Παραμένει η απόσταση μεταξύ Ταμείου – Ευρωπαίων

Παραμένει η απόσταση μεταξύ Ταμείου – Ευρωπαίων

4' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενώ βαίνουν προς ολοκλήρωση οι συνομιλίες της Αθήνας με τους πιστωτές για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, παραμένει θολό το τοπίο στην άλλη, εξίσου κρίσιμη για το μέλλον της χώρας, διαπραγμάτευση. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Γερμανία μένουν περιχαρακωμένοι στις μαξιμαλιστικές τους θέσεις σχετικά με το ελληνικό χρέος, και το ερώτημα της συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα παραμένει ανοικτό.

Ενα σημαντικό εμπόδιο δείχνει να έχει ξεπεραστεί. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το ΔΝΤ είναι έτοιμο να συμμετάσχει στο πρόγραμμα με διαφορετικούς (χαμηλότερους) δημοσιονομικούς στόχους, υπό έναν βασικό όρο: ότι οι Ευρωπαίοι θα δεσμευτούν να απελευθερώσουν τις δόσεις προς την Ελλάδα σε περίπτωση που υλοποιεί τα συμφωνηθέντα και υπερβεί τον στόχο του ΔΝΤ για το 2018 (2% του ΑΕΠ) αλλά δεν φτάσει τον στόχο του ευρωπαϊκού προγράμματος (3,5%).

Το πρόβλημα ξεκινάει μετά το 2018: Το Ταμείο δεν έχει περιθώριο να συμβιβαστεί στο αίτημά του για ουσιώδη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ενώ η γερμανική κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα απρόθυμη να δεσμευτεί σε οτιδήποτε χειροπιαστό ενόψει εκλογών. Τη γερμανική γραμμή εκφράζει το κορυφαίο κοινοβουλευτικό στέλεχος του CDU και ειδικός σε θέματα προϋπολογισμού Εκχαρτ Ρέμπεργκ.

Το πρόβλημα

Μιλώντας στην «Κ», ο κ. Ρέμπεργκ τονίζει: «Το χρέος δεν είναι το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας. Ηδη έχουμε δώσει μεγάλες ελαφρύνσεις, δεν χρειάζονται άλλες τώρα – χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το Eurogroup θα εξετάσει ξανά το χρέος μετά το τέλος του προγράμματος». Παρ’ όλα αυτά, ο βουλευτής του CDU δηλώνει «αισιόδοξος» ότι θα υπάρξει συμφωνία με το Ταμείο. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», πάντως, η Αγκελα Μέρκελ δεν έχει λάβει επαρκείς διαβεβαιώσεις από την Κριστίν Λαγκάρντ ότι έχει ληφθεί απόφαση υπέρ της συμμετοχής του Ταμείου.

Για το ΔΝΤ, έχει σημασία τόσο η διάρκεια των πολύ υψηλών στόχων (πιστεύει ότι πρέπει να περιοριστεί στα τρία χρόνια) όσο και το επίπεδο στο οποίο θα μειωθούν (η προτίμησή του είναι για 1,5%), αλλά, σε κάποιο βαθμό, και το «πώς». Μάλιστα, ακόμα και αν στο Eurogroup της 22ας Μαΐου εγκριθεί η τεχνική συμφωνία (SLA) και δημοσιοποιηθεί η νέα διατύπωση για το χρέος, θα χρειαστεί τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες για να εγκριθεί η πρόταση για συμμετοχή του ΔΝΤ από το εκτελεστικό του συμβούλιο. Αρα, μιλάμε στην καλύτερη περίπτωση για το τέλος Ιουνίου – με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ.

Η στροφή των πιστωτών στις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, αντί του επιπέδου του χρέους προς το ΑΕΠ, ως βασικό κριτήριο βιωσιμότητας, σημαίνει ότι η σημαντικότερη μορφή ελάφρυνσης που μπορεί να λάβει η Ελλάδα είναι η σταθεροποίηση του ετήσιου κόστους της αποπληρωμής τόκων (και όχι η επιμήκυνση των λήξεων). Οι δύο βασικοί παίκτες ωστόσο –ΔΝΤ και Γερμανία– απέχουν μίλια ως προς τον τρόπο και την έκταση στην οποία μπορεί να γίνει αυτό.

