Η σκοπιμότητα της Προανακριτικής και το αμφιλεγόμενο άρθρο 86

Η σκοπιμότητα της Προανακριτικής και το αμφιλεγόμενο άρθρο 86

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το θέατρο άνοιξε επί ΣΥΡΙΖΑ. Η απόφαση του 2015 να προβάλλονται σε απευθείας μετάδοση οι εργασίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών τις μετέτρεψε σε διαρκές τηλε-εξεταστήριο, όπου η νέα εξουσία «δίκαζε» τους αντιπάλους της – πολιτικούς και πρώην πολιτικούς, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ανάγκη αυτό το θέατρο. Τώρα, όμως, στην περίπτωση της Novartis, όλοι συμφωνούν ότι η κυβέρνηση επιδιώκει το αντίθετο: να κλείσει την Προανακριτική χωρίς δράμα. Χωρίς η εξέταση να μπει στην ουσία της υπόθεσης.

«Αν διαβάσει κανείς την πρόταση (της συμπολίτευσης για τη σύσταση Προανακριτικής), θα αντιληφθεί ότι ουσιαστικά πρόκειται για πρόταση μη δίωξης. Μας λένε ότι τα καταγγελλόμενα αδικήματα είτε έχουν παραγραφεί είτε δεν είναι αρμοδιότητα της Βουλής», επισημαίνει έμπειρος νομικός.

Ο στόχος είναι να περιοριστεί η επιτροπή στην απάντηση του νομικού ερωτήματος και να στείλει την υπόθεση ξανά στη Δικαιοσύνη – όπως είχε γίνει τον περασμένο Ιούλιο με την Προανακριτική για τον Γιάννο Παπαντωνίου, που συστήθηκε μόνο για να διαπιστώσει την αναρμοδιότητα της Βουλής, λόγω παραγραφής. «Ετσι η κατηγορία μένει στον αέρα και διαιωνίζεται, ενώ η κυβέρνηση θα μπορεί να λέει ότι την επέστρεψε στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη», διαπιστώνει βουλευτής της αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και οι θιγόμενοι ήδη αναζητούν τρόπους για να μείνει η υπόθεση στο φως της κοινοβουλευτικής δημοσιότητας, προκειμένου να εξεταστούν άμεσα όλα τα στοιχεία της δικογραφίας και κυρίως οι τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες.

Κανείς δεν αναμένει ότι η διαδικασία θα εξελιχθεί ομαλά, σαν θεσμική ρουτίνα. Hδη, ο τρόπος που η υπόθεση της Novartis έφτασε στη Βουλή έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση τόσο για τον τρόπο που εργαλειοποιούνται πολιτικά οι εξεταστικές αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου όσο και την παλιά διαμάχη για τη λειτουργικότητα του άρθρου 86 του Συντάγματος, που αναθέτει τη δίωξη των υπουργικών αδικημάτων στη Βουλή. Φταίνε οι ρυθμίσεις, που επιτρέπουν την ποινικοποίηση της πολιτικής αντιπαράθεσης; Ή φταίει η πολιτική κουλτούρα που τις καταστρατηγεί;

«Σε αυτό διαθέτουμε ευρωπαϊκή μοναδικότητα», λέει ανεξάρτητη νομική πηγή. «Σε καμία άλλη δυτική κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν καταγράφονται τόσες παραπομπές κυβερνητικών στελεχών στη Δικαιοσύνη».

Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τις εξεταστικές επιτροπές αυτής της κοινοβουλευτικής περιόδου. Κατά την περίοδο 2012-2014 η Βουλή εξέτασε μόνο τη λίστα Λαγκάρντ, σε δύο επιτροπές, μία Εξεταστική και μία Προανακριτική. Κατά την τρέχουσα περίοδο έχουν ήδη συσταθεί τρεις επιτροπές: μία για τα δάνεια των κομμάτων και των επιχειρήσεων ΜΜΕ – που έληξε, όπως άνοιξε, μόνο με πολιτικά κατηγορώ· μία για την Υγεία, που δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τις εργασίες της· και μία για τον Παπαντωνίου. Η Προανακριτική για τη Novartis θα είναι η τέταρτη.

Την ίδια ώρα, η κυβερνητική πλειοψηφία έχει απορρίψει και τις δύο προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για Εξεταστικές, τόσο για την επιβολή των capital controls όσο και για τη μεσολάβηση του υπουργού Aμυνας σε εκκρεμή ποινική υπόθεση.

Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, αυτός ο κύκλος ποινικοποίησης της κοινοβουλευτικής ζωής θα μπορούσε να αποτραπεί, αν διορθωνόταν η θεσμική κακοτεχνία του άρθρου 86 του Συντάγματος, που αναθέτει στη Βουλή την αρμοδιότητα για να κάνει την ανάκριση και να ασκήσει τη δίωξη κατά υπουργών.

Αντανάκλαση δυσπιστίας

Πρόκειται, όπως εξηγεί καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, για μια ρύθμιση που υπήρχε στα περισσότερα ευρωπαϊκά συντάγματα ως αντανάκλαση της δυσπιστίας προς τους δικαστές. Σταδιακά όμως, με την άνοδο του κράτους δικαίου μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δυσπιστία υποχώρησε. Η αρμοδιότητα έφευγε από τα κοινοβούλια και οι υπουργοί είχαν την ίδια αντιμετώπιση από τη Δικαιοσύνη, όπως όλοι οι πολίτες.

Η Ελλάδα δεν ακολούθησε. Εδώ φαίνεται ότι επικράτησε «η άγρια ομορφιά να μπορείς να βάλεις τους πολιτικούς αντιπάλους σου στη φυλακή». «Οταν οι πολιτικοί έλεγαν ότι η χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί με τον σχολαστικισμό των εισαγγελέων, τους ακούγαμε με συμπάθεια. Oχι πια», επισημαίνει η ίδια πηγή. Οι συνθήκες, λέει, είναι πλέον ώριμες για να εμπιστευθούμε τους δικαστές. «Αν ένας δικαστικός λειτουργός έχει μόνος του την ευθύνη να εγείρει κατηγορία κατά πολιτικού προσώπου, θα το σκεφτεί δύο και τρεις και δέκα φορές, προτού ασκήσει δίωξη. Αρκεί να τον εμπιστευθούμε».

Δεν συμφωνούν όλοι με αυτή την άποψη. Aλλος συνταγματολόγος επικαλείται τον τρόπο με τον οποίο «χτίστηκε» η δικογραφία της Novartis. Αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν εισαγγελείς ευάλωτοι σε πολιτικές πιέσεις είχαν την ευχέρεια, χωρίς άλλο φίλτρο, να ασκούν διώξεις. Δεν θα οδηγούσε αυτή η ευχέρεια σε χειρότερη ποινικοποίηση; «Τώρα ουσιαστικά το “αμελλητί” τούς επιτρέπει να είναι διεκπεραιωτές. Να μην κάνουν έλεγχο. Τι θα γίνει αν τους δοθεί η ευθύνη; Είναι δίκοπο μαχαίρι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή