Ρητορικά ξεσπάσματα και σιωπηρές υποχωρήσεις

Ρητορικά ξεσπάσματα και σιωπηρές υποχωρήσεις

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν μια καλή περίοδος για να είναι κανείς ξένος ανταποκριτής στην Ελλάδα – αρκεί να ήταν χονδρόπετσος, προσαρμόσιμος και με αίσθηση του χιούμορ. Οι πρώιμες, παθιασμένες μέρες του Ανδρέα Παπανδρέου μάς παρείχαν πολύ υλικό. Είτε εναγκαλιζόταν με τον Καντάφι και τον Αραφάτ, είτε έστελνε σοκαριστικά μηνύματα στους εταίρους του στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, ο Παπανδρέου αποτελούσε γλαφυρό θέμα για ρεπορτάζ. Ο Καλιφορνέζος καθηγητής που είχε εξελιχθεί σε αντιαμερικανό δημεγέρτη, ο οποίος απειλούσε να αποχωρήσει από τη δυτική συμμαχία σε μία συγκυρία όπου κορυφώνονταν επικίνδυνα οι εντάσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων, κέντριζε το ενδιαφέρον των αρχισυντακτών μας.

Οι περισσότεροι ανταποκριτές, από τους βετεράνους με μνήμες της χούντας έως νεοαφιχθέντες νεαρούς σαν εμένα, αρχικά ήταν πρόθυμοι να δώσουν στη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μία ευκαιρία. Εγώ ήμουν μόλις 24 ετών όταν το Reuters με έστειλε το 1982 να γίνω ο πρώτος ξένος ανταποκριτής του στην Ελλάδα. Οπως και οι πιο έμπειροι συνάδελφοί μου, έβλεπα τις ανισότητες πλούτου και ισχύος που είχαν οδηγήσει στην εκλογική νίκη του Παπανδρέου. Καταλαβαίναμε ότι οι νόμοι και οι θεσμοί της χώρας ήταν παλαιάς κοπής και αυταρχικοί, και ότι έχρηζαν σοβαρού εκσυγχρονισμού.

Καταλαβαίναμε επίσης γιατί πολλοί Ελληνες ένιωθαν απέχθεια για τη στρατιωτική χούντα και για τις φιλικές σχέσεις των συνταγματαρχών με την κυβέρνηση Νίξον. Υποπτευόμασταν ότι η απόδοση ευθυνών στον «ξένο παράγοντα» για τα βάσανα της Ελλάδας ήταν ένας βολικός τρόπος αποφυγής της πραγματικής συλλογικής αυτοκριτικής. Αλλά ήταν μία μορφή άρνησης που ήταν εύκολο να συγχωρεθεί. Ο ξένος παράγοντας, άλλωστε, είχε όντως παίξει έναν σκοτεινό ρόλο στην Ελλάδα και ο κόσμος είχε δίκιο να είναι οργισμένος.

Παρά τη θετική αυτή προδιάθεση, οι περισσότεροι από εμάς καταλήξαμε να νιώθουμε ότι ζούσαμε υπό ένα περίπου εχθρικό καθεστώς. Ηταν πολύ δύσκολο ακόμα και για έναν ανοιχτόμυαλο ξένο ανταποκριτή να συνεννοηθεί με την κυβέρνηση Παπανδρέου. Το υπουργείο Εξωτερικών δεν είχε εκπρόσωπο Τύπου. Σχεδόν κανένα υπουργείο ή κρατική υπηρεσία δεν είχε κάποιο άτομο με την εξουσιοδότηση να ενημερώνει τακτικά τον ξένο Τύπο. Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, Δημήτρης Μαρούδας, ήταν ένας προσηνής αλλά ανοργάνωτος και απλοϊκός τύπος, που δεν μιλούσε καμία ξένη γλώσσα. Συνεπώς, ήταν δύσκολη η επικοινωνία με οποιονδήποτε στην κυβέρνηση – εκτός αν υπήρχε κάποια προσωπική επαφή.

Κι όμως η κυβέρνηση –και όλο το ελληνικό κατεστημένο– επεδείκνυαν ιδιαίτερη ευαισθησία προς ό,τι γραφόταν στον ξένο Τύπο. Κάθε λίγο και λιγάκι, η κυβέρνηση, ή ο ίδιος ο Παπανδρέου, απαντούσαν με οξύτητα σε κάποιο επικριτικό σχόλιο ξένου δημοσιογράφου. Στη συνέχεια, ο ελληνικός Τύπος θα ακολουθούσε την ίδια γραμμή, εξαπολύοντας πυρά κατά του μη φιλικού αλλοδαπού.