Μεγάλη σημασία για τις διαπραγματεύσεις για το χρέος έχουν και οι αντικρουόμενες απόψεις για τα μελλοντικά πλεονάσματα της Ελλάδας (όσο μεγαλύτερα είναι, τόσο πιο ασφαλείς μπορούν να είναι οι ιδιώτες ομολογιούχοι ότι η χώρα θα μπορεί να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της). Το Ταμείο θεωρεί ότι τουλάχιστον το μισό από το μνημειώδες πρωτογενές πλεόνασμα του 2016, που έφτασε το 4,2% του ΑΕΠ, οφείλεται σε εφάπαξ μέτρα που δεν θα επαναληφθούν φέτος (αυξημένα κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδος λόγω ELA, αυξημένα έσοδα από την προκαταβολή φόρου 100% των ελευθέρων επαγγελματιών και από συμψηφισμούς οφειλών του κράτους με χρέη των φορολογουμένων).

Το πλεόνασμα

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα θα κυμανθεί στο 1,8% του ΑΕΠ το 2017 (έναντι στόχου 1,75%), 2% το 2018 και 1,5% από το 2019 και μετά – σημαντικά κάτω από τον στόχο του 3,5% που θέτει το πρόγραμμα. Γενικότερα, το ΔΝΤ, σε μία σειρά «αυξανόμενα απαισιόδοξων εκθέσεων» (όπως τις χαρακτηρίζει πρόσφατο paper του Peterson Institute for International Economics) ξεκινώντας από τον Ιούνιο του 2015, εμμένει στην άποψη ότι το ελληνικό χρέος «έντονα μη βιώσιμο» και απαιτεί γενναία μέτρα ελάφρυνσης από όλους τους επίσημους πιστωτές πλην του εαυτού του.

Η προαναφερθείσα ανάλυση του PIIE (των Ζετελμάγερ, Κρέπλιν και Πανίτσα) μάλλον κλίνει υπέρ του Ταμείου. Οπως αναφέρουν οι συντάκτες, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι δεν μπορεί η Ελλάδα να διατηρήσει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί μία δεκαετία (3 – 4 χρόνια είναι το όριο των ρεαλιστικών προσδοκιών). Συνεπώς, η επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους απαιτεί μεγάλη επιμήκυνση των δανείων του EFSF (έως το 2080 και πέρα) και χρονική μετάθεση της αποπληρωμής των τόκων. Αν οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να το δεχθούν αυτό, πρέπει είτε να κλειδώσουν το μελλοντικό κόστος των δανείων του EFSF στα σημερινά χαμηλά επίπεδα (κάτι που το Βερολίνο έχει σηματοδοτήσει ότι απορρίπτει) είτε να επεκτείνουν την αναδιάρθρωση στα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου (Greek Loan Facility). Υπάρχει όμως και μία τρίτη εναλλακτική: να συνεχίσουν την επίσημη χρηματοδότηση χαμηλού κόστους της Ελλάδας μέσω του ESM, στο πλαίσιο ενός τέταρτου μνημονίου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι υποθέσεις του ΔΝΤ δεν πάσχουν από υπερβάλλουσα απαισιοδοξία: η εκτίμηση της έκθεσης του άρθρου 4 του περασμένου Φεβρουαρίου ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπερβεί το επίπεδο του 1,5% του ΑΕΠ στο πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη καταρριφθεί. Οι προβλέψεις για μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη 1% και έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μόλις 2,9 δισ. ευρώ θεωρούνται από τους επικριτές του ότι είναι αυθαίρετες και ότι υποκρύπτουν πολιτικές σκοπιμότητες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή