Ο Γιάννης Παπαθανασίου έγραψε το βιβλίο «8 ΜΗΝΕΣ» για να αναδείξει, όπως γράφει (σελ.15), το έργο που επιτελέστηκε στο υπουργείο Οικονομίας μέσα στους οκτώ μήνες κατά τους οποίους ήταν επικεφαλής του. Λέει χαρακτηριστικά:
«Εχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Γιατί σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, που δημιουργήθηκαν από την πρωτοφανή διεθνή κρίση, σε μόλις οκτώ μήνες –που δεν ήταν καν τόσοι, καθώς στο διάστημα αυτό μεσολάβησαν δύο προεκλογικές περίοδοι– και μέσα στο πολεμικό κλίμα που διαμόρφωνε η αντιπολίτευση έκανα ό,τι ήταν δυνατόν για να κρατήσουμε την οικονομία ζωντανή και την κοινωνία όρθια. Εκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου, ώστε η κρίση ελλείμματος και χρέους να μη μετατραπεί σε κρίση εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών σε βάρος της χώρας».
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σχολιάσω τους ισχυρισμούς αυτούς, με αναφορά στο κύριο ερώτημα, που ακόμη και σήμερα τίθεται, και είναι το εξής:
«Θα μπορούσε η κυβέρνηση κατά το κρίσιμο διάστημα της απότομης όξυνσης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλαδή από τον Σεπτέμβριο του 2008, που κατέρρευσε η Lehman Brothers, έως και τις 4.10.2009 που διεξήχθησαν οι εκλογές, να αποτρέψει την εκδήλωση μιας, όπως τώρα εκ των υστέρων γνωρίζουμε, τόσο βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης;».
Σπεύδω εξαρχής να τοποθετηθώ, επιγραμματικά, ως προς το ερώτημα αυτό. Και να τεκμηριώσω, στη συνέχεια, πιο αναλυτικά την απάντησή μου. Κατά την άποψή μου λοιπόν, το θεωρούμενο ως οικονομικό πρόβλημα της χώρας έχει πρωτίστως πτυχές/αιτίες πολιτισμικές, θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές. Αυτές ακριβώς οι αιτίες έρχονταν από το παρελθόν και λειτούργησαν επί σειρά ετών υπονομευτικά και διαβρωτικά στην οικονομία. Γι’ αυτό κι ήταν πρακτικά ανέφικτο να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές συνέπειές τους σε σύντομο χρόνο, όταν η διεθνής κρίση οξύνθηκε επικίνδυνα και ανέδειξε όλες τις υποβόσκουσες εγχώριες παθογένειες. Με τη σοφία τής εκ των υστέρων γνώσης των πραγμάτων και προς επίρρωση του ισχυρισμού μου, θυμίζω πως η χώρα έχει διανύσει οκτώ, άκρως οδυνηρά, μνημονιακά χρόνια, έχει εφαρμόσει τρία διαδοχικά σκληρά μνημόνια, με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, έχει βοηθηθεί με ένα πρωτοφανές ιστορικά ποσό, βρίσκεται υπό στενή εποπτεία και πίεση από τους δανειστές της, κι όμως, ακόμη έως και σήμερα, η δουλειά δεν έχει ολοκληρωθεί. Παραμένει ημιτελής! Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να ψέξει τον Γιάννη Παπαθανασίου ότι δεν κατάφερε να αποτρέψει το «τσουνάμι» σε οκτώ μήνες, όταν οκτώ ολόκληρα χρόνια σκληρών μνημονίων δεν έχουν ακόμη καταφέρει το ποθητό αποτέλεσμα! Θα μπορούσε βεβαίως να τον κατηγορήσει κάποιος γιατί δεν προχώρησε σε πιο τολμηρά και δραστικά μέτρα από αυτά που υιοθέτησε. Και δεν εννοώ εδώ μόνον δημοσιονομικά, διότι το πρόβλημα ήταν σύνθετο, ωστόσο ο έλεγχος του δημοσιονομικού ελλείμματος ήταν το πλέον επείγον την κρίσιμη εκείνη περίοδο.
Μόνο τυχαίο δεν είναι, πάντως, το ιστορικό προηγούμενο της Ελληνικής Δημοκρατίας, με λιγότερα από 200 χρόνια βίου, που χρεοκόπησε έξι φορές στο παρελθόν, ουσιαστικά επτά φορές, αν συμπεριλάβουμε και το 2010. Παραπέμπω στο γνωστό πόνημα του Γ. Δερτιλή «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις: 1821-2016».
Θυμάμαι ότι ο Γιάννης Παπαθανασίου ανέλαβε υπουργός στις 8.1.2009. Εκείνη την ημέρα του τηλεφώνησα μετά την ορκωμοσία για να τον συγχαρώ και να ζητήσω συνάντηση μαζί του την ίδια ημέρα. Πράγματι συναντηθήκαμε κατά τις 6 το απόγευμα και τον είδα ανήσυχο. Φοβόταν μήπως κάτι κακό είχε συμβεί στον τραπεζικό χώρο και γι’ αυτό ζητούσα εσπευσμένα να τον δω. Τον καθησύχασα ως προς αυτό, συμπληρώνοντας ότι ο λόγος της συνάντησής μας ήταν ο φόβος μου ότι τα πράγματα έδειχναν μια τάση επιδείνωσης, κυρίως ως προς τα δίδυμα ελλείμματα, τάση που έπρεπε να ελεγχθεί. Τον φόβο αυτό εξέφραζαν άλλωστε και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Με ευχαρίστησε και μου είπε ότι θα μεταφέρει στον πρωθυπουργό τις ανησυχίες μου. Επειτα από λίγες ημέρες, με ενημέρωσε για την απόφαση του πρωθυπουργού να συγκροτήσει υψηλού επιπέδου επιτροπή, με πρόεδρο τον ίδιο και με τη συμμετοχή των κ. Γ. Σουφλιά, Γ. Παπαθανασίου και Κ. Χατζηδάκη. Στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής αυτής προσκλήθηκα κι εγώ και περιέγραψα με στοιχεία μια εικόνα επιδείνωσης των ανισορροπιών, η οποία απαιτούσε την ανάληψη διορθωτικών επεμβάσεων. Υποθέτω ότι οι μετέπειτα συνεδριάσεις της επιτροπής, στις οποίες δεν συμμετείχα, οδήγησαν στη λήψη των μέτρων που παραθέτει στο βιβλίο του ο Γιάννης Παπαθανασίου.
Τα δίδυμα ελλείμματα
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το 2001, η χώρα γίνεται μέλος της ΟΝΕ. Για να καταστεί αυτό δυνατό, προηγήθηκαν κάποια χρόνια προσαρμογής, που έφεραν ωστόσο κοινωνική κόπωση. Ετσι, η προσπάθεια χαλάρωσε στη συνέχεια. Απολαύσαμε ως κοινωνία τα μεγάλα πλεονεκτήματα της ένταξης, χωρίς να συνειδητοποιούμε βασικές καταστατικές υποχρεώσεις μας, κυρίως στο θέμα της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και της προστασίας της ανταγωνιστικότητας. Η κοινωνία θεώρησε ότι καθώς η Ελλάδα εισερχόταν στο «club των πλουσίων», θα είχε αυτομάτως μπροστά της αενάως καλύτερες μέρες. Αξίωνε και πετύχαινε έτσι υψηλότερες αμοιβές και συντάξεις, με ετήσιους ρυθμούς της τάξεως του 5-6%, δηλαδή εμφανώς μη διατηρήσιμους. Αποδύθηκε, επίσης, σε μια καταναλωτική φρενίτιδα, τροφοδοτώντας μια εύθραυστη ευημερία, που υποθήκευε όμως το μέλλον, στον βαθμό που στηριζόταν στον εξωτερικό δανεισμό χωρίς παράλληλη βελτίωση της παραγωγικότητας. Στον δημόσιο τομέα, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, σχεδόν στα επίπεδα της Γερμανίας, αντί να ενθαρρύνουν την αναχρηματοδότηση ενός υψηλού χρέους, προκειμένου αυτό να συρρικνωθεί, οδήγησαν σε ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό και τελικά σε διόγκωση του χρέους. Ως αποτέλεσμα, δημόσιο έλλειμμα και χρέος δεν ελέγχθηκαν επαρκώς στους καλούς καιρούς. Ετσι, όταν η διεθνής κρίση άρχισε να «δαγκώνει», οι δημοσιονομικοί δείκτες χειροτέρευσαν, βοηθούσης και μιας επαναξιολόγησης από τις διεθνείς αγορές του «περιθωρίου κινδύνου» (spread) της χώρας, δηλαδή των επιτοκίων δανεισμού. Παράλληλα, οι επί σειρά ετών γενναιόδωρες αυξήσεις των μισθών, παντελώς ασύνδετες με την πορεία της παραγωγικότητας, διάβρωσαν επικίνδυνα την ανταγωνιστικότητα κόστους και συρρίκνωσαν τον τομέα παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Το εξωτερικό έλλειμμα εκτινάχθηκε σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Ημουν, νομίζω, ο πρώτος που μίλησα για την κρισιμότητα των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι το δεύτερο είναι σημαντικότερο του πρώτου.
Αν αναζητήσουμε τις πραγματικές αιτίες που κρύβονται πίσω από την προβληματική πορεία κρίσιμων μεγεθών, που συνδέονται με τα δίδυμα ελλείμματα, θα βρεθούμε πιστεύω μπροστά σε πολιτισμικά, πολιτικά ή θεσμικά χαρακτηριστικά και φαινόμενα. Σε χρόνιες δηλαδή αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν παθογένειες και γεννούν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα.
Στη βάση αυτών των χρόνιων παθογενειών βρίσκεται η προβληματική σχέση με τους θεσμούς, η συμμόρφωση με τους οποίους δεν θεωρείται αυτονόητη και δεδομένη. Η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η αυθαίρετη δόμηση, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ανομία και η διαφθορά είναι φαινόμενα που συντηρούνται από αυτήν ακριβώς τη σχέση και αποτυπώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, τις μη οικονομικές πτυχές αλλά και αιτίες της μεγάλης κρίσης.
Το ασφαλιστικό
Το μείζον και χρόνιο πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης είναι απολύτως ενδεικτικό. Διαδοχικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις απέτυχαν να εξορθολογίσουν το σαθρό κοινωνικό ασφαλιστικό σύστημα. Οι πρώτες απόπειρες διόρθωσης από τον Γ. Σουφλιά (1990) και τον Δ. Σιούφα (1992) αντιμετωπίστηκαν με μαζικές κοινωνικές, συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδράσεις. Μετέπειτα, το εγχείρημα Γιαννίτση κατέρρευσε, όταν σχεδόν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία το απέρριψαν. Αυτό που η οικονομική λογική απαιτούσε επειγόντως, η μυωπική στάση του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, ακύρωσαν πλήρως.
Ετσι το 2009, όταν το ΔΝΤ μαζί με την Εκθεσή του για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας εκπόνησε και ειδική μελέτη για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, το εύρημά του ήταν ανατριχιαστικό. Το σύστημα θα γεννούσε μέσα στις αμέσως επόμενες δεκαετίες έως το 2060 ένα χρέος της τάξεως του 600% του ΑΕΠ. Παρόμοιες εκτιμήσεις είχε κάνει άλλωστε και η Επιτροπή Σπράου, που προηγήθηκε του εγχειρήματος Γιαννίτση.
Είναι πρόδηλο πως οι παθογένειες αναπτύχθηκαν σε βάθος χρόνου και αφέθηκαν εν πολλοίς αδιόρθωτες, με αποτέλεσμα να προσλάβουν διαστάσεις τέτοιες, που η αντιμετώπισή τους ούτε εύκολη θα μπορούσε να είναι ούτε γρήγορη. Με άλλα λόγια, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, πρακτικά αδύνατο πιστεύω, να τις θεραπεύσει μια κυβέρνηση, αντιμέτωπη κατά τα ειωθότα με όλες τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και τη σχεδόν πάνδημη άρνηση της κοινωνίας. Ετσι το μνημόνιο, ακριβέστερα όχι μόνον ένα αλλά τρία διαδοχικά, ήταν απλώς η μοιραία και φυσική κατάληξη των πραγμάτων.
Θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση δεν ήταν αυτή που γέννησε τα δίδυμα ελλείμματα, δεν ήταν αυτή που γεννούσε την πολιτική ροπή προς ελλειμματικές δημοσιονομικές χρήσεις, την προϊούσα υπερχρέωση της χώρας, την «ωρολογιακή βόμβα» του ασφαλιστικού, τις μη ανταγωνιστικές αγορές, τα πολυάριθμα κλειστά επαγγέλματα, τις κυρίαρχες και κομματικά καθοδηγούμενες συντεχνίες, την αναποτελεσματική και μη φιλική προς τους πολίτες και την επιχειρηματικότητα δημόσια διοίκηση, τις αθρόες κομματικές προσλήψεις, τις γενναιόδωρες κι εκτός οικονομικής λογικής αυξήσεις μισθών και συντάξεων, την αλόγιστη διαχείριση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων της Ε.Ε., τις επίμονα ζημιογόνες χρήσεις των ΔΕΚΟ, κ.λπ.
Μολονότι όλες αυτές οι χρόνιες παθογένειες δεν υπήρξαν προϊόν της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το βέβαιο είναι ότι η τελευταία απελευθέρωσε «σεισμική» ενέργεια και οδήγησε τις αγορές στο να επανεκτιμήσουν το ελληνικό πρόβλημα, να επαναξιολογήσουν δηλαδή τον ελληνικό κίνδυνο στις πραγματικές του διαστάσεις, που απέκρυπταν μέχρι τότε η ένταξη στην ΟΝΕ αλλά και ένας εφησυχασμός των αγορών για τους ελλοχεύοντες κινδύνους. Η κατάρρευση της Lehman Brothers ήταν η θρυαλλίδα που μεταμόρφωσε δραματικά το τοπίο.
Η κυβέρνηση πήρε μετά τον Σεπτέμβριο του 2008 ορισμένα μέτρα, μεταξύ των οποίων και μέτρα προστασίας του τραπεζικού συστήματος κατά προτροπή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Γιάννης Παπαθανασίου περιγράφει στο βιβλίο του αναλυτικά τα μέτρα που αποφασίστηκαν στο κρίσιμο εκείνο χρονικό διάστημα. Ηταν τα μέτρα αυτά αναγκαία; Ασφαλώς και ήταν, τουλάχιστον αρκετά εξ αυτών, γιατί με ορισμένα διαφωνώ, π.χ. τη μείωση φορολογίας των αυτοκινήτων. Ηταν όμως και επαρκή; Ανεπιφύλακτα όχι. Η αντιμετώπιση της ραγδαία επιδεινούμενης κατάστασης απαιτούσε τη λήψη περισσότερο φιλόδοξων μέτρων, πιο προωθημένων παρεμβάσεων, που το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία αντιμετώπιζαν, όμως, εχθρικά. Αλλωστε, μια στοιχειώδης έστω συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων αποδείχτηκε ανέφικτη, όταν τον Μάρτιο του 2009 ο πρωθυπουργός κάλεσε τους πολιτικούς αρχηγούς για διαβούλευση. Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση χαρακτήρισε το οικονομικό πρόβλημα πολιτικό, υποστηρίζοντας τις εκλογές ως τη μοναδική λύση. Εκλογές έγιναν πράγματι ύστερα από λίγους μήνες, με αδυναμία όμως να τιθασευθεί μια έκρυθμη κατάσταση εν μέσω κυβερνητικής αμφιθυμίας ως προς το δέον γενέσθαι που προέκυπτε και από τις αναντίστοιχες προεκλογικές υποσχέσεις. Ετσι, ύστερα από οκτώ μήνες μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, τον Μάιο του 2010, είχαμε το αίτημα της προσφυγής στο πρώτο μνημόνιο.
Συμπεράσματα
Αυτό που ακολούθησε μετά τον Μάιο του 2010 συμπυκνώνεται, κατά τη γνώμη μου, στα ακόλουθα συμπεράσματα, τα οποία δίνουν ένα πληρέστερο στίγμα ολόκληρης της δεκαετίας 2008-2017:
Πρώτον, τα προβλήματα της Ελλάδος ήταν κατά βάση διαρθρωτικά και σωρεύτηκαν σε βάθος χρόνου. Γι’ αυτό και απαιτήθηκε πολύ περισσότερος χρόνος αντιμετώπισής τους, αφού ακουμπούσαν σε πολιτισμικά και κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, σε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες. Ακόμη και σήμερα τα προβλήματα αυτά φοβούμαι ότι δεν έχουν εξαλειφθεί.
Δεύτερον, η στάση του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας μαρτυρεί άρνηση αποδοχής και κατανόησης της πραγματικότητας, αλλά και άγνοια των κινδύνων. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν έγινε στη Βουλή μια ολοκληρωμένη συζήτηση για το υπ. αριθμόν 1 οικονομικό πρόβλημα της χώρας, σε μια νηφάλια προσπάθεια διερεύνησης των βαθύτερων αιτίων και αναζήτησης των πρόσφορων λύσεων. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, η εκάστοτε αντιπολίτευση όχι μόνο αρνήθηκε να συναινέσει, αλλά καλλιέργησε συστηματικά την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στην προ κρίσης εποχή, καταργώντας τις πολιτικές λιτότητας. Ετσι, έφτασε το μνημόνιο να θεωρείται από αρκετούς ως η αιτία της κρίσης και όχι ως η λύση των αιτίων της.
Τρίτον, καμία μνημονιακή κυβέρνηση δεν ετοίμασε το δικό της πρόγραμμα δράσης και εξόδου από την κρίση. Γι’ αυτό έχω υποστηρίξει ότι η χώρα στερείτο, και στερείται ακόμη, business plan. Βάση διαπραγμάτευσης με τους δανειστές ήταν οι δικές τους προτάσεις. Ολοκληρωμένες αντιπροτάσεις ουδέποτε κατατέθηκαν. Αυτό φανερώνει και την ανετοιμότητα της χώρας να λύσει η ίδια τα δικά της προβλήματα.
Τέταρτον, όχι μόνον δεν υπήρξε εκ μέρους μας συνολική πρόταση, αλλά και το επιβληθέν από τους δανειστές μνημονιακό πρόγραμμα ποτέ δεν υιοθετήθηκε πλήρως και ως ενιαίο σύνολο από την ελληνική πλευρά. Ποτέ δεν αναλάβαμε δηλαδή την κυριότητα του προγράμματος. Αυτό εξηγεί την επαμφοτερίζουσα στάση μας κατά την εφαρμογή του, το συνεχές «κατενάτσιο», τις ολιγωρίες, την πεισματική άρνηση της χώρας να πράξει αυτό που είχε ήδη συμφωνήσει με την υπογραφή της.
Πέμπτον, λαμβάνοντας υπόψη τη δομική φύση των προβλημάτων μας, το κύριο βάρος των προγραμμάτων θα έπρεπε να περιλαμβάνει διαρθρωτικές παρεμβάσεις. Ομως, σε αυτόν ιδιαίτερα τον τομέα επιδείξαμε σοβαρές καθυστερήσεις. Αυτό ενέτεινε την αβεβαιότητα και ανέβασε κατακόρυφα το οικονομικό και κοινωνικό κόστος (π.χ. σωρευτική ύφεση 26%, ποσοστό ανεργίας μέχρι 28%, μεγάλες απώλειες στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, όπως π.χ. τα ομόλογα, οι μετοχές και τα ακίνητα, μαζική έξοδος καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, κ.λπ). Ετσι, ύστερα από οκτώ χρόνια σκληρών μνημονίων, η δουλειά παραμένει ημιτελής. Αρκετά οφείλουν να γίνουν ακόμη, κατεξοχήν στο πεδίο των διαρθρωτικών δράσεων πριν σημάνει λήξη συναγερμού.
Εκτον, οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις γνήσιες, πραγματικές δηλαδή δομικές βελτιώσεις, άλλοτε λόγω κακού σχεδιασμού κι άλλοτε λόγω πλημμελούς εφαρμογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημόσια διοίκηση. Η δημόσια διοίκηση, παρά τις δεκάδες παρεμβάσεων, φοβούμαι πως λειτουργεί σήμερα χειρότερα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Γι’ αυτό και αποτελεί τώρα την, κατά τη γνώμη μου, κορυφαία προτεραιότητα στον κατάλογο των διαρθρωτικών αλλαγών.
Εβδομον, στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία υπήρξε μια κάθετη διαίρεση. Η διαίρεση αυτή παρεμπόδισε ποικιλότροπα την ομαλή εφαρμογή των προγραμμάτων, ανέβασε στα ύψη τον λογαριασμό και σε διάφορες φάσεις της πήρε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς, ένας ανοιχτός πέμπτος εμφύλιος για τη χώρα αποτράπηκε, όμως, η διαίρεση της κοινωνίας είχε οδυνηρές συνέπειες που θα πληρώνουμε για δεκαετίες.
*Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση του Γιώργου Προβόπουλου, τέως διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στην παρουσίαση του βιβλίου τού πρώην υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννη Παπαθανασίου «8 ΜΗΝΕΣ» (Εκδόσεις Λιβάνη), που έγινε την Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου στο ΕΒΕΑ.