εκλογικής «ζαριάς» εκ μέρους του κ. Τσίπρα αναφέρουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τα βαριά φορολογικά μέτρα που επέβαλε την τελευταία διετία κατάφερε μέσω του αφορολογήτου και του ασφαλιστικού Κατρούγκαλου να προστατεύσει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα που, σε συνδυασμό με τους δημοσίους υπαλλήλους, διαμορφώνουν για τον πρωθυπουργό ένα ισχυρό «μαξιλάρι» πολιτικής επιρροής. Εάν, προστίθεται, η συγκεκριμένη εκλογική δεξαμενή αποσταθεροποιηθεί με την ψήφιση νέων μέτρων, ακόμη και με τη μορφή του «κόφτη», ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί πολύ μεγάλες απώλειες και θα βρεθεί αντιμέτωπος ακόμη και με τον κίνδυνο να πάψει να αποτελεί τον ένα εκ των πυλώνων του νέου διπολισμού. Επί της ουσίας, λοιπόν, όσοι εισηγούνται στον κ. Τσίπρα ταχεία προσφυγή στις κάλπες, εκτιμούν πως το κυβερνών κόμμα μέσω μιας πολωτικής προεκλογικής περιόδου θα συγκρατήσει μεγάλο μέρος από τις δυνάμεις του και θα είναι σε θέση να επιστρέψει στη διακυβέρνηση της χώρας έπειτα από μια «δεξιά παρένθεση» υπό τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη.
Ομως στην ανωτέρω ανάλυση υπάρχει και ισχυρός αντίλογος, από τον οποίο προκύπτουν εισηγήσεις στον κ. Τσίπρα να κλείσει έστω με επώδυνο συμβιβασμό την αξιολόγηση και να αποφύγει το ρίσκο των πρόωρων εκλογών. Ειδικότερα, κατ’ ορισμένους συνομιλητές του πρωθυπουργού, ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική της τελευταίας διετίας δεν έχει αποξενώσει πλήρως μόνον τη μεσαία τάξη. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η χώρα οδηγηθεί άμεσα σε εκλογές, μέρος της «αντισυστημικής» ψήφου που τον στήριξε ακόμη και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 θα στραφεί σε πιο αριστερά κόμματα, όπως η Πλεύση Ελευθερίας της κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου, η ΛΑΕ του κ. Π. Λαφαζάνη και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και προς τη Χρυσή Αυγή. Ετσι, κατά την ανωτέρω ανάλυση, εάν οι εκλογές γίνουν τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί εκλογική καθίζηση ανοίγοντας τον δρόμο όχι για οριακή, αλλά ευρεία αυτοδυναμία της Ν.Δ. και του κ. Κυρ. Μητσοτάκη, ο οποίος ναι μεν θα αναλάβει το κόστος των επώδυνων μέτρων που ζητούν οι εταίροι προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση, αλλά στη συνέχεια θα καρπωθεί και τα οφέλη της σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας, έχοντας μπροστά του έναν «καθαρό» πολιτικό ορίζοντα τετραετίας. Οι θιασώτες της συγκεκριμένης άποψης εκτιμούν, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση πρέπει να κλείσει τη συμφωνία με τους εκπροσώπους των δανειστών ακόμη και με επώδυνες υποχωρήσεις στα μέτωπα του αφορολογήτου και των εργασιακών, με αντάλλαγμα η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε με εργαλεία την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης να «επανασυνδεθεί» με ένα μέρος, τουλάχιστον, της μεσαίας τάξης. Η συγκεκριμένη στρατηγική, βεβαίως, απαιτεί χρόνο, οπότε εκ των πραγμάτων οδηγεί σε «πάγωμα» κάθε σκέψης για πρόωρες εκλογές πριν από τα μέσα του 2018.