Τα τελευταία χρόνια η στοχοποίηση των δικηγόρων ήταν και είναι άνευ προηγουμένου. Η αλήθεια είναι ότι πάντοτε οι πολιτικές ηγεσίες κατέφευγαν στην εύκολη λύση της στοχοποίησης του δικηγορικού σώματος, όταν η πολιτική σκοπιμότητα θεωρούσαν ότι εξυπηρετούσε μια τέτοια επιλογή. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η επίθεση αυτή είναι συνεχής, μεθοδευμένη και απροσχημάτιστη.
Συχνά εκπρόσωποι της κυβερνητικής παράταξης καταφέρονται ευθέως κατά του δικηγορικού σώματος, προεξέχοντoς του κου Παπαδημούλη προσφάτως, του κου Κατρούγκαλου λίγο παλαιότερα, διαστρεβλώνοντας τόσο τις θέσεις μας επί διαφόρων ζητημάτων όσο και την ίδια την πραγματικότητα που βιώνουμε. Και, βεβαίως, δεν είναι μόνο οι φραστικές επιθέσεις που καταδεικνύουν την απέχθεια τους για το δικηγορικό σώμα αλλά, κυρίως, η οικονομική τους πολιτική, η οποία ως βασικό της μέλημα έχει την οικονομική εξόντωσή μας, μέσω της παράλογης, αναποτελεσματικής, αντισυνταγματικής και ανήθικης φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής που ακολουθούν, με την οποία επιδιώκεται η «υπαλληλοποίηση» όλων των ελεύθερων επαγγελματιών και, πρωτίστως, των δικηγόρων.
Είναι, δε, τόσο απροσχημάτιστες οι επιθέσεις αυτές που αναρωτιέται κανείς αν τελικώς μας θεωρούν «βάρος» για την κοινωνία. Μπορεί, όμως, να φανταστεί κανείς κράτος δικαίου, δικαιοσύνη, χωρίς δικηγόρους;
Το επάγγελμα-λειτούργημα του δικηγόρου είναι τόσο αρχαίο όσο και ο θεσμός της δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη χωρίς δικηγόρους δεν μπορεί να υπάρξει. Αν κάποιος μπορεί να σκεφτεί το αντίθετο, ας τολμήσει να φανταστεί τον εαυτό του μόνο του απέναντι σε ένα δικαστήριο, κατηγορούμενο για (τυχαίο το παράδειγμα) φοροδιαφυγή.
Ο δικηγόρος δεν αποτελεί τύποις συλλειτουργό της δικαιοσύνης. Ο δικηγόρος υπηρετεί, με τον καθημερινό του αγώνα, όχι μόνο τον εντολέα του αλλά και το σύνολο της κοινωνίας. Είναι ο πρώτος που προστρέχει για την υπεράσπιση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι ο πρώτος που θα διαμαρτυρηθεί έντονα για την καταπάτηση θεμελιωδών αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου. Μόλις πριν λίγα χρόνια (2014-2015) το δικηγορικό σώμα αντέδρασε έντονα στις προωθούμενες τότε αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τις οποίες ευνοούνταν τα συμφέροντα των τραπεζών έναντι του δημοσίου και των εργαζομένων.
Διαχρονικά, δε, πάντοτε το δικηγορικό σώμα πρωτοστατούσε στους κοινωνικούς αγώνες. Ο δικηγόρος έχει βαθιά μέσα του το αίσθημα του δικαίου και αγανακτεί έναντι του αδίκου. Ιστορικά μέσα από τις κοινωνικές διαμάχες, τις διεκδικήσεις, την πρόοδο της ανθρωπότητας και την εξελικτική πορεία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ο ρόλος του δικηγόρου εδραιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως του θεσμικού εγγυητή που σε κάθε ανθρώπινη σχέση, σε κάθε διαφορά ατόμου και πολιτείας, αναλάμβανε την υπεράσπιση των δικαιωμάτων όσων το είχαν ανάγκη. Χωρίς το δικηγόρο του, κάθε πολίτης θα ήταν ανυπεράσπιστος έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, της αδικίας (έστω και αναίτιας) και έναντι κάθε άλλου που βάλει αδίκως εναντίον του.
Σε αυτή την κατεύθυνση, οι δικηγόροι οφείλουμε ακόμα πιο έντονα να προασπίσουμε και αναδείξουμε το θεσμικό μας ρόλο, στηρίζοντας με στοχευμένες ενέργειες τους πιο αδύναμους της κοινωνίας μας αλλά και προασπίζοντας συστηματικά τους θεσμούς, που τόσο έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια. Οφείλουμε να συμβάλουμε ακόμα περισσότερο στην ανασυγκρότηση του κράτους μας και στη διάνοιξη νέων οδών κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Για αυτό το λόγο η κοινωνία έχει ανάγκη ένα ισχυρό δικηγορικό σώμα, δικηγόρους που θα μπορούν να υπηρετούν το λειτούργημά τους υπό όρους αξιοπρέπειας και προοπτικής, και όχι δικηγόρους δέσμιους του κρατικού εναγκαλισμού και της έγνοιας για την καθημερινή επιβίωση.
Ωστόσο, θα πρέπει ταυτόχρονα και η κοινωνία να απαλλαγεί από στερεότυπα ετών και από ανόητους αστεϊσμούς περί δικηγόρων. Ίσως κανένας άλλος επαγγελματικός κλάδος δεν αντιμετωπίζεται τόσο αυστηρά, αλλά και τόσο επιπόλαια ταυτόχρονα. Ιστορίες, ανέκδοτα και χαρακτηρισμοί συνήθως συνοδεύουν συζητήσεις περί δικηγόρων. Ασφαλώς σε έναν βαθμό ευθυνόμαστε και οι ίδιοι για αυτό. Στον ίδιο βαθμό, όμως, που ισχύει και για κάθε άλλο επαγγελματικό κλάδο, όπου μικρές μειοψηφίες αμαυρώνουν τη συνολική εικόνα. Και ούτε βεβαίως οι δικηγόροι αποτελούν κάποια οικονομική «ελίτ». Αντιθέτως, η πολύ μεγάλη πλειοψηφία εργάζεται σκληρά, άνευ ωραρίων και υπό συνθήκες που δύσκολα κάποιος άλλος θα άντεχε.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και για πολλούς άλλους ακόμα, οι δικηγόροι αξίζουν και πρέπει να έχουν στο πλευρό τους την κοινωνία.
Όπως δε νοείται δικαιοσύνη χωρίς δικηγόρους, δε νοείται και κοινωνία χωρίς δικηγόρους με υψηλό φρόνημα και αίσθημα ευθύνης, ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Σε μια εποχή που χρέος όλων μας είναι να οικοδομήσουμε εκ νέου το κράτος μας, τους θεσμούς μας και τις αξίες μας, ώστε η πατρίδα μας επιτέλους να μπορέσει να ατενίσει το μέλλον της αδέσμευτα και με αισιοδοξία, το δικηγορικό σώμα οφείλει και μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε αυτή την κατεύθυνση.
Για αυτό, στις επερχόμενες αρχαιρεσίες στους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2017 θα πρέπει να αναδειχθούν ηγεσίες που αντιλαμβάνονται και αυτόν το θεσμικό και ιστορικό τους ρόλο.
Το δικηγορικό σώμα θα πρέπει να ανασυνταχθεί και να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό το σύνολο των υγιών δυνάμεων που διαθέτει, ώστε να αποτελέσει ακόμα πιο έντονα, ακόμα πιο σταθερά, το θεσμικό εκείνο πυλώνα που έχει ανάγκη η κοινωνία σήμερα, περισσότερο από ποτέ.
Οφείλουμε να διορθώσουμε ό,τι κάναμε λάθος και να εργαστούμε εντατικά για την προάσπιση του κράτους δικαίου και του κάθε πολίτη ξεχωριστά. Να προσφέρουμε υπηρεσίες και δυνατότητες στους αδύναμους και διεξόδους και προτάσεις στη διοίκηση. Να δημιουργήσουμε νέους, γερούς δεσμούς με την κοινωνία.
Οφείλουμε να επαναθεμελιώσουμε το ρόλο του Δικηγόρου της Κοινωνίας.
* Ο κ. Δημ. Αναστασόπουλος είναι νομικό, μέλος του ΔΣΑ και Υποψήφιος Πρόεδρος ΔΣΑ