Οπως σταδιακά συνειδητοποιήσαμε, η αιτία για την προβληματική φύση της επίσημης επικοινωνίας δεν ήταν απλώς η έλλειψη οργάνωσης. Η αλήθεια ήταν ότι οι υπουργοί και οι υψηλόβαθμοι κρατικοί υπάλληλοι φοβούνταν τον Παπανδρέου και τα καπρίτσια του. Οσοι ισχυρίζονταν ότι ερμήνευαν τις ιδέες του και τις μοιράζονταν με τρίτους, κινδύνευαν να βρεθούν ξαφνικά εκτεθειμένοι. Σε πολλά θέματα δεν υπήρχε συνεπής ή επαρκώς επεξεργασμένη κυβερνητική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε έναν δημοσιογράφο. Η «πολιτική» ήταν οτιδήποτε ο Παπανδρέου τύχαινε να πει από τη μία μέρα στην άλλη, και κανένας αξιωματούχος δεν τολμούσε να προβλέψει αν το επόμενο ξέσπασμα του αρχηγού του θα ήταν αντιδυτικό, φιλοδυτικό ή κάτι ενδιάμεσα.

Εν καιρώ κατέστη σαφές ότι παιζόταν ένα εξεζητημένο παιχνίδι παραπλάνησης, στο οποίο είχαμε παρασυρθεί και εμείς οι δημοσιογράφοι. Για να ικανοποιήσει τους ψηφοφόρους του, ο Παπανδρέου έπρεπε να δίνει την εντύπωση ότι αψηφά με δραματικό τρόπο τους ηγέτες του δυτικού κόσμου. Η αλήθεια όμως ήταν ότι μία οριστική ρήξη με τη Δύση δεν ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας – οι Ελληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να επωμιστούν το κόστος που θα επέφερε.

Ο Παπανδρέου, συνεπώς, έπρεπε να συνδυάσει τη ρητορική και τις μεγάλες χειρονομίες με σιωπηλές τακτικές υποχωρήσεις. Οι χειρονομίες ήταν αναμφίβολα εντυπωσιακές: περιέγραψε τις ΗΠΑ ως «μητρόπολη του ιμπεριαλισμού» και απαίτησε την αναβολή (τουλάχιστον) της ανάπτυξης των νέων αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη. Αρνήθηκε να ενώσει τη φωνή του με τους εταίρους του στην ΕΟΚ και να καταδικάσει την ΕΣΣΔ για την κατάρριψη ενός νοτιοκορεάτικου αεροσκάφους. Μιλούσε συχνά για τη μετατροπή των Βαλκανίων σε μία ζώνη χωρίς πυρηνικά όπλα.

Ωστόσο σε θέματα ουσίας, διαχειρίστηκε τους Αμερικανούς με σωφροσύνη. Διατήρησαν τις στρατιωτικές τους βάσεις, τους πομπούς της «Φωνής της Αμερικής» και το δικαίωμα αποθήκευσης τακτικών πυρηνικών όπλων στην Ελλάδα. Με αυτά ως δεδομένα, δεν προξενεί εντύπωση η παραίνεση της αμερικανικής πρεσβείας προς ανταποκρίτρια κορυφαίας αμερικανικής εφημερίδας να μην δίνει ιδιαίτερα έμφαση στα ρητορικά ξεσπάσματα του Παπανδρέου. «Μην παίρνεις τη ρητορική πολύ στα σοβαρά, το ξέρεις ότι δεν τα εννοεί», της είπαν.

Δεν μπορούσαμε όμως να μην γράφουμε για τα ξεσπάσματα. Ηταν μέρος της Ιστορίας της Ελλάδας των ημερών εκείνων – και εμείς ήμασταν μέρος του παιχνιδιού.

* Ο κ. Μπρους Κλαρκ ήταν ανταποκριτής του Reuters στην Ελλάδα μεταξύ 1982-86. Συνέχισε την καριέρα του στους Times του Λονδίνου, στους Financial Times και στον Economist.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή